Το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των φρεγατών κλάσης MEKO200HN του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού (ΠΝ) έχει υπάρξει αντικείμενο έντονων συζητήσεων και αλλαγών πορείας τα τελευταία χρόνια. Και αντικατοπτρίζει τις οικονομικές, πολιτικές και τεχνολογικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει το ΠΝ σήμερα συν τις αλλαγές πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας.
Το ΠΝ, αντιμετωπίζοντας τις πιεστικές ανάγκες για την ενίσχυση του, προχώρησε σε επιλογή της κοινοπραξίας TKMS-Thales για τον εκσυγχρονισμό. Ωστόσο, η εξέλιξη αυτής της συνεργασίας δεν ήταν απαλλαγμένη από προβλήματα και ανατροπές, όπως πολλές φορές έχουμε αναλύσει μέσω αυτής της σελίδας.
ΑΝΑΛΥΣΗ: Εκσυγχρονισμός φρεγατών ΜΕΚΟ200ΗΝ, ένα δράμα πολλών επεισοδίων
Κάποια στιγμή έγινε φανερό για το ΠΝ, ότι το κόστος του εκσυγχρονισμού των φρεγατών θα φτάσει το 1 δισεκατομμύριο ευρώ, αντί των 600 εκατομμυρίων που είχαν αρχικά προβλεφθεί (ακόμη ψάχνουμε να βρούμε πως προέκυψε αυτό το ποσό), οπότε αυτό ανάγκασε την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία να επανεξετάσει τις αρχικές της εκτιμήσεις. Θέλουμε να τονίσουμε, πως η σελίδα από την πρώτη στιγμή τόνιζε πως αυτό θα ήταν το κόστος, κι όχι τα “αισιόδοξα” 600 εκ. ευρώ. Αυτή η αύξηση στα κόστη αναδεικνύει τις δυσκολίες στην πρόβλεψη και τον έλεγχο των δαπανών σε τέτοια μεγάλης κλίμακας αμυντικά προγράμματα, ειδικά αν υπάρχουν κάποιοι που δεν θέλουν να προχωρήσει το πρόγραμμα.
Έτσι μετά από εκτεταμένες διαπραγματεύσεις και αξιολογήσεις των διαφορετικών προτάσεων που έφερε η κοινοπραξία, το ΠΝ αποφάσισε να αναθεωρήσει την προσέγγισή του. Αντί να προχωρήσει με μια από τις προτάσεις που του είχαν υποβληθεί, καταλήγει στο να αγοραστούν μόνο τα ηλεκτρονικά συστήματα από την Thales, συμπεριλαμβανομένου του Συστήματος Διαχείρισης Μάχης TACTICOS 2, του ραντάρ NS-100, του ραντάρ ελέγχου πυρός STIR και του συστήματος ESM. Αυτή η μέθοδος στοχεύει στη μείωση του κόστους, μέσω της αυτοτελούς εγκατάστασης των συστημάτων από το ίδιο το ΠΝ, με τη μέθοδο της αυτεπιστασίας! Το οποίο θα αναλάβει και τις όποιες επισκευές θα χρειαστούν σε μηχανολογικά, ηλεκτρικά, κ.λπ. συστήματα.
Ωστόσο, αυτό σημαίνει ότι το ΠΝ θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της εγκατάστασης και της ολοκλήρωσης των νέων συστημάτων μόνο του, μια διαδικασία που είναι τεχνικά απαιτητική και χρονοβόρα. Κι ενώ ποτέ άλλοτε, δεν έχει επιχειρήσει μια τέτοια κίνηση σε τέτοιο εύρος, και με τόσο τεχνολογικό και οικονομικό ρίσκο.
Ένα άλλο ζήτημα που προκύπτει από αυτήν την απόφαση αφορά μια λύση που ακολουθήθηκε και στις φρεγάτες κλάσης S. Τότε, το ΠΝ αποφάσισε να εκσυγχρονίσει μόνο 6 από τις 10 φρεγάτες. Έτσι, με τα απάρτια που αφαιρέθηκαν από τις 6 εκσυγχρονισμένες, το ΠΝ κράτησε σε υπηρεσία τις άλλες 4 (τώρα 3, αφού λίγο μετά αποσύρθηκε η ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ). Βέβαια, τότε τον εκσυγχρονισμό δεν τον έκανε το ΠΝ, αλλά τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, φυσικά με την εμπλοκή στελεχών του ΠΝ. Στελεχών, που η συντριπτική τους πλειοψηφία τώρα έχει αποστρατευτεί.
Έτσι έχει επίσης ξεκινήσει συζήτηση για την αναβάθμιση μόνο δύο ή τριών από τις φρεγάτες ΜΕΚΟ200ΗΝ, με την ελπίδα ότι τα ανταλλακτικά που θα αφαιρεθούν από αυτές θα χρησιμοποιηθούν για να κρατήσουν σε υπηρεσία για λίγα χρόνια ακόμη, τις/τη μη εκσυγχρονισμένες. Αυτή η προσέγγιση, ενώ θεωρητικά ακούγεται πρακτική από οικονομικής άποψης, θα οδηγήσει σε ασυμμετρίες στις ικανότητες των διαφόρων μονάδων του Στόλου, δημιουργώντας προβλήματα στον συντονισμό και την αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων, χωρίς να αναφέρουμε το αναμενόμενο χάος σε θέματα εκπαίδευσης αλλά και υποστήριξης. Με λίγα λόγια, το αρχικό χαμηλότερο κόστος, θα οδηγήσει σε πολύ μεγαλύτερα μεταγενέστερα κόστη.
