Η γερμανική φρεγάτα Hessen είναι από τα πολεμικά πλοία που απασχόλησαν πρόσφατα την αμυντική επικαιρότητα διεθνώς. Καθώς, μετά από έγκριση της γερμανικής Βουλής για τη συμμετοχή της χώρας στην επιχείρηση της Ε.Ε., “Aspides”, μετακινήθηκε από τη νατοϊκή βάση της Σούδας στην Ερυθρά Θάλασσα. Εκεί, λίγο μετά την άφιξή της, έβαλλε στις 24 Φεβρουαρίου εναντίον άγνωστου UAV. Παρά λοιπόν το ότι οι Γερμανοί είχαν το καλύτερο πλοίο τους στην περιοχή, και εκτόξευσαν τους ικανότερους αντιαεροπορικούς πυραύλους τους (SM-2), τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως αναμενόταν καθώς και οι 2 πύραυλοι αστόχησαν.
Αυτό βγήκε σε καλό, γιατί ο στόχος τελικά ήταν ένα αμερικανικό MQ-9 Reaper, που πετούσε με απενεργοποιημένο τον πομποδέκτη IFF (δηλαδή το σύστημα που επιτρέπει την αναγνώριση του ως φίλιο). Ξεπερνώντας το γεγονός ότι Γερμανοί εκτόξευσαν για πρώτη φορά μετά τον Β’ΠΠ πυραύλους εναντίον αμερικανικού αεροσκάφους, αυτό που “άγγιξε” τις γερμανικές ευαισθησίες είναι η ανικανότητα του κορυφαίου πλοίου τους να καταρρίψει ένα αργό στόχο που πετούσε σε μεγάλο ύψος, ενώ δεν είχε καν σύστημα αυτοπροστασίας, και ούτε έκανε ελιγμούς αποφυγής! Πώς συνέβη αυτό;
Το ακόλουθο μεταφρασμένο απόσπασμα -όπως το καταγράφει το marineforum.online -προέρχεται από ενημέρωση του γερμανικού Kοινοβουλίου τις προηγούμενες ημέρες και δίνει νέα στοιχεία για το τι συνέβη.
“Στις 24/2/24, η φρεγάτα Hessen εντόπισε ένα ύποπτο αεροσκάφος UAV. Καθώς η διαδικασία για την ταυτοποίηση του στόχου απέτυχε, η Hessen ενημέρωσε τα πλοία και τα αεροσκάφη των συμμάχων στην περιοχή για το UAV και ξεκίνησε τα προβλεπόμενα από τους κανόνες εμπλοκής, μέτρα αυτοάμυνας. Οι πύραυλοι που εκτοξεύτηκαν δεν κατάφεραν να επιτύχουν τον στόχο τους, με αποτέλεσμα το UAV, το οποίο αργότερα αποδείχτηκε πως ανήκει σε συμμαχική χώρα, να μην καταρριφθεί. Αυτό οφείλεται σε τεχνικό σφάλμα ενός ραντάρ επί της φρεγάτας. Το σφάλμα αναγνωρίστηκε γρήγορα και διορθώθηκε αμέσως. Έτσι, δεν υπάρχουν πλέον προβλήματα στην αλυσίδα των διαδικασιών του συστήματος που χρησιμοποιήθηκε.”
Η φρεγάτα Hessen ανήκει στην κλάση F124 και έχει σχεδιαστεί για αντιαεροπορική άμυνα περιοχής. Μπορεί να εκτελέσει βέβαια αποστολές όπως κρούση επιφανείας και ανθυποβρυχιακό αγώνα. Αν και κόστισε αρκετά στους Γερμανούς φορολογούμενους, οι τελευταίοι μέχρι πρόσφατα θεωρούσαν πως έχουν ένα πλοίο υψηλών δυνατοτήτων στην υπηρεσία τους. Γερμανικά μέσα τονίζουν πως οι δυνατότητες της φρεγάτας είναι τόσο υψηλές, ώστε το Αμερικανικό Ναυτικό ζήτησε πρόσφατα πλοία της κλάσης για την ενίσχυση της άμυνας της ομάδας μάχης του αεροπλανοφόρου Gerald R Ford. Βέβαια το Γερμανικό Ναυτικό διαθέτει μόνο τρία από αυτά τα πανάκριβα πλοία, τα Sachsen, Hamburg και Hessen, αλλά προσέφεραν τις υπηρεσίες τους.
Ο συνδυασμός των προβλημάτων
Γερμανοί δημοσιογράφοι τονίζουν πως αυτό που λείπει από το πλοίο και το πλήρωμα του είναι η εμπειρία μάχης. Καθώς μέχρι στιγμής, το Γερμανικό Ναυτικό έχει δράσει σε επιχειρήσεις ενάντια σε πειρατές, σε αποστολές εμπάργκο, σε ανθρωπιστικής βοήθειας και σε ρόλο επίδειξης σημαίας.
Άλλο πρόβλημα ήταν πως ο στόχος εναντίον του οποίου εκτοξεύτηκαν οι 2 SM-2 πετούσε με πολύ χαμηλή ταχύτητα, τη στιγμή που οι πύραυλοι έχουν σχεδιαστεί να καταρρίπτουν ταχύτατα μαχητικά. Επιπλέον, το MQ-9 δεν πετούσε προς το πλοίο αλλά απομακρυνόταν (έστω και αργά), οπότε η πιθανότητα πλήγματος μειώνεται, καθώς δυσκολεύει ο υπολογισμός του σημείου στόχευσης, κάτι που ισχύει για όλα τα αντιαεροπορικά όπλα.
