Πολεμικό Ναυτικό/F70 AAW, MARINE NATIONALE ΚΛΑΣΗ CASSARD
ΑΝΤΙΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΑΜΥΝΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Το alter–ego των γαλλικών ASW φρεγατών/αντιτορπιλικών κλάσης F70 Georges Leygues είναι η έκδοση πλοίων αντιαεροπορικής άμυνας κλάσης Cassard με δύο πλοία. Το μοναδικό που απομένει πλέον σε υπηρεσία, το Jean Bart (D615), σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις έχει βάλει πλώρη ως «Ενδιάμεση Λύση» της γαλλικής πρότασης στο πρόγραμμα νέων φρεγατών και αναβαθμίσεων του ΠΝ, φλερτάροντας με το ατού που υποτίθεται ότι μπορεί να προσφέρει, δηλαδή ικανότητες AAAW (Area Anti–Aircraft Warfare), αν και μιας… άλλης εποχής.
ΤΟΥ ΦΑΙΔΩΝΑ Γ. ΚΑΡΑΪΩΣΗΦΙΔΗ
Η κλάση των δύο φρεγατών/αντιτορπιλικών Cassard, που ήταν περίπου σύγχρονη με τη δεύτερη υποπαρτίδα των πλοίων της κλάσης F70 Georges Leygues, σχεδιάστηκε για την αντικατάσταση των τεσσάρων μονάδων αντιαεροπορικής άμυνας της Α/Τ κλάσης T47.
Τα πλοία T47 ή Surcouf ήταν τα πρώτα μεγέθους αντιτορπιλικού που ναυπήγησε το Γαλλικό Ναυτικό μετά τον B΄ΠΠ, την περίοδο 1951-1954, τα οποία υπηρέτησαν έως και τα τέλη της δεκαετίας του 80. Από τα 12 που κατασκευάστηκαν συνολικά τρία έγιναν πλοία διοίκησης ως επικεφαλής στολίσκων συνοδών αεροπλανοφόρων, πέντε ήταν της ανθυποβρυχιακής έκδοσης και τέσσερα τροποποιήθηκαν ως DDG με εκτοξευτές Mk13 και βλήματα Standard SM-1.
Πιο συγκεκριμένα, τα Bouvet, Kersaint, Dupetit–Thouars και Du Chayla εκσυγχρονίστηκαν την περίοδο 1962-1965 με την αντικατάσταση των πρυμναίων πύργων πυροβολικού με έναν εκτοξευτή πυραύλων Tartar και μια καινούρια υπερκατασκευή για τους διπλούς καταυγαστήρες SPG-51, οι οποίοι υποστήριζαν το ΑΑ πυραυλικό σύστημα.
Αντικαταστάθηκαν από τα πλοία των κλάσεων Georges Leygues και Cassard αντίστοιχα. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι ο εκτοξευτής Mk13 και οι καταυγαστήρες των δυο μονάδων Cassard προήλθαν από τα T45/Surcouf, από τα οποία αφαιρέθηκαν όταν τα πλοία παροπλίστηκαν, ανακατασκευάστηκαν και επανατοποθετήθηκαν στις νεότερες ναυπηγήσεις.
Το πρώτο και ομώνυμο πλοίο της κλάσης, το Cassard (D614), ξεκίνησε να ναυπηγείται τον Σεπτέμβριο του 1982 και μπήκε σε υπηρεσία τον Φεβρουάριο του 1985, ενώ οι αντίστοιχες ημερομηνίες για το δεύτερο, το Jean Bart (D615), είναι ο Μάρτιος του 1986 και ο Μάρτιος του 1988. Η κατασκευή τού τρίτου και τέταρτου πλοίου της κλάσης (του Courbet D 616 και D 617) εγκρίθηκε μεν το 1983, η σχεδίαση όμως ήταν ήδη καθυστερημένη αρκετά χρόνια και στο μεσοδιάστημα είχε υποστεί σημαντικές αλλαγές.
