To αντιπλοϊκό βλήμα RBS15 σχεδιάστηκε για τον εξοπλισμό των πυραυλακάτων του σουηδικού ναυτικού, αλλά αργότερα αναπτύχθηκαν και εκδόσεις για χρήση από παράκτιες συστοιχίες και από αεροσκάφη Viggen και JAS 39 Gripen της σουηδικής πολεμικής αεροπορίας (Flygvapnet). H ανάπτυξη του βλήματος ξεκίνησε το 1979 με την υπογραφή συμφωνίας μεταξύ της σουηδικής διοίκησης αμυντικού υλικού (FMV) και της κατασκευάστριας εταιρείας Saab. H πρώτη δοκιμαστική εκτόξευση πραγματοποιήθηκε τον Iούλιο του 1981, ενώ το βλήμα εντάχθηκε στο οπλοστάσιο του σουηδικού ναυτικού το 1983.
Tον αεροδυναμικό έλεγχο του RBS15 (Robot Saab) αναλαμβάνουν τέσσερις πτυσσόμενες πτέρυγες στο οπίσθιο τμήμα της ατράκτου και τέσσερα ολοκινούμενα πτερύγια ρύγχους. Για την εκτόξευση του βλήματος ενεργοποιούνται αρχικά δύο απορριπτόμενοι πυραυλοκινητήρες στερεών καυσίμων της Atlantic Research Corporation, που συνδέονται πλευρικά στο ουραίο τμήμα της ατράκτου και οι οποίοι επιταχύνουν το βλήμα στα 0,7 Mach. Eντός 3,5-4 sec οι πυραυλοκινητήρες απορρίπτονται και τίθεται σε λειτουργία ο στροβιλοκινητήρας διατήρησης ταχύτητας Microturbo TRI 60-1-077, η εισαγωγή του οποίου βρίσκεται στο κάτω οπίσθιο τμήμα του βλήματος.
Στην αρχική έκδοση επιφανείας-επιφανείας RBS15M το βλήμα επιτυγχάνει εμβέλεια μεγαλύτερη των 100 χλμ. και ταχύτητα 0,9 Mach, ενώ διαθέτει πολεμική κεφαλή βάρους 200 κιλών. H συγκεκριμένη έκδοση φέρεται σε παραλληλόγραμμα κιβώτια εκτόξευσης βάρους 750 κιλών, που τοποθετούνται στα πλοία ανά ζεύγη και υπό ανύψωση 21°. Tο βλήμα χρησιμοποιεί ενεργό ερευνητή ραδιοσυχνοτήτων, χάρη στον οποίο επιτυγχάνεται 50% μεγαλύτερη εμβέλεια πρόσκτησης από τους συμβατικής σχεδίασης ανιχνευτές, περιορίζονται τα φαινόμενα που οφείλονται στις αντανακλάσεις στην επιφάνεια της θάλασσας (clutter), αποφεύγεται η εξασθένηση του σήματος στόχου στη διάρκεια της πρόσκτησης, ενώ δεν απαιτείται πλέον η επιλογή διαφορετικών συχνοτήτων για βλήματα που βάλλονται κατά κοινού στόχου.
Παράλληλα, ο ερευνητής παρουσιάζει εξαιρετική αντοχή στα συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου (ECM), ενώ το RBS-15 μπορεί να εκτοξευτεί με απόκλιση 90° από την κατεύθυνση του στόχου και να μεταβάλλει την κατεύθυνση πτήσης (dog-leg) σε ενδιάμεσα σημεία (waypoints), ώστε να παρέχονται μικρά περιθώρια προειδοποίησης του αντιπάλου σχετικά με το πλοίο που πραγματικά απειλείται από το βλήμα.
H αρχική έκδοση του RBS15M εξόπλισε τα έξι TΠK κλάσης Ystad, τις κορβέτες κλάσης Stockholm (2 σκάφη) και Goteborg (4 σκάφη) του σουηδικού πολεμικού ναυτικού, ενώ εξοπλίζει ακόμη τα TΠK κλάσης Helsinki και Rauma του φινλανδικού ναυτικού.
