Τώρα που η αγορά των νέων φρεγατών FDI για το Ναυτικό μας, πλησιάζει στην ολοκλήρωση με την αναμενόμενη υπογραφή συμβάσεων, ίσως είναι καιρός να κάνουμε ένα απολογισμό για το συγκεκριμένο σκάφος. Με κάποια σχόλια όμως και για τον ανταγωνισμό και τη διαδικασία επιλογής που παρακολουθήσαμε τον προηγούμενο χρόνο. Έτσι, ως μια -προσωπικής εκφοράς- ανασκόπηση της «φρεγατιάδας».
Να ξεκινήσουμε όμως το κείμενο με μια παραδοχή. Η φρεγάτα Belharra/FDI θα ενισχύσει το Πολεμικό Ναυτικό και σημαντικά. Αυτό είναι δεδομένο. Και θα συμβεί όχι γιατί οποιαδήποτε νέα φρεγάτα θα ήταν καλύτερη από τις πεπαλαιωμένες που σήμερα διαθέτουμε, αλλά γιατί το συγκεκριμένο πλοίο έχει πράγματι καλά στοιχεία και τεχνολογίες στη δομή και φιλοσοφία του. Έχει λοιπόν κέρδος το Ναυτικό, άρα η μαχητική του ικανότητα, άρα η εθνική αμυντική παρακαταθήκη; Σαφώς ναι. Ας δούμε τώρα τα “βάρη” που μας έφερε η συγκεκριμένη επιλογή, επιβαρύνσεις όμως που κατά πάσα πιθανότητα δεν θα αποφεύγαμε, σε διαφορετικό όμως βαθμό, όποια επιλογή και να κάναμε.
ΕΞΕΛΙΞΗ: Μονογράφησαν οι συμβάσεις για τις 3 ελληνικές FDI HN και τα 6 επιπλέον Rafale F3R
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΟΣΤΟΣ: Το να πληρώνεις μια φρεγάτα (με λίγο παραπάνω από ένα φόρτο όπλων της, συν ένα μικρό σε διάρκεια συμβόλαιο υποστήριξης) ένα δισεκατομμύριο ευρώ τη μια -προσοχή εδώ, ευρώ και όχι δολάρια- είναι σημαντικό. Όταν μάλιστα η τιμή έπεσε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, και με γαλλική κυβερνητική παρέμβαση, αποδεικνύοντας πως υπήρχε υπερτιμολόγηση από την αρχή. Εδώ μας ευνόησε η ξαφνική ανάγκη της Naval Group και της Γαλλίας γενικότερα, να “δείξουν αμυντικές πωλήσεις” μετά την κατάρρευση της αυστραλιανής παραγγελίας των 12 υποβρυχίων. Ακριβά όμως, πέρα από ένα λογικό κέρδος δηλαδή, ήταν και τα άλλα σκάφη που μας προτάθηκαν. Με ποικιλία βέβαια, καθώς οι προτεινόμενες διαμορφώσεις άλλαζαν συνεχώς, δημιουργώντας ένα μπερδεμένο σκηνικό του τι ακριβώς κοστίζει και πόσο.
Πύραυλοι cruise SCALP στις ελληνικές φρεγάτες FDI; Όχι, δεν έχει νόημα
Το γιατί όλοι πουλούσαν ακριβά το γνωρίζουμε: Η ελληνοτουρκική κρίση του καλοκαιριού του 2020 συν η πολύχρονη, τόσο μνημονιακή όσο και πιο πριν, παραμέληση του Ναυτικού, μας είχαν φέρει σε δυσχερή θέση. Να ψάχνουμε δηλαδή εκτάκτως να αναβαθμίσουμε, σχεδόν να αναβιώσουμε, σε ελάχιστο χρόνο το Στόλο μας. Έτσι βγήκαμε στη διεθνή αγορά με μια ιδιόρρυθμη διαδικασία (η ανάγκη την επέβαλε) προβάλλοντας και τη δική μας ελπίδα: Μήπως βρούμε μια λύση «πακέτο» όπου ταυτόχρονα θα παίρναμε νέα πλοία, θα αναβαθμίζαμε παλαιότερα και θα προμηθευόμαστε μεταχειρισμένα. Μεγάλη προσδοκία, δεν περπάτησε ολοκληρωμένη και συνεχίζεται ως επιμέρους προγράμματα. Στο σκηνικό αυτό, το Πολεμικό Ναυτικό επιχείρησε να δρομολογήσει μια σωστή διαδικασία αξιολόγησης, που το πέτυχε σε μεγάλο βαθμό, αλλά ήταν εξαρχής το «πλαίσιο» παραμορφωμένο. Και φανερή σε όλους η πίεση που είχαμε. Άρα δεν είχε λόγο κανένα ναυπηγείο να κάνει σημαντική έκπτωση.