Στα τεχνικά τώρα ζητήματα: Η ηλικία των κύριων αισθητήρων, δηλαδή του ραντάρ SMART-L και του ραντάρ ελέγχου πυρός APAR, όπως και του συστήματος διαχείρισης μάχης αλλά και των πυραύλων SM-2, είναι από πλευράς τεχνολογίας, των τελών της δεκαετίας του 1990. Και όταν ο συνδυασμός τους μπήκε σε υπηρεσία στις αρχές του 2000, εμφάνιζε ήδη ζητήματα απαξίωσης, οπότε προφανώς η αποτελεσματικότητα του έχει χειροτερέψει στην εικοσαετία που έχει περάσει.
Εδικότερα, το ραντάρ SMART-L φαίνεται ότι λειτούργησε καλά, διαφορετικά δεν θα είχε ανιχνεύσει το αμερικανικό MQ-9 που πετούσε σε μεγάλη απόσταση και ύψος. Το πλήρωμα μάλλον έκανε και όλες τις διαδικασίες εμπλοκής σωστά. Το πρόβλημα φαίνεται να επικεντρώνεται στο ραντάρ APAR, που τροφοδοτούσε τους 2 πυραύλους με δεδομένα εμπλοκής, όπως και στη συνεργασία του με το SMART-L.
Αλλά αυτό το μειονέκτημα ήταν γνωστό στο γερμανικό Ναυτικό τουλάχιστον 10 χρόνια πριν και μάλιστα υπάρχουν επίσημες αναφορές. Και υπάρχει εισήγηση του γερμανικού ΓΕΝ για αντικατάσταση και των δυο. Έτσι το 2021 υπεγράφη συμβόλαιο με την εταιρεία Hensoldt για την τοποθέτηση του γερμανο-ισραηλινού ραντάρ μεγάλης εμβέλειας TRS-4D/LR ROT αντί του ολλανδικού SMART-L. Η ενσωμάτωση όμως του νέου ραντάρ στο “οικοσύστημα” της Thales αποδείχθηκε δύσκολη και η έναρξη υλοποίησης προβλέπεται μόλις το 2027!
Στα παραπάνω να προσθέσουμε εμείς και το ζήτημα της παλαιότητας και της επαναπιστοποίησης των πυραύλων SM-2 που αντιμετωπίζει το Γερμανικό Ναυτικό, όπως είχαμε γράψει σχετικά, σε μια πρώτη εκτίμηση του συμβάντος.
Γερμανικό Ναυτικό: “Μεγάλη ντροπή στην Ερυθρά Θάλασσα” ή έπεσε στα “ληγμένα”;
Οι Γερμανοί αναφέρουν και την έλλειψη συντονισμού της επιχείρησης Prosperity Guardian, η οποία γίνεται από την αμερικανική στρατιωτική διοίκηση Κέντρου (CENTCOM) μέσω της TaskForce 153 από το Μπαχρέιν. Και η πολυεθνική διαχείριση της επιχείρησης δεν είναι τόσο εύκολο να επιτευχθεί οπότε παραλίγο να είχαμε και μεγαλύτερο φιάσκο, αν γινόταν η κατάρριψη του Reaper.
Οι γερμανικές αποτυχίες δεν σταματούν στο αμερικανικό μη επανδρωμένο. Μετά το πρώτο περιστατικό, το βράδυ της 26ης Φεβρουαρίου η Hessen κατέρριψε δύο drones που πλησίαζαν από την ακτή της Υεμένης. Αρχικά, το πλοίο εντόπισε ένα στόχο στο ραντάρ του και λίγο αργότερα εκτόξευσε εναντίον του πύραυλο ESSM, ο οποίος επίσης απέτυχε! Οπότε το σκάφος κατέρριψε το drone με το πυροβόλο των 76mm. Περίπου 15 λεπτά αργότερα, εντοπίστηκε δεύτερο, το οποίο αντιμετωπίστηκε με τον εκτοξευτή RAM. Η επιτυχής χρήση και των δύο όπλων, τα οποία προορίζονται όμως για εμπλοκές σε κοντινές αποστάσεις λίγων χιλιομέτρων, υποδεικνύει πόσοι οι απειλές είχαν πλησιάσει το σκάφος.
Σε κάθε περίπτωση, οι Γερμανοί απέτυχαν να καταρρίψουν ιπτάμενους στόχους με μεσαίας ή μεγάλης εμβέλειας πυραύλους, τη στιγμή που το έχουν πετύχει οι Αμερικανοί, οι Βρετανοί και οι Γάλλοι στις ίδιες συνθήκες. Ένα ζήτημα δηλαδή που δείχνει και το πόσο πολυσύνθετη είναι η σχετική διαδικασία όπου όλο το οπλοσύστημα πρέπει να λειτουργεί αποδοτικά, σε μια μακρά αλυσίδα τεχνολογικών λύσεων και προσεκτικών ρυθμίσεων, συστηματικής συντήρησης, διαρκών ελέγχων και βέβαια, όσο γίνεται δοκιμών σε περιβάλλον πολύ ρεαλιστικό, πέρα δηλαδή από την προσεκτικά ενορχηστρωμένη “δοκιμή επίδειξης”.