Του Υποναυάρχου ε.α. Γεωργίου Σάγου (ΠΝ)
Το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο του συγγραφέα με τίτλο «Εισαγωγή στην υδροακουστική και στην τεχνολογία Sonar» Εκδόσεις Παπασωτηρίου, Αθήνα 2019
Ολοκληρώνεται εδώ, στο Γ΄μέρος, η παρουσίαση των ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων κοιτώντας πλέον στις σημερινές εξελίξεις όπως και στις μελλοντικές που κάνουν ακόμη πιο σύνθετο τον αγώνα κατά των υποβρυχίων. Θυμίζουμε πως στο Α’ μέρος της μελέτης παρουσιάστηκαν οι βασικές αρχές της υποθαλάσσιας απειλής όπως και τα πρώτα ιστορικά ορόσημα στην εμφάνιση και χρήση του υποβρυχίου ως όπλο.
Ανθυποβρυχιακές δυνατότητες: Α’ μέρος, η απειλή κάτω από το νερό και οι πρώτες προσπάθειες
Ενώ στο Β’ μέρος παρουσιάστηκαν οι σημαντικότερες εξελίξεις στον τομέα κατά τον 20ο αιώνα, τότε δηλαδή που το υποβρύχιο αναδείχθηκε ως βασικό στοιχείο της ναυτικής μάχης.
Ανθυποβρυχιακές δυνατότητες: Β’ μέρος, 20ος αιώνας η εποχή των μεγάλων εξελίξεων
Περνώντας στο σήμερα, για την αντιμετώπιση της σημαντικής υποβρύχιας απειλής και έχοντας στόχο τη διατήρηση της ικανότητας επίτευξης θαλάσσιου ελέγχου (sea control) απαιτούνται αποτελεσματικές ανθυποβρυχιακές δυνατότητες. Στο πλαίσιο αυτό, έχουν κατ’ αρχήν αναπτυχθεί νέες τακτικές και νέας τεχνολογίας ενεργά συστήματα sonar χαμηλών συχνοτήτων, τα λεγόμενα μονοστατικά και πολυστατικά LFAS (Low Frequency Active Sonar). Αυτά, έχουν σκοπό την έρευνα, τον εντοπισμό και την παρακολούθηση κυρίως των συμβατικών υποβρυχίων που επιχειρούν σε παράκτια και περιορισμένα ύδατα. Στο ΝΑΤΟ, το παρόν και το μέλλον των ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων κατευθύνεται προς το λεγόμενο δικτυοκεντρικό πόλεμο (network centric warfare), βασικά μέσω των πολυστατικών συστημάτων χαμηλών συχνοτήτων (LFAS). Επίσης, οι προωθούμενες συνεργατικές ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις (cooperative ASW) συνδυάζουν την εφαρμογή των πολυστατικών συστημάτων στις παράκτιες περιοχές των ρηχών υδάτων με τη χρήση μη επανδρωμένων αυτόνομων συστημάτων, για έγκαιρο εντοπισμό και εμπλοκή από απόσταση.
Παράλληλα, για την αντιμετώπιση των διαρκώς αυξανόμενης εμβέλειας μοντέρνων τορπιλών βαρέως τύπου των υποβρυχίων, διεξάγεται εκτενής επιστημονική έρευνα σε πολλούς τεχνολογικούς τομείς (high frequency passive sonar, broadband sonar, τεχνικές soft & hard kill).