Το ενδιαφέρον; Τελικά καταλήξαμε στη γαλλική φρεγάτα στο 1 δις ευρώ το πλοίο (ως σύνολο αγοράς, όπλων και υπηρεσιών), ενώ στο ίδιο «κομβικό» νούμερο είχαν συγκλίνει -πάνω κάτω- όλοι. Είτε ευθέως, είτε με «μικρά» γράμματα που ενσωμάτωναν στις προτάσεις τους. Να πούμε εδώ ένα μικρό μυστικό της διεθνούς αγοράς όπλων; Όταν ένας πελάτης ανακοινώνει ένα πρόγραμμα εξοπλισμών με πλαφόν κόστους, με κάποιο μυστήριο τρόπο τις περισσότερες φορές, τόσο πληρώνει τελικά. Δεν είναι σύμπτωση, καθώς όλοι οι πωλητές το «πλαφόν» το αντιμετωπίζουν ως δεξαμενή που πρέπει να εξαντλήσουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Όσο για το κόστος της FDI; Ασαφές προς το παρόν καθώς στην τιμή των 3,05 δις ευρώ για τα 3 πλοία, δεν περιλαμβάνεται το σύστημα ηλεκτρονικού πολέμου, ο φόρτος των πυραύλων του εκτοξευτή RAM και ίσως και άλλος εξοπλισμός όπως και εργασίες. Ως συνήθως το πραγματικό νούμερο θα διαμορφωθεί σε βάθος χρόνου, αλλά τότε θα είναι και εκτός επικαιρότητας και δύσκολο να υπολογιστεί.
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Πόσο κόστιζε κάθε υποψήφια φρεγάτα για το ΠΝ, πως φτάσαμε στις FDI HN;
ΕΞΑΡΤΗΣΗ: Το γαλλικό καράβι φέρνει μαζί του τη δική του φιλοσοφία συστήματος μάχης, διοίκησης, χρήσης, διαλειτουργικότητας. Αυτό σημαίνει πως το Πολεμικό Ναυτικό αν θέλει να έχει ένα σύγχρονο στόλο με σοβαρές δυνατότητες συνεργατικής δράσης οφείλει να κάνει τις νέες αγορές του πάνω σε αυτή την ψηφιακή πλατφόρμα-κουλτούρα μάχης. Ίσως δεν το έχουμε τονίσει όσο πρέπει, αλλά στο σύγχρονο πόλεμο δεν έχει σημασία μόνο τα πόσα όπλα έχεις. Αντίθετα, είναι οι δικτυοκεντρικές δυνατότητες, η ικανότητα άμεσης συνεργασίας, μοιράσματος δεδομένων, συγκερασμού των επιμέρους επιθετικών και αμυντικών δυνατοτήτων που δίνουν την αυξημένη απόδοση στο πεδίο της μάχης. Όπλα που είναι πολλά αλλά δεν «μιλάνε» με άλλα, είναι μεμονωμένοι στόχοι. Ένα δίκτυο όπλων, έστω και αριθμητικά λιγότερο, είναι πολλαπλασιαστής του εαυτού του.
Τι κάναμε λοιπόν με την αγορά των FDI; Να υιοθετήσουμε τη γαλλική προσέγγιση δικτυοκεντρικής μάχης, μια πολύ καλή όπως φαίνεται, η οποία όμως είναι ακριβή, θέλει κόστος διατήρησης, θέλει τεχνογνωσία, ενώ όλες οι σχετικές πλατφόρμες που τη φέρουν είναι γαλλικές, χωρίς να υπάρχει ανταγωνισμός. Ουσιαστικά ψωνίσαμε κάτι καλό αλλά πλέον προσδεθήκαμε σε ένα και μόνο ένα προμηθευτή/χώρα. Που αν θέλουμε να διατηρήσουμε το μαχητικό πλεονέκτημα που μας δίνει, θα τον πληρώνουμε για πολλές δεκαετίες (με κορβέτες, νέες φρεγάτες κ.λπ.).