Αρκετοί επισημαίνουν ότι το γεγονός αυτό και η κακή συγκυρία της απόφασης του US Navy να εγκαταλείψει το οπλοσύστημα Mk13/SM-1 υπέρ του SM-2, ως συνδυασμός οδήγησε τελικά σε αδιέξοδο, με αποτέλεσμα το Marine Nationale να ακυρώσει την κατασκευή των δυο τελευταίων μονάδων και να περιορίσει την κλάση σε μόνο δύο πλοία.
Οι δυο «υποκλάσεις» των F70, Georges Leygues και Cassard, μοιράζονται το ίδιο κύτος με υπερκατασκευή από αλουμίνιο, αλλά διαφέρουν σε πολλά άλλα χαρακτηριστικά. Ένα από τα κυριότερα είναι το συγκρότημα πρόωσης, στο οποίο η έκδοση ASW είχε υιοθετήσει διάταξη CODOG (COmbined Diesel Or Gas), δηλαδή δυο ντιζελοκινητήρες και δυο αεριοστρόβιλους που λειτουργούν εναλλακτικά.
Στις Cassard οι σχεδιαστές έκριναν ότι η παροχέτευση και εξαγωγή των -υψηλής θερμοκρασίας- καυσαερίων των αεριοστροβίλων δεν μπορούσε να γίνει με ασφάλεια για τις πολλαπλές και μεγάλου μεγέθους στοιχειοκεραίες ραντάρ των πλοίων AAAW. Έτσι η CODOG εγκαταλείφθηκε υπέρ μιας διάταξης «Diesel Only» με συνολική εγκατεστημένη ισχύ 42.000 ίππων, που προσδίδει ικανότητα ανάπτυξης ταχύτητας 29,5 κόμβων και επιτυγχάνει εμβέλεια 8.000 ναυτικών μιλίων (με 17 κόμβους). Το γεγονός, που ήταν και μια από τις αιτίες των καθυστερήσεων που προαναφέραμε, δημιούργησε τελικά δύο κλάσεις πλοίων με σημαντική διαφοροποίηση αντίθετα με την αρχική πρόθεση μίας κλάσης με δύο εκδόσεις.
Η εγκατάσταση του εκτοξευτή Mk13 με την αποθήκη αναχορηγίας 40 Standard SM-1MR από κάτω του κυριαρχούσαν στο πίσω μέρος του πλοίου, έχοντας ουσιαστικά διαμορφώσει όλες τις υπόλοιπες υποδομές. Για παράδειγμα, η κλάση Cassard διαθέτει ελικοδρόμιο με σύστημα διαχείρισης SAMAHE-10 (Systeme Automatique de Manutention des Helicopteres Embarques) και υπόστεγο, αν και μόνο ένα αντί των δύο των Georges Leygues. Η υποδομή ήταν στενά συνυφασμένη με ελικόπτερα μεγέθους Westland Lynx (των 7-8 τόνων) και όταν αυτά αποσύρθηκαν, δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν τους διαδόχους τους, τα NH90 NFH-Caiman, ή οποιονδήποτε τύπο στην κατηγορία των 10 τόνων.
Ο κύριος ρόλος των πλοίων της κλάσης Cassard ήταν η παροχή αντιαεροπορικής προστασίας ως συνοδά σε αεροπλανοφόρα και ελικοπτεροφόρα αποβατικά, σχηματισμούς πλοίων σε επιχειρήσεις, νηοπομπές και εγκαταστάσεις σε παράκτιες περιοχές μέσω του κύριου οπλικού συστήματος, δηλαδή των πυραύλων SM-1MR RIM-66E Block VI. Στο πλαίσιο αυτό είχαν επίσης καθήκοντα διαχείρισης και συντονισμού άλλων αντιαεροπορικών μέσων, με την υποβοήθηση Link 16 μετά τον εκσυγχρονισμό τους (βλέπε παρακάτω).