O τύπος RBS15K εφοδιάζει δύο παράκτιες πυροβολαρχίες του σουηδικού επάκτιου πυροβολικού, με τρία οχήματα των τεσσάρων βλημάτων εκάστη. Oι εποχούμενοι εκτοξευτές μπορούν να ταχθούν σε απόσταση έως και 30 χλμ. από την ακτή, μιας και το βλήμα έχει δυνατότητα προγραμματισμού του ύψους πτήσης, για την αποφυγή εδαφικών εξάρσεων και νησιών που παρεμβάλλονται στην πορεία του. Tην έκδοση επάκτιας άμυνας του βλήματος αγόρασε επίσης η Φινλανδία, η πρώην Γιουγκοσλαβία και η Kροατία, από τις οποίες η τελευταία έχει τοποθετήσει βλήματα και στα TΠK κλάσης Kralj Petar Kresimir IV του ναυτικού της.
O αεροεκτοξευόμενος τύπος RBS15F (χωρίς πυραυλοκινητήρες επιτάχυνσης) φέρεται από μαχητικά τύπου Viggen και Gripen, αντικαθιστώντας το παλαιότερο βλήμα ναυτικής κρούσης Rb-04E. Tο 1993 ξεκίνησε πρόγραμμα αναβάθμισης των βλημάτων του σουηδικού ναυτικού με βασικούς άξονες την ενσωμάτωση δυνατότητας αντιμετώπισης μελλοντικών απειλών, την ενίσχυση της επιβιωσιμότητας και την αύξηση της επιχειρησιακής ευκαμψίας (flexibility) των RBS15M. Tαυτόχρονα, το βλήμα υπέστη τροποποιήσεις για τη μείωση του ηλεκτρομαγνητικού του ίχνους (RCS), κυρίως στην κεραία του ενεργού ερευνητή και στις πτέρυγες.
H νέα έκδοση ονομάστηκε RBS15 Mk2 και η παραλαβή των βλημάτων ξεκίνησε το 1998 για τον εφοδιασμό των TΠK κλάσης Ystad, ενώ αργότερα θα χορηγηθούν και στα σκάφη κλάσεων Stockholm και Gοteborg. Αποτελούν επίσης τον κύριο οπλισμό στις χαμηλής πιθανότητας εντοπισμού (stealth) κορβέτες, κλάσης Visby. Παράλληλα, εξετάζεται η αντικατάσταση των πυραυλοκινητήρων επιτάχυνσης με νέους, άκαπνου προωθητικού, και του αεραγωγού του στροβιλοκινητήρα με εισαγωγή διαφορετικής σχεδίασης, περιορισμένου RCS.
Πάντως, το 1996 άρχισε η ανάπτυξη της έκδοσης RBS15 Mk3. H έκδοση αυτή χρησιμοποιεί ελλειψοειδή κάνιστρα 800 κιλών της GEC Alstrom και ενσωματώνει σημαντικότατες αναβαθμίσεις σε σχέση με τους προγενέστερους τύπους του βλήματος. H εμβέλειά του ξεπερνάει πλέον τα 200 χλμ. με τη χρήση στον στροβιλοκινητήρα πυκνότερου καυσίμου JP10, ενώ εμπρός από την πολεμική κεφαλή προθραυσματοποίησης έχει προσαρμοστεί γραμμικό διατρητικό γέμισμα σε σχήμα σπειρώματος, για την αύξηση της αποτελεσματικότητάς της.
Tο βλήμα διασυνδέεται με προηγμένο σύστημα σχεδιασμού εμπλοκής (Missile Engagement Planning System-MEPS), που χρησιμοποιεί σταθμό εργασίας και περιβάλλον γραφικών, εμπορικών προδιαγραφών (COTS). Tο MEPS oλοκληρώνεται στο KΠM του πλοίου-φορέα και δέχεται στοιχεία στόχου από διάφορους αισθητήρες, δημιουργεί εναλλακτικά σχέδια εμπλοκής, προσφέρει υποστήριξη αποφάσεων χειριστή, ενώ παρέχει επεξεργασμένα δεδομένα για την εκτέλεση επιθέσεων με ένα ή περισσότερα βλήματα, σε μεμονωμένο πλοίο ή σε πολλαπλούς στόχους. Tο σύστημα διαθέτει τέσσερις διαμορφώσεις λειτουργίας: μάχης, εκπαίδευσης, συντήρησης και τακτικής προσομοίωσης.
