Το Πολεμικό Ναυτικό της Ελλάδας (ΠΝ) αντιμετωπίζει μια πρωτοφανή πρόκληση στον εκσυγχρονισμό των φρεγατών ΜΕΚΟ200ΗΝ. Όπου ο αρχικός σχεδιασμός είχε ξεκινήσει πριν από το 2010 και ακόμη δεν έχει γίνει κατορθωτό να υλοποιηθεί. Πλέον αντιμέτωπο με έναν εξαιρετικά περιορισμένο προϋπολογισμό, το ΠΝ σχεδιάζει να αναβαθμίσει αυτές τις στρατηγικά σημαντικές μονάδες σχεδόν “μόνο του”.
Αξίζει να αναφέρουμε πως το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού κάπου το 2014, ήταν το βασικό του Πολεμικού Ναυτικού, και το πρώτο που θα χρηματοδοτούνταν. Αυτό άλλαξε το 2015 όταν η τότε κυβέρνηση θεώρησε σκόπιμο να δαπανήσει 500 εκατ. ευρώ στον εκσυγχρονισμό των αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας Ρ-3Β, ένα πρόγραμμα που όπως όλα δείχνουν, έχει αποτύχει.
Κατά την περίοδο 2017-2020, το ΠΝ προσπάθησε, μάλλον για την τιμή των όπλων, να αναζητήσει ξανά αναβάθμιση των ΜΕΚΟ, αλλά με προϋπολογισμό που κυμαινόταν από 100 έως 150 εκατομμύρια ευρώ. Ποσό που αποδείχθηκε εξαιρετικά ανεπαρκές, ειδικά σε μια περίοδο όπου η γεωπολιτική κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο, και ιδιαίτερα η κρίση με την Τουρκία το καλοκαίρι του 2020, έκανε επιτακτική την ανάγκη για μια ισχυρή ναυτική δύναμη. Αυτή η ανάγκη οδήγησε την νέα κυβέρνηση να αυξήσει τη χρηματοδότηση στα περίπου 500 εκατομμύρια ευρώ το 2020. Ταυτόχρονα η αναβάθμιση των ΜΕΚΟ συνδέθηκε με την απόκτηση νέων φρεγατών, όπου ιδανικά ο κοινός ανάδοχος θα εφάρμοζε και πρόγραμμα ανακαίνισης με στοιχεία ομοιοτυπίας με τα όποια νέα πλοία. Τελικά, η επιλογή των γαλλικών FDI HN, της μόνης πρότασης χωρίς δυνατότητα αναβάθμισης των ΜΕΚΟ200ΗΝ, υποχρέωσε το τελευταίο πρόγραμμα να επανέλθει, αλλά ως “αυτόνομο”.
Στη συνέχεια το ΠΝ από το 2022, απέρριψε προτάσεις από εταιρείες όπως η βρετανική Babcock, που είχαν διεθνή εμπειρία εκσυγχρονισμού πλοίων κλάσης ΜΕΚΟ. Η απόφαση αυτή βασίστηκε σε πολλούς παράγοντες, και κάποια στιγμή επελέχθη η πρόταση της γερμανικής TKMS, η οποία έκανε κοινοπραξία με την ολλανδική Thales, που θα προσέφερε τα νέα ηλεκτρονικά. Όμως, σε νέα παλινωδία, στο τέλος του 2024, κι ενώ το ΠΝ είχε καταλήξει στην τελική διαμόρφωση των πλοίων σε συνεργασία με την κοινοπραξία, οι Γερμανοί ενημερώθηκαν από τη ΓΔΑΕΕ πως δεν θα προχωρούσε η συνεργασία.
Εκσυγχρονισμός MEKO200HN, πάμε σε λύση “αυτεπιστασίας” από ένα Ναυτικό που χάνει στελέχη;
Την είδηση έγραψε πρώτη η σελίδα μας, αν και μετά τα άρθρα μας αναπαράχθηκαν από αρκετούς σαν “αποκλειστικά”. Πάντως η νέα πράξη του “δράματος” (γιατί τέτοιο κοντεύει να γίνει), είναι τώρα το Πολεμικό Ναυτικό, με βάση τη λίστα των νέων συστημάτων, να διαπραγματεύεται με τους Ολλανδούς, μόνο για την αγορά των ηλεκτρονικών. Όλα τα υπόλοιπα και κυρίως την εφαρμογή και την ολοκλήρωση, υποτίθεται θα την κάνει με αυτεπιστασία, επιδιώκοντας το χαμηλότερο κόστος.