Οι εξελίξεις στη συγκεκριμένη κλάση τη δεκαετία του 2000 και 2010 σχετίζονται με τις ανακατατάξεις στους σχεδιασμούς του Γαλλικού Ναυτικού για μια σειρά λόγων, περιλαμβανομένης και της οικονομικής στενότητας για μια μεγάλη περίοδο, με έξαρση το διάστημα 2011-2015 λόγω της οικονομικής κρίσης στην Ευρωζώνη.
Να θυμίσουμε ότι Γαλλία, Ιταλία και Ηνωμένο Βασίλειο είχαν υπογράψει συνυποσχετικό το 2003 για το πρόγραμμα φρεγατών νέας γενιάς CNGF (Common New Generation Frigate), σε συνέχεια της κατάρρευσης του ΝΑΤΟϊκού προγράμματος NFR-90 (NATO Frigate Replacement for the 90). Σύμφωνα με εκείνο το MOU, το Ηνωμένο Βασίλειο θα αγόραζε 12 πλοία για την αντικατάσταση των αντιτορπιλικών Τύπου 42, η Ιταλία έξι για την αντικατάσταση των A/T κλάσεων Doria και Audace, ενώ η Γαλλία θα αποκτούσε τέσσερα ως διαδόχους των Α/Τ κλάσεων Suffren και F70 AA (Cassard).
Η συμφωνία όμως αποδείχθηκε βραχύβια, αφού λόγω διαφορετικών επιχειρησιακών απαιτήσεων και συνεπακόλουθων διαφωνιών στις προδιαγραφές οι δυο πρώτες συνέχισαν με το πρόγραμμα πλοίων AAAW κλάσης Horizon, ενώ το Βασιλικό Ναυτικό προχώρησε με τα αντιτορπιλικά Τύπου 45. Η γαλλική πρόθεση όμως, εξαιτίας και του κλιμακούμενου κόστους, περιορίστηκε σε παραγγελία δύο Horizon (Forbin D620 και Chevalier Paul D621), αφήνοντας τελικά μετέωρη τη διαδοχή των Cassard.
Η λύση βρέθηκε, ως γνωστόν, με την υιοθέτηση της πρότασης της DCNS (σήμερα Naval Group) για την ΑΑ έκδοση των FREMM, που έγινε γνωστή ως FREDA (FREgates de Defense Aeriennes) και αργότερα ως FREMM DA. Στην πραγματικότητα η ανατροπή του σχεδιασμού των Marine Nationale ήταν πολύ πιο βαθιά και ευρεία, αφού αρχικά ο προγραμματισμός στις αρχές της δεκαετίας του 2000 αφορούσε σε 4 Horizon και 17 FREMM (9 ανθυποβρυχιακές προς αντικατάσταση των κλάσεων Tourville και Georges Leygues, 8 γενικής χρήσης προς αντικατάσταση της κλάσης D’Estienne d’Orves).
Το 2005 ανακοινώθηκε η παραγγελία των 8 πρώτων με προαίρεση για τις υπόλοιπες. Η ακύρωση των δυο Horizon και η υιοθέτηση των FREDA (με ενισχυμένο φόρτο 32 ASTER-15/30 σε τέσσερις οκταπλούς Sylver 50 έναντι των 48 βημάτων σε έξι οκταπλούς εκτοξευτές VLS των Horizon) έβαζε στο κάδρο την τροποποίηση των δυο τελευταίων πλοίων της κλάσης.
Το 2008 όμως, με το κόστος των FREMM να αυξάνει και τον γαλλικό προϋπολογισμό Άμυνας να συρρικνώνεται, το πρόγραμμα περικόπηκε κατά έξι μονάδες για ένα σύνολο 11 πλοίων, 9 ASW και 2 AAW. Το 2011 με την έναρξη της οικονομικής κρίσης υπήρξε νέα περικοπή, που επισημοποιήθηκε το 2013 και περιόριζε τις FREMM σε μόλις 8 συνολικά, ενώ έθετε και υπό αμφισβήτηση το πρόγραμμα των FREDA.