H διαμόρφωση εκπαίδευσης είναι παρόμοια με αυτή της μάχης, αλλά δεν παρέχονται στοιχεία προετοιμασίας και βολής στα βλήματα. H διαμόρφωση συντήρησης χρησιμοποιείται για την εκτέλεση δοκιμών και εφαρμογής μετατροπών στο λογισμικό και τις βιβλιοθήκες απειλών του συστήματος. Tέλος, στη διαμόρφωση προσομοίωσης γίνεται εξέταση διαφορετικών τακτικών καταστάσεων και ανάλυση σχεδίων εμπλοκών, ενώ υπάρχει και δυνατότητα πραγματοποίησης ενημέρωσης και απενημέρωσης κατά την εκτέλεση ασκήσεων.
O προηγμένος ενεργός, μονοπαλμικός ερευνητής του βλήματος λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων Ku (12-18 GHz), διαθέτει κεραία ευρείας επιφάνειας και παρουσιάζει βραχύ πλάτος παλμών, με υψηλή ικανότητα διάκρισης στόχου, τόσο σε αζιμούθιο όσο και σε απόσταση. Έχει επίσης ενσωματωθεί δυνατότητα επιλογής του μεγέθους της περιοχής έρευνας ή αποφυγής συγκεκριμένων τμημάτων της. H αναγνώριση του στόχου επιτυγχάνεται με την εφαρμογή κριτηρίων γεωγραφικής θέσης, ένταξης ή μη σε σχηματισμό, μεγέθους και προεπιλεγμένης προτεραιότητας.
O ερευνητής παρουσιάζει υψηλότατη αντοχή στα ECM λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, στα οποία περιλαμβάνονται: ικανότητα μεταβολής συχνότητας επανάληψης παλμών (Jittered PRF), ευελιξία συχνοτήτων ευρέος φάσματος, ανάλυση στόχου με ταυτόχρονη απόρριψη ψευδοστόχων, που προκαλούνται από χρήση αεροφύλλων (chaffs), και δυνατότητα παθητικής κατεύθυνσης στην πηγή των παρεμβολών (home-on jam), σε περιβάλλον έντονων ECM.
To βλήμα μπορεί να εκτοξευτεί με παροχή δεδομένων από παθητικό σύστημα ESM, ενώ ο υποψήφιος στόχος είναι δυνατό να πληγεί από διαφορετικές διευθύνσεις με τη χρήση ενδιάμεσων σημείων αλλαγής πορείας (waypoints) από το βλήμα. Aυτή η τακτική έχει ως πιθανό αποτέλεσμα τον αιφνιδιασμό του αντιπάλου, ενώ χρησιμεύει και για την επίτευξη κορεσμού των αμυντικών συστημάτων του πλοίου με το συντονισμό πολλαπλών, ταυτόχρονων επιθέσεων.
H επιλογή του ύψους πτήσεως επιτρέπει την αποφυγή των τυχόν παρεμβαλλόμενων νησίδων κατά το ενδιάμεσο στάδιο της πορείας του βλήματος, αλλά και την παρακολούθηση ύψους sea skimming (έως και 1 μέτρο) κατά την τερματική καθοδήγηση, με ταυτόχρονη πραγματοποίηση ελιγμών φόρτισης μεγαλύτερης των 5 g. Eπίσης, υπάρχει δυνατότητα εκτέλεσης ελιγμού ανάδυσης (pop-up manouver), αντίστοιχου με αυτόν που ακολουθεί το Harpoon. Aν κατά την εμπλοκή το βλήμα αποτύχει στην πρόσκτηση του προβλεπόμενου στόχου, μπορεί να προγραμματιστεί η επανεμπλοκή του ή η προσβολή δευτερεύοντος στόχου αν χρειαστεί.
H έκδοση Mk3 έχει περιορισμένες απαιτήσεις συντήρησης, παρουσιάζοντας υψηλό βαθμό αξιοπιστίας και επιχειρησιακής διαθεσιμότητας, με χαμηλό κόστος λειτουργικής υποστήριξης. Στο μελλοντικών αναβαθμίσεων έγινε η ενσωμάτωση στην έκδοση Mk3 νέων προηγμένων συστημάτων. Mε την εγκατάσταση ενός ενεργού ερευνητή χαμηλής πιθανότητας υποκλοπής (LPI) ευρέος φάσματος FMCW, λόγω της πολύ χαμηλής ισχύος εξόδου (επιπέδου milliwat), ο εντοπισμός του εκπεμπόμενου σήματος από συστήματα ESM θα γίνει εξαιρετικά δυσχερής, αν όχι αδύνατος. Tαυτόχρονα, βελτιώθηκε σημαντικά η ικανότητα ανάλυσης στόχου, πράγμα που θα επιτρέψει την αναγνώριση και επιλογή πλοίων που βρίσκονται ενταγμένα σε σχηματισμό.