Είναι αυτό θέμα; Ναι γιατί η Ελλάδα δύσκολα θα διαθέτει σήμερα ή και στο μέλλον, την οικονομική και στρατηγική δυνατότητα να είναι τόσο δεσμευμένη από ένα και μόνο πωλητή-κατασκευαστή για ένα κλάδο των Ενόπλων δυνάμεων. Το ίδιο βέβαια θα συνέβαινε αν ακολουθούσαμε π.χ. την «ιταλική» ή την «αμερικανική» σχολή ναυτικού πολέμου. Η γαλλική επιλογή όμως λόγω πιο κλειστού οικοσυστήματος είναι ακόμη πιο δεσμευτική και με υψηλότερο τίμημα σε βάθος χρόνου, συν τις παραδοσιακές γαλλικές αδράνειες.
H FDI HN για το ΠΝ, μύθοι κι αλήθειες για την πρώτη φρεγάτα που αγοράζει το ΠΝ εδώ και 33 χρόνια
ΑΠΟΕΠΕΝΔΥΣΗ: Η χώρα μας, καλώς ή κακώς, είχε επενδύσει σε κάποιες τεχνολογίες στο Ναυτικό μας. Όπως το σύστημα μάχης TACTICOS (το οποίο εξελίσσεται και δεν έχει μείνει στην έκδοση που έχουν οι πυραυλάκατοι μας Super Vita) και τους αντιαεροπορικούς πυραύλους ESSM (αυτοί και με εγχώρια προστιθέμενη αξία). Τώρα με τις γαλλικές πλατφόρμες, αυτή η συσσωρευμένη γνώση, χρήση και δομή μάλλον δύσκολα θα δει περαιτέρω αξιοποίηση, εκτός βέβαια αν υιοθετήσουμε την γνωστή ελληνική «μέθοδο» της πολυτυπίας… Το γαλλικό πλοίο φέρει πολλά δικά του νέα συστήματα, υψηλών επιδόσεων, αλλά τελείως διαφορετικά. Άρα κερδίσαμε μεν νέες τεχνολογίες, αποεπενδύοντας όμως ότι είχαμε καταφέρει να μάθουμε (με κόστος πολλών εκατομμυρίων ευρώ σε υλικά και πολλών χιλιάδων ωρών πανάκριβης εκπαίδευσης εν πλω). Αυτό βέβαια θα συνέβαινε και με αρκετές ακόμη προτάσεις φρεγατών που είχαν εμφανιστεί, οπότε ίσως ήταν και αναπόφευκτο… Εδώ, η ξαφνική «αλλαγή παραδείγματος» κοστίζει και πολύ. Στο ίδιο ζήτημα οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως η ολλανδική πρόταση είχε τη -φαινομενικά- πιο ομαλή λύση μετεξέλιξης από τη σημερινή τεχνογνωσία του Ναυτικού μας.
Sea Fire: Έτοιμο για εγκατάσταση στις FDI, μετά το «πράσινο φως» της DGA
ΡΙΣΚΟ: Το γαλλικό καράβι είναι σκάφος υψηλών δυνατοτήτων. Ως σχέδιο όμως. Είναι σε φάση χτισίματος το πρώτο της κλάσης, δεν έχει δηλαδή ακόμη δοκιμαστεί και αξιολογηθεί εν πλω και ως συνολικό οπλοσύστημα. Βέβαια οι δοκιμές των ηλεκτρονικών στην ξηρά που έχουν γίνει και είναι πολλές, όπως και οι δοκιμασμένες συνέργειες π.χ. όπλων και συστήματος μάχης, που ήδη λειτουργούν τα ίδια ακριβώς στις γαλλικές FREMM, μας καθησυχάζουν. Και πάλι όμως όπως σε κάθε νέο οπλικό σύστημα (και πολύ σύνθετο όπως ένα μεγάλο σκάφος επιφανείας), το ρίσκο να αγοράζεις κάτι που είναι ακόμη στο σχεδιαστήριο/ναυπηγείο είναι σημαντικό. Τώρα απλώς ελπίζουμε πως όλα θα πάνε καλά, και πως αν εμφανιστούν προβλήματα θα είναι μικρά και εύκολα επιλύσιμα. Και δεν είναι η πρώτη φορά που η χώρα μας τολμά να αγοράζει κάτι σε παγκόσμια πρώτη, για να «ανταμειφθεί» με πολύχρονες ταλαιπωρίες και έξοδα στη συνέχεια. Αυτά τα ξεχνάμε βολικά όταν απολαμβάνουμε το «υπερόπλο» (πότε υποβρύχιο Τ-214, πότε άρμα Leo-2A6) αλλά κανείς δεν είναι εξίσου τολμηρός να υπολογίσει εκ των υστέρων το ουσιαστικό εξτρά χρηματικό και αμυντικό κόστος της όλης διαδικασίας.