Το 2015 ανακοινώθηκε ότι το πρόγραμμα των FREMM θα απέδιδε τελικά οκτώ μονάδες, με τις δύο τελευταίες να είναι πλοία της έκδοσης αντιαεροπορικής άμυνας (τα οποία τότε πρωτοαναφέρθηκαν ως FREMM DA), ενώ έγινε για πρώτη φορά μνεία της προοπτικής αντικατάστασης των FREMM ASW που περικόπηκαν (Νο7 έως Νο11) με πέντε μονάδες μιας καινούριας (οικονομικότερης) σχεδίασης, η οποία αργότερα έγινε γνωστή ως FTI (ή Belh@rra με το εμπορικό όνομα της DCNS/Naval Group).
Η συρρίκνωση του αριθμού των FREMM (που διαμοίρασε την επένδυση έρευνας και ανάπτυξης της κλάσης σε λιγότερες μονάδες) και η χρονική εξάπλωση του προγράμματος στα 15 χρόνια είχε ως αποτέλεσμα τη διόγκωση του κόστους στα €8,49 δις για 8 πλοία, έναντι του αρχικού προϋπολογισμού €8,24 δις… για 17!
Η εξαγωγή των δυο FREMM στην Αίγυπτο και το Μαρόκο δεν βελτίωσαν την κατάσταση, ενώ πολλοί υποστηρίζουν ότι η «παραφορτωμένη» τιμή λόγω των χρεώσεων υψηλού ποσοστού του κόστους R&D κατέστρεψε τις ελπίδες περαιτέρω διεθνών πωλήσεων. [Υπό το πρίσμα των παραπάνω, η ακύρωση του προγράμματος του ΠΝ για την προμήθεια των 6 FREMM-ΗΝ στα τέλη της δεκαετίας του 2000 αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα όχι μόνο για την DSCN άμεσα, αλλά και για το Γαλλικό Ναυτικό έμμεσα.
Οι προοπτικές και οι μετέπειτα εξελίξεις του προγράμματος των γαλλικών FREMM θα ήταν πολύ καλύτερες, εάν ο τύπος είχε ενταχθεί σε ελληνική υπηρεσία, δηλαδή σε ένα ακόμη ΝΑΤΟϊκό ναυτικό, έστω και σε μικρότερους αριθμούς από την αρχική πρόβλεψη (οι περισσότερες εκτιμήσεις μετά τη σημαντική κλιμάκωση του κόστους της ελληνικής έκδοσης αναφέρονταν σε 4 πλοία).]
Επιστρέφοντας στις αρχές της δεκαετίας του 2010 και στα… «μετέωρα» τότε πλοία της κλάσης Cassard, οι παραπάνω εξελίξεις σήμαιναν ότι θα έπρεπε να παραμείνουν σε υπηρεσία τουλάχιστον έως τις αρχές της δεκαετίας του 2020, αναμένοντας την άφιξη των FREDA/FREMM DA. Για να διατηρηθούν όμως ικανά για τον κύριο ρόλο τους αυτό το χρονικό διάστημα, υπήρχε πλέον επιτακτική απαίτηση για την αναβάθμιση των αντιαεροπορικών δυνατοτήτων τους.
Έτσι, τον Απρίλιο του 2012 το Jean Bart αντικατέστησε το παλαιό ραντάρ 3D έρευνας αέρος DRBJ-11B με το πολύ πιο ικανό 3D έρευνας αέρος-επιφανείας SMART-S Mk2, ενώ έναν χρόνο αργότερα η ίδια αναβάθμιση υλοποιήθηκε και στο δεύτερο πλοίο της κλάσης, το Cassard. To συγκεκριμένο ραντάρ της Thales Nederland (που μάλλον περιλαμβάνεται και στην πρόταση της Naval Group για τον εκσυγχρονισμό των MEKO 200HN), επιλέχθηκε λόγω του χαμηλού κόστους, της ευκολίας ενσωμάτωσης και των υψηλών επιδόσεων που προσφέρει.