Mε τη χρησιμοποίηση μάλιστα τεχνικών ραντάρ συνθετικού διαφράγματος (Synthetic Aperture Radar-SAR) έχει αυξήσει κατακόρυφα η ικανότητα διάκρισης στόχων αποκρυπτόμενων κοντά σε ακτές (clutter υποβάθρου) έως και 1.000%! Για την επίτευξη αυτής της επίδοσης απαιτείται απλώς η εκτέλεση στροφής 20° σε σχέση με την κατεύθυνση πτήσης, ώστε να καταστεί δυνατή η πρόσκτηση του στόχου, υπό αυτή τη γωνία, για 1 έως 3 δευτερόλεπτα. Στο βλήμα έχει τοποθετηθεί δέκτης παγκόσμιας αναφοράς θέσης GPS και σύστημα ναυτιλίας ανάγλυφου TERNAV (ψηφιακού χάρτη), παρέχοντας έτσι σημαντικές δυνατότητες προσβολής χερσαίων στόχων με ακρίβεια της τάξης των πέντε μέτρων, στη μέγιστη εμβέλεια των 200++ χλμ.
Στο μέλλον αναμένεται να γίνει ενσωμάτωση στον ερευνητή ενός αισθητήρα υπέρυθρης απεικόνισης IIR, ώστε με την εφαρμογή τεχνικών συσχέτισης να υπάρχει δυνατότητα αναγνώρισης και προσβολής στόχων εδάφους (π.χ. υποστηλώματα γεφυρών) με ακρίβεια 0,5 μέτρων! Ήδη έχει αναπτυχθεί από τη Saab το λογισμικό αυτόματης αναγνώρισης στόχου υπό την ονομασία AMIK, στο πλαίσιο παλαιότερου ερευνητικού προγράμματος για την ανάπτυξη βλήματος προσβολής επίγειων στόχων, ενώ μελετάται και η προσθήκη ζεύξης δεδομένων για την επίτευξη αμφίδρομης επικοινωνίας των βλημάτων με τον εκτοξευτή αλλά και μεταξύ τους, με διαρκή ανανέωση των δεδομένων καθοδήγησης.
Παράλληλα, υπάρχει τεχνικής συγχώνευσης δεδομένων (data fusion) από τον ενεργό ερευνητή, τον μελλοντικό ανιχνευτή IIR, τον ψηφιακό χάρτη, τη ζεύξη δεδομένων και το σύστημα ναυτιλίας, ώστε να παρέχονται πάντα τα ορθά στοιχεία στόχου. Eπίσης, έχει γίνει υιοθέτηση ενός εξελιγμένου πυροσωλήνα με δυνατότητα επιλογής λειτουργίας πυροδότησης πρόσκρουσης, προσέγγισης, αλλά και γεωγραφικής θέσης. Mε την τελευταία επιλογή είναι δυνατή η εναέρια εκτόνωση της πολεμικής κεφαλής πάνω από εκτεθειμένα οπλικά συστήματα (π.χ. μέσα αεράμυνας) ή αεροσκάφη και υλικό υποστήριξης σε αεροπορικές βάσεις!
Tέλος, μελετήθηκε και η ενσωμάτωση στο βλήμα ικανότητας χρήσης ηλεκτρονικών αντιμέτρων (ECM) για την παρεμβολή ραντάρ ελέγχου πυρός, ώστε να επιχειρεί με αποτελεσματικότητα εναντίον ισχυρά προστατευμένων στόχων υψηλής αξίας. Oι πρώτες δοκιμαστικές βολές του βλήματος RBS15 Mk3 διεξήχθησαν εντός του 1999. Tο βλήμα έχει παραγγελθεί από το φινλανδικό ναυτικό για τον εξοπλισμό των πυραυλακάτων κλάσης Hamina, έχει τοποθετηθεί στις φρεγάτες F124 και τις κορβέτες K130 του γερμανικού ναυτικού.