Στην συγκεκριμένη παρατήρηση το μόνο πλοίο που είχε μηδενικό ρίσκο ήταν η ιταλική γνωστή, λειτουργική και επιτυχημένη, φρεγάτα Bergamini, η οποία μας προσφερόταν «ως είναι». Ακολουθούσε σε κάποια απόσταση η γερμανική ΜΕΚΟ 200, κι αυτό πλοίο σε λειτουργία. Oι άλλες προτάσεις, ήταν είτε τελείως στον «αέρα» (όπως π.χ. το εντυπωσιακό στα χαρτιά σκάφος της Gibbs & Cox), είτε σε φάση ναυπήγησης του πρώτου (βρετανική Arrowhead 140, αμερικανική MMSC), είτε σε φάση προεργασίας παραγωγής (FDI), ολοκλήρωσης σχεδίων (το ισπανικό F110), είτε σε μια ενδιάμεση κατάσταση σχεδιαστικής προέκτασης υπάρχοντος πλοίου (η ολλανδική Sigma 11515 ως εξέλιξη της 11513-4).
Στη συνέχεια: Η γαλλική FDI έχει τώρα κενό στη σουίτα των ηλεκτρονικών της. Το να αγοράζεις τέτοιο σκάφος χωρίς διασφαλισμένα συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου είναι ζήτημα. Τι έχουμε στα χέρια μας σήμερα; Μια γαλλική διαβεβαίωση ότι το σύστημα θα «είναι έτοιμο το 2026». Είναι αυτό σίγουρο; Υπάρχει ρήτρα; Έχει καν παραγγελθεί από τη Γαλλία; Ξέρουμε τις δυνατότητες του; Ξέρουμε ότι θα πάνε όλα καλά, ότι θα ολοκληρωθεί πράγματι τότε, ότι δεν θα χρειαστεί επανασχεδιασμό ή εκτεταμένες τροποποιήσεις; Ακόμη, δεν γνωρίζουμε πόσο θα κοστίσει. Γιατί κανείς δεν μπορεί να κοστολογήσει κάτι που δεν υφίσταται. Αγοράζουμε λοιπόν ένα σκάφος και- προς το παρόν πάντα- έχουμε για σημαντικό σύστημα του, κενό πληροφόρησης και κοστολόγησης. Το ότι το σκάφος θα αποκτήσει μια πλήρη σουίτα αντιμέτρων-παρεμβολών δεν το αμφισβητούμε, θα ήταν άλλωστε και απαράδεκτο επιχειρησιακά. Το εμφανές ρίσκο όμως είναι το εξής: Χρονικά το πότε θα είναι έτοιμο το νέο σύστημα, οικονομικά εάν θα αντέχουμε το κόστος του (προφανώς θα το υποστούμε αν μας ικανοποιεί…). Δεν θέλουμε όμως να σκεφτόμαστε τη χειρότερη περίπτωση, αν καθυστερήσει πολύ ή δεν είμαστε ικανοποιημένοι από τις δυνατότητες του. Στην τελευταία περίπτωση, η αναζήτηση άλλης λύσης, π.χ. μιας ισραηλινής, θα έχει και εξτρά κόστος-χρόνο προσαρμογής και πιστοποίησης. Μακάρι αυτά να μην συμβούν γιατί θα «χλωμιάσουν» την προοπτική των FDI, και με αμυντικό ρίσκο.