Να θυμίσουμε ότι το ραντάρ στην έκδοση Mk2 λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων «S» (2-4 GHz), με διαμόρφωση επιτήρησης ή αεράμυνας και παρέχει μέγιστη εμβέλεια 250 km (ρεαλιστικά, 50 km για στόχο με μέγεθος βλήματος και 200 km για ΑΦΝΣ). Σύμφωνα με την κατασκευάστρια εταιρεία, μπορεί να διαχειρίζεται 500 στόχους και έχει δύο κύριες διαμορφώσεις: μέσης εμβέλειας (150 km) με ρυθμό περιστροφής 27 σ.α.λ και μεγάλης εμβέλειας (250 km) με 13,5 σ.α.λ., πλήρως αυτοματοποιημένη διαδικασία αποκάλυψης και ιχνηλάτησης, ενώ διαθέτει υποδομή εφαρμογής ECCM για την αντιμετώπιση αντιμέτρων.
Τα πλοία διατηρούν το παλαιό ραντάρ έρευνας DRBV-26C (TRS-3011) Jupiter IIS της Thomson-CSF (σήμερα Thales Group) για έγκαιρη προειδοποίηση, με ικανότητα αποκάλυψης στόχων έως και τα 280 km και δυνατότητα ταυτόχρονης ιχνηλάτησης 64 εξ αυτών. Είναι αξιοσημείωτο ότι η επόμενη έκδοση DRBV-26D Jupiter 08 είναι ένα υβριδικό σύστημα που συνδυάζει τα ηλεκτρονικά τού DRBV-26C με βελτιωμένη υποδομή επεξεργασίας σημάτων και την κεραία τού Signaal LW.08, αυξάνοντας την εμβέλειά του. Η συγκεκριμένη έκδοση εγκαταστάθηκε στο αεροπλανοφόρο Charles de Gaulle στον πρώτο εκσυγχρονισμό του το 2001, ενώ εξοπλίζει και τις εξαγωγικές La Lafayette (πλην των σιγκαπουριανών, βλέπε αναφορά στο προηγούμενο τεύχος μας «Πτήση» 11, ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2021).
Ο εκσυγχρονισμός επαύξησε τις ΑΑ δυνατότητες της κλάσης, αλλά το Γαλλικό Ναυτικό αντιμετώπισε ένα άλλο δυνητικό πρόβλημα και πάλι με τους πυραύλους SM-1, για δεύτερη φορά στην καριέρα των Cassard. Ενώ τα πλοία της κλάσης υλοποιούσαν το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού, το Αμερικανικό Ναυτικό ανακοίνωσε στη σύνοδο ISMUG (International STANDARD Missile Users Group) του 2012 ότι κάθε υποστήριξη του SM-1 θα τερματιζόταν οριστικά πέραν του 2020, προειδοποιώντας τους χρήστες του συστήματος για την έγκαιρη αντικατάστασή του. Η συγκυρία δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερη για το Marine Nationale λόγω της αβεβαιότητας που υπήρχε σχετικά με τον προγραμματισμό των ναυπηγικών του προγραμμάτων, μεσούσης της οικονομικής κρίσης, ειδικά σε ό,τι αφορούσε στην αντικατάσταση των Cassard.
Γαλλικά δημοσιεύματα της περιόδου αναφέρουν ότι εξετάστηκε η πιθανότητα αντικατάστασης των SM-1 με SM-2 Block IIIA, ενδεχόμενο για το οποίο η κατασκευάστρια Raytheon υποστήριζε ότι ήταν δυνατό (βλέπε αντίστοιχο πρόγραμμα του Βασιλικού Ναυτικού της Αυστραλίας) με απαίτηση δύο -περιορισμένης έκτασης- ORDALT (ordnance alterations) στον εκτοξευτή Mk13. Απαιτούνταν επίσης τροποποιήσεις (software και hardware) και στην υπόλοιπη «αλυσίδα» της διαδικασίας ενεργοποίησης, εκτόξευσης και καθοδήγησης των πυραύλων, ενώ σε ό,τι αφορούσε στους καταυγαστήρες SPG-51, θα έπρεπε να αναβαθμίσουν την υποδομή των πομπών CWI (CWI Transmitter). Για την πλήρη αξιοποίηση του πολύ μεγαλύτερου «φακέλου» εμπλοκής στόχων των SM-2 έναντι των προκατόχων τους θα χρειαζόταν αλλαγές, αν και πάλι ελάσσονες, στο σύστημα διαχείρισης μάχης.