Ναυτικό ισοζύγιο στο Αιγαίο: πως οι Τούρκοι εκσυγχρονίζουν τις δικές τους MEKO 200TN – Μέρος Α΄
Πρέπει να τονίσουμε, πως η απόφαση να προχωρήσει ο εκσυγχρονισμός των ΜΕΚΟ200ΗΝ με την γερμανο-ολλανδική κοινοπραξία, είχε ανέκαθεν ένα δύσκολο σημείο. Το ΥΠΕΘΑ έπρεπε να φέρει τη σύμβαση στη Βουλή για νομοθετική ρύθμιση, καθώς ήταν μια ακόμη απευθείας ανάθεση (όπως οι FDI, τα Rafale κ.ο.κ.). Το “αστείο” είναι, πως αν προχωρήσουμε μόνο με την Thales, το πρόβλημα δεν λύνεται, καθώς και πάλι θα πρέπει να έρθει η σύμβαση στη Βουλή ως σχέδιο Νόμου, και θα πρέπει ο ΥΕΘΑ να επιχειρηματολογήσει υπέρ της, και να δεσμευτεί κοινοβουλευτικά για την ορθότητα της επιλογής. Μια επιλογή, που πλέον περιλαμβάνει το ρίσκο, έναν integrator όπως η TKMS να τον αντικαταστήσει το ίδιο το ΠΝ, με την δεδομένη ένδεια στελεχών.
Ιδίως όταν λάβουμε υπόψη τη συνεχή απώλεια πολλών έμπειρων, ειδικά μηχανικών, που επιλέγουν να αποχωρήσουν για τον ιδιωτικό τομέα. Οπότε η εκτέλεση ενός τόσο δύσκολου και τεχνολογικά σύνθετου έργου, όπως ο εκσυγχρονισμός των ΜΕΚΟ200ΗΝ, από ένα Ναυτικό που χάνει κάθε μέρα κρίσιμο προσωπικό μέσω παραιτήσεων, θέτει σοβαρά ερωτήματα για την εφικτότητα και την έκβαση ενός τέτοιου προγράμματος.
Επίσης, η επιλογή να μην προχωρήσει η αναβάθμιση των MEKO200HN μέσω άλλων προτάσεων (όπως π.χ. της βρετανικής Babcock που είχε και σχετική εμπειρία σε πλοία της ίδιας κλάσης), οδηγεί σε σκέψεις για τις προθέσεις και τελικές τις στρατηγικές μέσα στο ΠΝ. Υπάρχει αναμφίβολα μια τάση τα τελευταία χρόνια να επενδύονται τα όποια χρήματα, σε νέα πλοία, με τη λογική των silver bullets, αντί για τoν εκσυγχρονισμό υφιστάμενων ή την απόκτηση μεταχειρισμένων. Μια ορθή προσέγγιση, εφόσον όμως υπάρχει εξασφαλισμένο κονδύλι να συνεχιστεί η ανανέωση του Στόλου με μόνο νέα σκάφη για όλη την επόμενη δεκαετία/δεκαπενταετία!
Αλλιώς, αν δεν υπάρχει τέτοια οικονομική προοπτική, οδηγούμαστε στην απώλεια χρήσιμων μεταχειρισμένων σκαφών από το εξωτερικό, που θα μπορούσαν να συμπληρώσουν την ναυτική μας δύναμη δίπλα σε λίγα νέα πλοία. Τέτοια σκάφη ήταν οι βρετανικές φρεγάτες Type 23, τα αμερικανικά καταδρομικά Ticonderoga (είχαν προσφερθεί), οι ολλανδικές φρεγάτες M και οι αυστραλιανές Adelaide. Οπότε το ΠΝ, που ιστορικά έχει βασιστεί σε μεταχειρισμένα πολεμικά πλοία, φαίνεται να απομακρύνεται από αυτή την πρακτική, κάτι που αναζωπυρώνει τη συζήτηση για τις πρακτικές που ακολούθησε τελικά για τη διαχείριση των διαθέσιμων κονδυλίων δεδομένες χρονικές στιγμές.
Η απόφαση αυτή θέτει γενικά επίσης υπό εξέταση την αποτελεσματικότητα της διαχείρισης των αμυντικών προγραμμάτων της Ελλάδας, την ικανότητα προσαρμογής σε αλλαγές προτεραιοτήτων και το αν υπάρχει η απαιτούμενη ευελιξία στην αντιμετώπιση των σύγχρονων απειλών στο ναυτικό τομέα.
Οπότε μήπως τελικά το σχέδιο εκσυγχρονισμού των MEKO200HN είναι κάτι περισσότερο από ένα αμυντικό πρόγραμμα; Και γίνεται ένα δείγμα αδυναμίας προσαρμογής της στρατηγικής μας σκέψης σε έναν κόσμο που εξελίσσεται ταχέως; Και το ερώτημα παραμένει: μπορεί το ΠΝ, με τις υπάρχουσες δυνατότητες και πόρους, να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις που θέτει με το διαφαινόμενο “εκσυγχρονισμό” των ΜΕΚΟ;