Παρέμβαση Ναυάρχου Κονιδάρη: Ελληνικές Φρεγάτες FDI και η Ελληνική Βιομηχανική Συμμετοχή
ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΙ: Πριν αναφέρουμε τους συμβιβασμούς της σχεδίασης της FDI, πρέπει να την υπερασπίσουμε. Καθώς και δυστυχώς, στο δημόσιο διάλογο που έγινε κατά τη «φρεγατιάδα», ο οπαδισμός χτύπησε ταβάνι και οι εκάστοτε οπαδοί μιλούσαν για το δικό τους «υπερόπλο». Μόνο που «υπερόπλα» δεν υπάρχουν. Κάθε οπλικό σύστημα είναι ένας συγκερασμός απαιτήσεων, προδιαγραφών, κόστους και συμβιβασμών. «Τέλεια» φρεγάτα, κορβέτα, υποβρύχιο, άρμα, μαχητικό, δεν υφίσταται και δεν θα υπάρξει ποτέ. Έτσι κακώς στην μελλοντική ελληνική φρεγάτα (στην FDI σήμερα, αλλά το ίδιο ισχύει και όποια να επιλέγαμε), η εθνική μας… φαντασία φόρτωσε στην πλάτη της τα πάντα. Ότι υποτίθεται θα ήταν ταυτόχρονα άριστος κυνηγός υποβρυχίων, πυροβολαρχία Patriot επί θαλάσσης, ραντάρ αποκάλυψης βαλλιστικών πυραύλων σε 1.000 χιλιόμετρα απόσταση, με ελάχιστη επάνδρωση, πλήρως αυτοματοποιημένη και φόβητρο των Τούρκων. Η υπερβολή ήταν φανερή αλλά γιατί να μην την απολαύσουμε όταν έδινε ακόμη ένα καλοστημένο καφενειακό καυγά; Ο οποίος συνεχίζεται, είτε ως διαδικτυακός χαβαλές είτε ως εξαργύρωση διαφόρων υποσχετικών…
Πάμε τώρα στην FDI. Έχει ελλείψεις και συμβιβασμούς. Όπως όλα τα καράβια που μας προτάθηκαν. Αρχικά είναι μετρίων ταχυτήτων. Ακολουθεί βέβαια εδώ τη σύγχρονη σχολή σχεδίασης της κατηγορίας της, που θέλει τα καράβια να «κατεβάζουν» τη μεγίστη ταχύτητα σε κάπου 26-27 κόμβους (το καλύτερο…) ώστε να είναι πιο οικονομικά σε κατανάλωση, ενώ προορίζονται για μακρές περιπολίες. Προσοχή στο τελευταίο όμως: Η FDI ως φιλοσοφία δεν έχει σχεδιαστεί ειδικά για τις ελληνικές ανάγκες (και κανένα καράβι από όσα μας προτάθηκαν δεν το κατάφερε αυτό). Για τη Γαλλία που διαθέτει στόλο ωκεάνιο, με παρέμβαση σε όλη τη Μεσόγειο, με μεγάλη προέκταση σε Ινδικό και Ατλαντικό, η μέτρια μεγίστη ταχύτητα είναι λογική για πλοία που θα περιπολούν πολλές εβδομάδες σε ανοιχτές θάλασσες. Για την ελληνική απαίτηση για ενίοτε γρήγορη κίνηση εντός Αιγαίου ή προς Κύπρο, για να υπάρχει έστω στιγμιαία ένα μικρό πλεονέκτημα στις παγίδες που θα στήνουν τα εχθρικά υποβρύχια, για άμεση -το δυνατόν- αντίδραση στην εμφάνιση των τουρκικών αποβατικών, οι 3-4 αυτοί παραπάνω κόμβοι έχουν αξία. Δεν μπορείς όμως να τα έχεις όλα. Εδώ το μόνο πραγματικά υψηλών ταχυτήτων σκάφος που εμφανίστηκε στο διαγωνισμό, δηλαδή η αμερικανική MMSC/HF2, βαρυνόταν με ιστορικό μηχανικών αβαριών και υψηλής κατανάλωσης. Στον αντίποδα η (χαμηλότερου τονάζ) γερμανική ΜΕΚΟ Α200, με το ιδιαίτερο σύστημα πρόωσης της με waterjet και έλικες, ίσως έδινε το πλεονέκτημα.
Ένα ακόμη στοιχείο προβληματισμού στο θέμα «ταχύτητα»; Οι σύγχρονες τουρκικές μονάδες, δηλαδή οι κορβέτες Ada, οι φρεγάτες Istanbul -όπως και το σχεδιαζόμενο αντιτορπιλικό TF-2000- διατηρούν την πιο κλασική λογική κίνησης σε κοντά 30 κόμβους μεγίστη ταχύτητα, με χρήση ντίζελ και αεριοστροβίλων. Άρα ο τουρκικός Στόλος σε μια πιθανή αντιπαράθεση θα έχει την ικανότητα -έστω για περιορισμένα διαστήματα- της ταχείας κίνησης, όπου μια FDI δεν θα μπορεί να παρακολουθεί. Πόσο μάλλον αν είναι σε στολίσκο με την ακόμα πιο αργή Gowind… Απαιτείται λοιπόν εδώ η δημιουργία διαφορετικών σεναρίων-μεθόδων δράσης από το Πολεμικό Ναυτικό που να καλύπτουν αυτή την υστέρηση. Πιστεύουμε ότι γίνεται.