H κλάση F70 ως «Ενδιάμεση Λύση»
Θα πρέπει κατ’ αρχάς να διευκρινιστεί ότι, εάν η γαλλική πρόταση περιλαμβάνει (και μέχρι αποδείξεως του εναντίου) τα «εναπομείναντα» πλοία της συνολικής κλάσης F70, αυτά αφορούν πιθανότατα τα δυο τελευταία της έκδοσης ASW (ή ASM, όπως είναι γνωστά στο Marine Nationale), τη Φ/Γ Lamotte–Picque (D645), η οποία αποσύρθηκε και επίσημα στις 13 Οκτωβρίου 2020, και τη Latouche–Treville (D646), η οποία υπηρετεί ακόμη (με προοπτική απόσυρσης το 2022) μαζί με τη μοναδική φρεγάτα της έκδοσης αντιαεροπορικής άμυνας που έχει μείνει, τη Jean Bart (D615), η οποία είναι προγραμματισμένο να αποσυρθεί μέσα στο τρέχον έτος.
Να υπογραμμίσουμε ότι η Φ/Γ Cassard (D614), αν και αποσύρθηκε σχετικά πρόσφατα (15 Μαρτίου 2019), έχει ήδη πλήρως αποψιλωθεί (όπως διακρίνεται και στη σχετική φωτογραφία) και το «κουφάρι» της βρίσκεται στο εναποθετήριο παλαιών πλοίων στην Τουλόν εν αναμονή διάθεσης για διάλυση. Στην καλύτερη δηλαδή περίπτωση η γαλλική πρόταση -για δύο πλοία- μπορεί να περιλάβει με «hot transfer» (δηλαδή με την παραχώρηση πλοίων εν λειτουργία) τη Jean Bart και τη Latouche–Treville, ενώ ίσως δοθεί και η Lamotte–Picque (εάν δεν έχει ήδη ξεκινήσει η αποψίλωσή της) είτε για αξιοποίηση είτε ως πηγή ανταλλακτικών.
Με άλλα λόγια, η πρόταση συνίσταται στην παραχώρηση δύο πλοίων, που, όπως προαναφέρθηκε, δεν ανήκουν σε εκδόσεις της ίδιας κλάσης, αλλά σε δύο υποκλάσεις με σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στη μακροχρόνια περαιτέρω χρήση τους. Επιπλέον, οι δυο τύποι φρεγατών, εάν τα παραπάνω πλοία παραχωρηθούν στο ΠΝ, αποχωρούν πλήρως από τις τάξεις του Γαλλικού Ναυτικού, γεγονός που λειτουργεί άκρως αρνητικά για τις δυνατότητες υποστήριξής τους, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι και το ίδιο το Marine Nationale τα αξιοποιούσε μέσα στη δεκαετία του 2010 με προσπορισμό παλαιότερων μονάδων, έχοντας προφανώς εξαντλήσει πλέον αυτή τη δυνατότητα. Το ερώτημα για το «πόσο εύκολο ή και δυνατόν είναι να υποστηριχθούν δυο -διαφορετικά- πλοία, που υφίστανται σε μια μονάδα το καθένα και δεν έχουν καμία συνάφεια οπλισμού και εξοπλισμού με αυτόν που χρησιμοποιεί το ΠΝ» δεν έχει εύκολη απάντηση.
Αναφορικά με τις δυνατότητές τους, πέραν των αναλύσεων που προηγήθηκαν, να υπογραμμίσουμε και τα παρακάτω.