Όμως ο εκσυγχρονισμός φρεγατών όπως οι ΜΕΚΟ200ΗΝ δεν είναι απλή υπόθεση. Η αλλαγή ιστών, η τοποθέτηση νέων ραντάρ, η ολοκλήρωση των συστημάτων με ένα νέο πακέτο λογισμικού διαχείρισης μάχης, η αλλαγή του κέντρου βάρους του σκάφους και πολλά ακόμη, απαιτούν εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία, αλλιώς ρισκάρεται τόσο η απόδοση του συνολικού οπλοσυστήματος, όσο και η συμπεριφορά του εν πλω.
Ναυτικό ισοζύγιο στο Αιγαίο: πως οι Τούρκοι εκσυγχρονίζουν τις δικές τους MEKO 200TN – Μέρος Α΄
Στο ΠΝ ευελπιστούν πως η σχεδιαζόμενη “μικρή” αναβάθμιση, θα κοστίσει κάπου στα 300 εκ. ευρώ, συν την επιστασία του Κλάδου όπως και τα όποια εξωτερικά συνεργεία. Στα χρήματα αυτά φυσικά δεν περιλαμβάνονται τα κόστη για την εξέλιξη του πυροβόλου Mk45 Mod2 σε ψηφιακή έκδοση, αλλά και το θέμα των Phalanx, δηλαδή των πυροβόλων άμυνας σημείου, για τα οποία δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμη τι θα γίνει.
Ναυτικό ισοζύγιο στο Αιγαίο: πως οι Τούρκοι εκσυγχρονίζουν τις δικές τους MEKO 200TN – Μέρος B΄
Το αιγυπτιακό παράδειγμα
Εδώ εμφανίζεται η πρόσφατη ανακοίνωση, πριν λίγες μέρες, περί αιγυπτιακής πρόθεσης να αναβαθμιστούν 4 δικές τους πυραυλάκατοι, κλάσης Ambassador MK III, αλλά με δυνητικό κόστος έως 625 εκατ. δολάρια! Συγκρίνοντας λοιπόν το επιδιωκόμενο ελληνικό κόστος εκσυγχρονισμού με το αιγυπτιακό, παρατηρούμε ότι οι πυραυλάκατοι απαιτούν σημαντικά κονδύλια παρά το γεγονός ότι ήδη φέρουν σύγχρονα συστήματα. Ενώ οι ελληνικές φρεγάτες ΜΕΚΟ είναι αναμφίβολα πιο απαιτητικές λόγω του μεγέθους και της πολυπλοκότητάς τους, ενώ είναι και πιο παλιά σκάφη, κάπου 30 ετών, ενώ τα αιγυπτιακά είναι 10-12 ετών μόνο!
Συνοπτικά οι Ambassador MK IIΙ έχουν κύριο ραντάρ το τρισδιάστατο MRR-3D NG της Thales, εμβελείας 180 χιλιομέτρων για εναέριους στόχους, το ραντάρ επιφανείας Scout Mk2 με εμβέλεια άνω των 44 χιλιομέτρων, το ραντάρ πλοήγησης Raytheon Pathfinder, αλλά και το ραντάρ ελέγχου πυρός Thales Sting Mk2.
Το σύστημα διαχείρισης μάχης (CMS) είναι το TACTICOS της Thales, ενώ ο οπλισμός αποτελείται από πυροβόλο OTO Melara Super Rapido 76mm/62cal, σε θόλο χαμηλής παρατηρησιμότητας, οκτώ πυραύλους κατά πλοίων, RGM-84L Harpoon II, ένα πυροβόλο εγγύ άμυνας Mk15 Phalanx και ένα εκτοξευτή πυραύλων RAM, 21 θέσεων. Το σύστημα ηλεκτρονικού πολέμου βασίζεται στο Raytheon AN/SLQ-32(V)6, με κάλυψη όλων των συχνοτήτων. Επιπλέον, τα σκάφη διαθέτουν σύστημα ESM, ALTESSE, για υποκλοπή και ανάλυση επικοινωνιών. Ακόμη υπάρχει ο εκτοξευτής δολωμάτων Super Barricade της Wallop Defence Systems, που φορτώνεται με φωτοβολίδες, chaff ή δολώματα τορπιλών.
Οπότε οι πυραυλακάτοι της κλάσης Ambassador MK III αποτελούν μια εξαιρετικά ισχυρή και ήδη σύγχρονη κλάση σκαφών για το Αιγυπτιακό Ναυτικό. Κι όμως τώρα ετοιμάζεται αναβάθμιση τους με νέα ηλεκτρονικά, όπου θα αλλάξει και το σύστημα διαχείρισης μάχης, που θα είναι το COMBATSS-21, ένα παράγωγο του Aegis, ενώ περιλαμβάνεται στο “πακέτο” και αναβάθμιση του πυροβόλου των 76 χιλιοστών!