Συνεχίζουμε: Το σκάφος έρχεται με ένα ενδιαφέροντα συμβιβασμό στην αυτοάμυνα του. Δεν μπορεί να φορτώσει μεγάλο όγκο αντιαεροπορικών βλημάτων (ας όψεται εδώ η αδιαφορία ή η γαλλική αδυναμία να πιστοποιηθούν στον εκτοξευτή Sylver, έστω και κατά δυάδες ανά κελί, οι πύραυλοι μέσου βεληνεκούς MICA και CAMM). Τι έγινε λοιπόν και σωστά μετά από ελληνική απαίτηση; Να εξοπλιστεί το καράβι στο μέγιστο της χωρητικότητας του, με 32 πυραύλους, οπότε λογικά αυτοί έγιναν και το καλύτερο βλήμα που υπήρχε, το υψηλών επιδόσεων Aster 30 με εμβέλεια 100+ χιλιομέτρων. Αποτέλεσμα; Ένα καράβι που θα αντιμετωπίσει τα πάντα με το ίδιο πανάκριβο και πολύτιμο όπλο. Από αργοκίνητο τουρκικό Bayraktar με πυρομαχικά MAM-T των 100 κιλών το καθένα, έως τουρκικό αναβαθμισμένο F16 Block 50 με δύο πυραύλους cruise SOM, έως ομοβροντία ATMACA. Έχοντας ως last point defence ένα εκτοξευτή RAM, να μαζέψει ότι περάσει από τους Aster. Εικόνα δηλαδή καλή αλλά όχι ιδανική. Φυσικά και η τρέχουσα πραγματικότητα των σε υπηρεσία ελληνικών φρεγατών (ΜΕΚΟ και S) είναι ακόμη πιο προβληματική. Αλλά αυτό δεν αποτελεί σημείο σύγκρισης.
Γιατί όμως οι σύγχρονες γαλλικές -και όχι μόνο- φρεγάτες δεν έχουν μεγάλο φόρτο βλημάτων (κάτι όμως που φαίνεται να προβληματίζει πλέον); Γιατί προορίζονται να δρουν σε στολίσκους 3-4 παρεμφερών πλοίων, με ένα από αυτά -συνήθως πιο βαρύ- να είναι ειδικευμένο αντιαεροπορικής προστασίας, έχοντας παράλληλα όσο γίνεται και αεροπορική κάλυψη. Η γαλλική ιδιορρυθμία βέβαια φθάνει στο σημείο η δική τους φρεγάτα FREMM να έχει μόλις 16 ΑSTER, ενώ ως σκάφος άμυνας περιοχής προβάλλεται η FREMM-DA (η αντιαεροπορική εκδοχή) με 32 βλήματα. Και με κανένα από τα δύο πλοία, όπως και οι γαλλικές Belharra αλλά ακόμη και τα βαρύτερα αντιτορπιλικά κλάσης Horizon, να μη διαθέτουν σύστημα εγγύς προστασίας.
‘Ομως η φιλοσοφία αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί εύκολα στην Ελλάδα. Καθώς εμείς εδώ έχουμε ένα «ασφυκτικό» πεδίο μάχης μικρών αποστάσεων, με τη ναυτική σύγκρουση να προβλέπεται εντός πυκνών πυρών κάθε είδους και με μικρούς χρόνους αντίδρασης λόγω της αρχιπελαγικής γεωγραφίας. Ενώ δεν μπορούμε να υποθέτουμε ότι η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία θα μπορεί να απασχολεί σε 24η βάση τουλάχιστον 25-30 αεροσκάφη για να καλύπτει συνεχώς το στόλο μας σε φάσεις κρίσιμες. Δεν είναι αυτό δεδομένο όσο και να το θέλουμε.