Η Φ/Γ Latouche–Treville (D646) εμφανίζεται -λόγω έτους ναυπήγησης- να είναι περίπου «συνομήλικη» με την κλάση Φ/Γ ΥΔΡΑ και να έχει συμπληρώσει 30 χρόνια υπηρεσίας, αλλά ουσιαστικά αντιπροσωπεύει ναυπηγικά και εξοπλιστικά δόγματα της δεκαετίας του 60 και του 70, δηλαδή 20 ετών παλαιότερα από τις ΜΕΚΟ 200HN. Υπό αυτή τη λογική, η γαλλική φρεγάτα είναι «συνομήλικη» των ελληνικών Φ/Γ τύπου «S», έστω και εάν ναυπηγήθηκε πολλά χρόνια αργότερα. Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι το γαλλικό πλοίο έχει υποστεί αρκετές αναβαθμίσεις στη διάρκεια της καριέρας του, που συνέβαλαν στη διατήρηση ή και ανανέωση των επιχειρησιακών ικανοτήτων του.
Η Φ/Γ Latouche–Treville είχε αξιόλογες δυνατότητες ανθυποβρυχιακού αγώνα και αντιπροσώπευε την επιτομή του δόγματος «Hunter-Killer» με χρήση δυο ελικοπτέρων Lynx. Εκ των πραγμάτων όμως αποδεικνύεται ότι μετά την απόσυρση των τελευταίων η γαλλική φρεγάτα δεν μπορεί να υποστηρίξει Α/Υ ελικόπτερα 10 τόνων (όπως είναι τα ελληνικά S-70B/MH-60R), ούτε στο ελικοδρόμιο, ούτε στο υπόστεγό της. Οι πιθανότητες μετασκευής της, αν και θεωρητικά είναι δυνατές, πρακτικά κινούνται στη σφαίρα του απίθανου.
Η φρεγάτα θα μπορούσε ίσως να υποστηριχθεί από Ε/Π ΑΒ.212ASW, τύπος όμως που βρίσκεται ήδη σε περιορισμένη υπηρεσία με το ΠΝ και θα αποσυρθεί με την παραλαβή των 7 (πλέον) υπό παραγγελία MH-60R. Είναι προφανές ότι χωρίς ελικόπτερο δεν μπορεί να θεωρηθεί πλατφόρμα Α/Υ πολέμου, ακόμη και αν ο αντίστοιχος εξοπλισμός ASW (από όσο είναι γνωστό, σόναρ επί γάστρας DUBV-23 και VDS DUVB-43C) παραμένει ικανοποιητικός (με το «κενό» που άφησε η αποξήλωση του TACTASS DSBV-61B).
Η D646 διαθέτει ραντάρ DRBV-15Α ως τον μοναδικό αισθητήρα έρευνας, αποκάλυψης και ιχνηλάτησης στόχων αέρος και επιφανείας, που αναφέρεται ότι έχει καλές επιδόσεις σε αποστάσεις έως τα 100 km. Παρ’ όλα αυτά, και το συγκεκριμένο σύστημα έχει πρακτικά αποσυρθεί από υπηρεσία (παραμένει σε χρήση το DRBV-15C, που είναι αντίστοιχο με διαφορετική κεραία). H έρευνα-ιχνηλάτηση-πρόσκτηση στόχων υποβοηθείται και από το πολύ σύγχρονο IRST DIBV-2A Vampyr, που αποτελεί τυπικό Ε-Ο/ΙR εξοπλισμό όλων των μεγάλων γαλλικών ναυτικών μονάδων.
Η «αχίλλειος πτέρνα» της Φ/Γ Latouche–Treville είναι η αντιαεροπορική άμυνα, αφού ακόμη και εάν υποτεθεί ότι ο 8πλός Crotale EDIR μπορεί να υποστηριχθεί, προσφέρει ελάχιστη προστασία έναντι των περισσότερων σύγχρονων απειλών. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, όπως αναλύσαμε στο προηγούμενο τεύχος μας, το Marine Nationale αφαιρεί τους εκτοξευτές αυτούς από τις τρεις φρεγάτες κλάσης La Fayette που προτίθεται να διατηρήσει σε υπηρεσία και τους αντικαθιστά… με ανακαινισμένους Sandral (με βλήματα Mistral Mk3), οι οποίοι έρχονται από προσπορισμό των αποσυρθέντων φρεγατών κλάσης Georges Leygues!