H Αίγυπτος αναβαθμίζει 4 πυραυλακάτους, με σύστημα μάχης COMBATSS-21
Το ελληνικό ρίσκο
Λογικό είναι λοιπόν να αναρωτηθούμε: αν οι Αιγύπτιοι προϋπολογίζουν 625 εκατ. δολάρια (το μέγιστο και μπορεί τελικά να κοστίσει λιγότερο), για να εκσυγχρονίσουν 4 σκάφη δεκαετίας, πως ακριβώς το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό ελπίζει πως θα καταφέρει κάτι αντίστοιχο; Σε 4 φρεγάτες πολλαπλασίου μεγέθους, ηλικίας κάπου 30 ετών, αλλά με τεχνολογία 40 ετών, με μόλις 300 εκατ. ευρώ;
Να σημειωθεί πως η Αίγυπτος έχει λειτουργικά ναυπηγεία που κατασκευάζουν εδώ και πολλά χρόνια σύγχρονα πολεμικά πλοία (κορβέτες Gowind αλλά και φρεγάτες MEKO A200), ενώ το αιγυπτιακό Ναυτικό δείχνει να τα καταφέρνει με τον ετερόκλητο αλλά σύγχρονο στόλο που έχει δημιουργήσει. Ακόμη δεν παρουσιάζει προβλήματα επάνδρωσης, ούτε τα στελέχη υποπληρώνονται για την αξία τους. Αντίθετα, το ΠΝ αιμορραγεί διαρκώς, και χάνει ειδικά μηχανικούς και τεχνικούς, απολύτως απαραίτητους για τις εργασίες που θέλει να κάνει στις ΜΕΚΟ.
Έτσι η απόφαση του ΠΝ να αναλάβει το έργο εκσυγχρονισμού των ΜΕΚΟ, “εσωτερικά” μπορεί να παρουσιάζεται ως μια προσπάθεια εξοικονόμησης κόστους και αύξησης της αυτοδυναμίας του Κλάδου, αλλά συνοδεύεται από σημαντικούς κινδύνους. Και η πρόκληση δεν είναι μόνο τεχνική αλλά και οργανωτική. Η ανάγκη για εκπαίδευση του προσωπικού, η διαχείριση των προμηθειών, και η διασφάλιση της συμβατότητας των νέων συστημάτων με τα υπάρχοντα είναι παράγοντες που μπορούν να αυξήσουν το κόστος και τον χρόνο υλοποίησης.
Να πούμε ακόμη πως αν η αναβάθμιση δίνονταν στην κοινοπραξία που είχε επιλεγεί, ή σε όποιον άλλο ξένο οίκο, θα υπήρχαν και ρήτρες παράδοσης σε συγκεκριμένο χρόνο, ανάληψη ευθύνης, εγγυήσεις και διασφαλίσεις για την ορθή εκτέλεση του έργου. Το οποίο φυσικά θα επέβλεπε συνεχώς κλιμάκιο του Πολεμικού Ναυτικού, όπως γίνεται πάντα.
Όχι, 4η FDI δεν «θυσίασε» τον εκσυγχρονισμό των MEKO 200HN, έβαλε όμως τον πήχη χαμηλά
Αντί για όλα τα παραπάνω, τώρα οδηγούμαστε σε μια επιλογή που θα βαρύνεται από ανεπαρκή κονδύλια (εξαρχής), από μικρή εγχώρια τεχνογνωσία και μηδενική εμπειρία στο ειδικό αυτό πρόγραμμα, δηλαδή αναβάθμιση μιας συγκεκριμένης κλάσης πλοίων, χωρίς διασφαλισμένη υποστήριξη καθόλη την εκτέλεση των εργασιών. Δηλαδή μια επιλογή ριψοκίνδυνη, που δεν έχει καν περιθώρια “αποτυχίας” ή καθυστερήσεων. Μιας και τότε, αν δηλαδή εμφανιστούν προβλήματα ολοκλήρωσης και μεγάλος χρόνος υλοποίησης, οι 4 πολύτιμες αυτές φρεγάτες, που σε λίγα χρόνια θα είναι ο μισός στόλος μεγάλων σκαφών επιφανείας (ο άλλος μισός θα είναι οι 4 -ελπίζουμε- FDI HN) θα έχουν απαξιωθεί. Με σοβαρές επιπτώσεις στην ασφάλεια και την αμυντική ικανότητα της Ελλάδας.