Είναι «κομβικός» αυτός ο συμβιβασμός της FDI; Δηλαδή με όχι άφθονα, αλλά επίφοβα για τον εχθρό αντιαεροπορικά βλήματα; Εξαρτάται το πεδίο μάχης. Ευτυχώς εντός Αιγαίου/Κρητικού πελάγους, με τη συνδρομή των συστημάτων αεράμυνας στα νησιά, με την παρουσία της Αεροπορίας μας πυκνή (όχι σε κάλυψη των πλοίων αλλά στον ίδιο χώρο επιχειρήσεων), με την ορθή και μεγιστοποιημένη χρήση των συνεργατικών δυνατοτήτων των FDI με άλλα στοιχεία επιφανείας και αέρος, τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Αντίθετα, η προσθήκη στο ελληνικό οπλοστάσιο 96 πυραύλων Aster 30, θα δώσει σημαντικό όφελος στην αντιαεροπορική μας ικανότητα και με όπλο που η Τουρκία δεν γνωρίζει. Πόσο μάλλον αν στο αντιαεροπορικό δίκτυο μετέχουν και κορβέτες με τον ίδιο πύραυλο. (Κάνουμε νύξη εδώ για τις ακριβές ιταλικές κορβέτες κλάσης Doha που -θεωρητικά- εξοπλισμένες με γαλλικά ηλεκτρονικά και όπλα, δηλαδή πυραύλους Aster 30 και σύστημα μάχης SETIS, θα ήταν ότι καλύτερο, κατά την άποψη μας, για τον ρόλο βαριάς κορβέτας στο Ναυτικό μας. Κλείνει η παρένθεση, το θεωρούμε δύσκολο να συμβεί).
Αν όμως περιμένουμε πως μια FDI επικεφαλής ενός μικρού στολίσκου μικρότερων σκαφών, θα βρεθεί κάπου στην Ανατολική Μεσόγειο να μάχεται με ασφάλεια κατά πολλών τουρκικών επιθέσεων (γιατί θα είναι στόχος υψηλής αξίας), χωρίς αεροπορική κάλυψη, τότε αδικούμε και το καράβι και τη σεναριολογία μας.
Ποια πρόταση από τις ανταγωνιστικές, κάλυπτε καλύτερα στο θέμα «αντιαεροπορική προστασία»; Η ολλανδική στη υποσχόμενη «μεγάλη» διαμόρφωση με 32 κελιά ΜΚ41 και διπλό ραντάρ (με ανάλογο κόστος…), και η Ισπανική φρεγάτα F110, η ιταλική Bergamini όπως και η βρετανική Arrowhead 140, που έχουν τους χώρους να δεχθούν εξτρά αντιαεροπορικό οπλισμό. Με πιο προφανή επιλογή τους πυραύλους CAMM (ER) ως ελαφρύ, σχετικά προσιτό, ψυχρής εκτόξευσης βλήμα, έστω ως μετέπειτα προσθήκη. Εκεί πραγματικά φαινόταν η υπεροχή του μεγάλου πλοίου 6.000+ τόνων, που ακόμη και «μέτριο» σε φόρτο να το αγοράσεις, ξέρεις ότι έχει περιθώρια εξέλιξης και μπορεί να παρακολουθήσει την όποια απειλή.
Να κάνουμε και μια αναφορά στο πυροβόλο του γαλλικού σκάφους, το οποίο δεν θα είναι τεχνολογίας STRALES, δηλαδή κατευθυνομένων βλημάτων που μπορούν να λειτουργήσουν και σε αντιαεροπορικό ρόλο. Αυτή την έλλειψη δεν την καταλογίζουμε σχεδιαστικά στην FDI, μιας και είναι θέμα επιλογής του αγοραστή (της Ελλάδας δηλαδή). Μπορεί να διορθωθεί σε βάθος χρόνου και να προστεθεί. Το γιατί δεν επελέγη δεν είναι σαφές. Η μια εκδοχή λέει πως «δεν κρίθηκε επιχειρησιακά απαραίτητο», η άλλη πως «έπρεπε να συμπιεστεί το κόστος κι άλλο, ώστε το πλοίο να παραμείνει κοντά στην προβαλλόμενη τιμή του 1 δις ευρώ». Δεν έχουμε κάτι δημοσιοποιήσιμο εδώ να προσφέρουμε.