Οι Φ/Γ F70 βασίζονται στην «κλασική» γαλλική φιλοσοφία της αντιπυραυλικής προστασίας αποκλειστικά μέσω συστημάτων «soft-kill», δηλαδή διατάξεων ηλεκτρονικών αντιμέτρων (ARBB-36) και αναλωσίμων ΗΠ (Syllex), που είναι πλήρως ασύμβατη με τα δόγματα του ΠΝ.
Η Φ/Γ Jean Bart (D615) διαθέτει αξιόλογες δυνατότητες AAW, αν και πολλοί θεωρούν ότι οι εμβέλειες των RIM-66 Standard-E SM-1MR δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τον ισχυρισμό ότι παρέχει «αντιαεροπορική άμυνα περιοχής», παρά την ύπαρξη του 2-D SMART-S (που συνεπικουρείται από ένα DRBV-26C και ένα IRST DIBV-2A Vampyr).
Προβάλλεται από κάποιους η θέση ότι η κλάση των (πρώην) αυστραλιανών (και νυν χιλιανών) Φ/Γ Adelaide, η οποία είχε προταθεί ως (ανεξάρτητη) «ενδιάμεση λύση» για το ΠΝ, διέθετε αντίστοιχη υποδομή. Οι υποστηρικτές της επιλέγουν να… ξεχνούν ότι οι Adelaide είχαν υποστεί εκτεταμένο εκσυγχρονισμό υπό το πρόγραμμα SEA 1390. Για να φρεσκάρουμε τη μνήμη, να υπενθυμίσουμε ότι οι τέσσερις τελευταίες φρεγάτες του RAN είχαν αναβαθμίσει τον εκτοξευτή Mk13, ώστε να μπορεί να βάλλει SM-2MR και RGM-84 Harpoon, και (και το κυριότερο) είχε τοποθετηθεί και ένας 8πλός Mk41 με ESSM, συνδυασμός που προσέφερε εξαιρετική ΑΑ προστασία, ενώ ως γνωστόν οι Adelaide διέθεταν και Phalanx CIWS Block 1B. Η D615 περιορίζεται στην ίδια «λύση» εγγύς ΑΑ άμυνας με εκτοξευτές Sandral/Mistral, αν και στην προκειμένη περίπτωση 6πλούς. Αντίστοιχα υιοθετεί πακέτο παρεμβολέων ARBB-33 και εκτοξευτών αναλωσίμων Syllex.
Όπως η κλάση Georges Leygues, έτσι και η κλάση Cassard στηρίχθηκε σε ελικόπτερα Lynx, η απόσυρση των οποίων έχει αφήσει τα εναπομείναντα πλοία σε χρήση πρακτικά χωρίς εναέρια μέσα μάχης, παρά μόνο με AS565 Panther… γενικής χρήσης. Αντίστοιχα με τη Φ/Γ Latouche–Treville και η Jean Bart δεν μπορεί να υποστηρίξει ελικόπτερα S-70B/MH-60R.
Υπό το πρίσμα όλων των παραπάνω, η παραχώρηση των δύο φρεγατών στο πλαίσιο της γαλλικής πρότασης για το πρόγραμμα του ΠΝ αποτελεί «αδύναμο κρίκο» και στον τομέα αυτό υπολείπεται σημαντικά άλλων προτάσεων που έχουν δει το φως της δημοσιότητας για «ενδιάμεση λύση». Είναι πολλοί μάλιστα αυτοί που εκφράζουν απορία ακόμη και για το γεγονός ότι προτάθηκαν τα δυο πλοία και θεωρούν ότι ίσως τελικά αποτελεί γαλλικό ελιγμό με τελικό «χαρτί στο μανίκι» τις δυο La Fayette.