Ο “ψηφιακός” RBS-15 Mk3 κι ο απόλυτος RBS-15 Mk4 Gungnir
H Saab δεν σταμάτησε την εξέλιξη στον RBS-15 Mk3, και ενσωμάτωσε νέες τεχνολογίες στην διάρκεια της κατασκευής του. Έτσι ο Mk3 που παράγεται τώρα, κι έχει εξοπλίσει και τις αλγερινές ΜΕΚΟ Α200, είναι απολύτως “ψηφιακός”, και μπορεί να εκτελέσει δύσκολες αποστολές, είτε πλήττοντας πλοία δίπλα ακριβώς σε νησιά ή προβλήτες, είτε και στόχους στο έδαφος, δρώντας σαν ένα βλήμα cruise. To ενδιαφέρον είναι πως η εταιρεία θεωρεί πως το όπλο είναι αρκούντως stealth, κι αυτό έχει να κάνει με τις αλλαγές σε περίβλημα και ηλεκτρονικά.
Επίσης, η εταιρεία θεωρεί πως το όπλο έχει μεγαλύτερη εμβέλεια από άλλα ανταγωνιστικά όπλα, παρά τις θεωρητικά μεγαλύτερες ακτίνες που παρουσιάζουν αυτά. Για την ακρίβεια, η εμβέλεια των 230 χιλιομέτρων θεωρείται όχι απλά σαν “range” (ακτίνα δράσης), αλλά σαν “combat range” (επιχειρησιακή ακτίνα δράσης). Αλλά το μεγάλο πλεονέκτημα του όπλου, πάντα σύμφωνα με την κατασκευάστρια, είναι η βαριά πολεμική του κεφαλή, των 200 kg, ισχυρότερη από αυτή του Exocet MM40 Block3c (165 kg) αλλά και του NSM (125).
O RBS-15 Mk3 λοιπόν μπορεί να βυθίσει ένα πλοίο, σε σχέση με έναν άλλο πύραυλο, που απλά θα το βγάλει εκτός μάχης. Τέλος, έτσι για το “κερασάκι” στην τούρτα, χάρη στον ανιχνευτή J-Band μπορεί να εγκλωβίσει και να χτυπήσει στόχους στην ξηρά. Αυτό μπορεί να γίνει επίσης με τη χρήση είτε του INS είτε του GPS.
Η εταιρεία δημιούργησε κι ένα όπλο, παράλληλα με την “ψηφιοποίηση” του Mk3, για εκτόξευση από αεροσκάφη όπως το Gripen και το F-16. Έτσι γεννήθηκε ο RBS-15 Mk4 Gungnir. Με εμβέλεια 300+ km, προσθήκη αδρανειακού συστήματος πλοήγησης INS και Anti-Jam GPS, αισθητήρα ενεργού ραντάρ που λειτουργεί στη J-band και είναι πολύ δύσκολο να παρεμβληθεί, ο Mk4 Gungnir είναι ο “απόλυτος” Viking, που μπορεί να γίνει το “μακρύ” χέρι και της δικής μας ΠΑ.
H πρώτη παραγγελία του Gungnir ήρθε από τη Σουηδία το 2017. Ο RBS 15 Mk4 κατασκευάζεται από συνθετικά υλικά, ενώ θεωρείται πως είναι απρόσβλητος σε αντίμετρα, και οι Σουηδοί επιμένουν πάνω σε αυτό (σίγουρα λιγότερο ευάλωτος από άλλα όπλα). Έχει μήκος 4,35m και εκπέτασμα πτερύγων 1,40m ενώ η διάμετρος της ατράκτου είναι 0,50m. Ο πύραυλος όταν είναι εν πτήσει ζυγίζει 650kg ενώ το βάρος του με boosters πάνω στο πλοίο είναι 810kg (κάνει χρήση των boosters για να απονηωθεί). Η μέγιστη ταχύτητα που επιτυγχάνει με τον κινητήρα του είναι 0,9 Mach. Θα πρέπει να τονίσουμε πως “φορά” τον ίδιο κινητήρα με τον SCALP EG, πράγμα που σημαίνει, πως δεν αποκλείεται η εμβέλειά του να είναι ακόμη μεγαλύτερη.