FDI, όπλο και όχι φαντασίωση
Αναφέραμε παραπάνω τα κύρια ζητήματα (ή προβλήματα ή ιδιαιτερότητες) της γαλλικής φρεγάτας. Όχι για να «καταρρίψουμε» την επιλογή. Αλλά για να δείξουμε πως η αγορά οπλικών συστημάτων δεν είναι η διαλογή που ίσως φαντάζει, όταν «μελετά» κανείς ένα πινακάκι τυπικών προδιαγραφών. Τέτοιες συγκρίσεις απλουστευτικές έγιναν πολλές στη διάρκεια της φρεγατιάδας. Μια σύγχρονη φρεγάτα όμως δεν πωλείται μέσω… φυλλαδίων αλλά μελετάται από δεκάδες πλευρές, απόδοσης, απειλών, χώρου δράσης, συνεργατικότητας, κόστους χρήσης και εξοπλισμού, εξειδίκευσης, δυνατότητας αναβάθμισης, αντοχών, επιχειρησιακών προτεραιοτήτων αλλά και δεσμεύσεων από τον κατασκευαστή, και με τις περισσότερες συνδυαστικά. Ώστε ο αλγόριθμος αξιολόγησης -με πολλαπλές βαρύτητες και κλιμακώσεις -να γίνεται ολοένα και πιο πολύπλοκος. Έτσι η τελική επιλογή, πέρα από την πολιτική-γεωπολιτική «καθοδήγηση» προς μια συγκεκριμένη λύση, έχει στόχο όχι την «τελειότητα» αλλά το δυνατόν ένα αρμονικό συμβιβασμό.
Πύραυλοι cruise SCALP στις ελληνικές φρεγάτες FDI; Όχι, δεν έχει νόημα
Τα καλά της FDI; Ισχυρό ραντάρ, εξελιγμένο σύστημα μάχης, καλά αντιαεροπορικά όπλα, πλήρες ανθυποβρυχιακό «πακέτο», αυτοματοποίηση, συνεργατικές ικανότητες. Τα ζητήματα της; Τα είπαμε ήδη (τα περισσότερα). Γενικότερα θέλει κόπο, χρόνο, χρήμα ένα τέτοιο πλοίο να το «μάθεις», να το αξιοποιήσεις κατάλληλα, να το συμπληρώσεις με τα κατάλληλα συνοδά σκάφη, να αγοράσεις εκείνα τα συστήματα που αξιοποιούν πλήρως τη δικτυοκεντρική του φιλοσοφία και την άμυνα του. Να το κάνεις δηλαδή ένα «κόμβο» ναυτικής μάχης και όχι να το πανηγυρίζεις ως «μονάδα».
Έχει η Ελλάδα τα περιθώρια να συνεχίσει την επένδυση αυτή; Είναι πρόθεση μας ο λειτουργικός προϋπολογισμός του Ναυτικού να ξεκολλήσει από τα ελάχιστα, 80 περίπου, εκατομμύρια το χρόνο; Έχουμε πλάνο επαύξησης του μειούμενου εξειδικευμένου προσωπικού; Έχουμε πρόγραμμα, εξωτερική πολιτική και κονδύλια για να υπηρετήσουμε την ακριβή γαλλική επιλογή και τη σχετική αμυντική και πολιτική δέσμευση με το Παρίσι; Θα φανεί. Σαφώς θέλουμε πολλά ακόμη. Και ενώ ο τίτλος του άρθρου μιλά για το τι “πληρώσαμε” στην παραγγελία των Belharra, τελικά η μεγαλύτερη επιβάρυνση θα είναι, είτε λόγω παραδοσιακής εγχώριας επανάπαυσης, είτε λόγω αδυναμίας μακροχρόνιου προγραμματισμού, να μη λάβουν οι ελληνικές FDI τη μακροχρόνια επένδυση που απαιτούν για να κυριαρχήσουν στο Αιγαίο.
ΥΓ1. Κλείνουμε καθώς γράψαμε κυρίως τα τεχνικά-επιχειρησιακά ζητήματα της FDI. Υποσχόμαστε όμως, ένα ακόμη συμπληρωματικό κείμενο για τα ευρύτερα γεωπολιτικά θέματα της «γαλλικής» στροφής της Ελλάδας, που εμπεριέχει και τους εξοπλισμούς. Ίσως εκεί να διαφανεί ένας νέος συγκερασμός ελπίδων, συμβιβασμών και υποχρεώσεων.
ΥΓ2. Μην παραλείψετε να διαβάσετε στο τρέχον τεύχος της ΠΤΗΣΗΣ (Ιανουάριος 2022) τα τελευταία νέα για την FDI κατευθείαν από τα ναυπηγεία της Naval Group. Το ρεπορτάζ εκεί έχει πολλά που θα σας φανούν ενδιαφέροντα. Επιπλέον στο προσεχές τεύχος μας (Φεβρουάριος 2022) η κάλυψη των ναυτικών εξοπλισμών μας συνεχίζεται με αναφορά στη Gowind 2500, τις υπόλοιπες υποψήφιες κορβέτες για το ελληνικό πρόγραμμα και αναλύσεις για την τεράστια σημασία να μην εγκαταλειφθούν οι ΜΕΚΟ 200HN.