Ένας άλλος σημαντικός τομέας, στον οποίο έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση από το ΝΑΤΟ κατά τις τελευταίες δεκαετίες είναι η ταχεία περιβαλλοντική αξιολόγηση REA (Rapid Environmental Assessment), η οποία σκοπεύει στην απόκτηση και γνώση αξιόπιστων περιβαλλοντικών στοιχείων (ωκεανογραφικών, μετεωρολογικών, κτλ), σε πραγματικό χρόνο, για τις συγκεκριμένες περιοχές ενδιαφέροντος. Τα παρεχόμενα στοιχεία REA, από τα ωκεανογραφικά ινστιτούτα, υποστηρίζουν πολλά είδη ναυτικών και διακλαδικών επιχειρήσεων, όπως ανθυποβρυχιακές, ναρκοπολέμου, αμφίβιες, κτλ. Ειδικά για τις ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις, τα εν λόγω περιβαλλοντικά στοιχεία μπορεί να αφορούν στο προφίλ της ταχύτητας του ήχου ως προς το βάθος και τη γεωγραφική θέση, στο θόρυβο περιβάλλοντος, στη βαθυμετρία, στη σύνθεση του βυθού, στα θαλάσσια μέτωπα και στροβιλισμούς, στις ανωμαλίες του γήινου μαγνητικού πεδίου, στην αλατότητα και θερμοκρασία του νερού, στην υποβρύχια ορατότητα, κτλ, καθώς επίσης και στις επιπτώσεις όλων των ανωτέρω στις αποστάσεις ανίχνευσης των συστημάτων sonar.
Σήμερα, οι περιοχές που ενδιαφέρουν περισσότερο τις ναυτικές επιχειρήσεις είναι κυρίως των ρηχών παρακτίων υδάτων, δηλαδή εκεί όπου διεξάγονται οι λεγόμενες επιχειρήσεις διαχείρισης κρίσεων (Crisis Response / Management). Στις περιοχές αυτές, παρουσιάζεται μεγάλη τοπική και χρονική μεταβλητότητα, με αποτέλεσμα η ακριβής περιβαλλοντική εκτίμηση να είναι άκρως απαραίτητη για την αντιμετώπιση των ανεπαρκειών των διατιθέμενων συστημάτων/μέσων. Τα χρησιμοποιούμενα μέσα συλλογής στοιχείων μπορεί να είναι δορυφόροι τηλεπισκόπισης, αεροσκάφη, επιτόπιοι αισθητήρες (σταθεροί ή παρασυρόμενοι), συστήματα laser (μπλε-πράσινο), αυτόνομα υποβρύχια οχήματα, κτλ. Ο σκοπός είναι η διευκόλυνση του τακτικού διοικητή στη λήψη αποφάσεων, ως προς τη βέλτιστη εκμετάλλευση των διατιθέμενων μέσων.
Η αλματώδης ανάπτυξη της μικρο-ηλεκτρονικής πολύ μεγάλης κλίμακας ολοκλήρωσης (VLSI chips) και των ηλεκτρονικών υπολογιστών παρέχουν υψηλή επεξεργαστική ισχύ, διαθέσιμη σε πραγματικό χρόνο (real time), επιτρέποντας πλέον την υλοποίηση συστημάτων sonar με πολύ προηγμένες δυνατότητες και αρκετά χαμηλότερο κόστος συγκριτικά με το παρελθόν.[i] Τα μοντέρνα συστήματα διαθέτουν αυξημένες δυνατότητες ολοκλήρωσης/ενσωμάτωσης των περιβαλλοντικών παραμέτρων και ταυτόχρονα προσαρμογής των λειτουργικών τους χαρακτηριστικών,[ii] σε πραγματικό χρόνο, μέσα στο συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον επιχειρήσεων των παρακτίων υδάτων (environmentally adaptive).
Στο μέλλον αναμένεται σημαντική σμίκρυνση των αισθητήρων και των συστημάτων με αυξημένες δυνατότητες, ευρύτερη χρήση αυτόνομων συστημάτων με περισσότερο αξιόπιστες επικοινωνίες και δυνατότητες πλοήγησης, στο πλαίσιο προώθησης της ιδέας των δικτυοκεντρικών επιχειρήσεων. Η ολοένα αυξανόμενη διαθεσιμότητα υψηλότερων δυνατοτήτων υποβρυχίων αλλά και αντιστοίχων ανθυποβρυχιακών τεχνολογιών αποτελούν τους παράγοντες που αναμένεται να οδηγήσουν το μέλλον του υποθαλάσσιου πολέμου διεθνώς. Επιπρόσθετα, η πολυσύνθετη φύση των ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων απαιτούν υψηλό επίπεδο θεωρητικής εκπαίδευσης, εμπειρίας, δεξιοτήτων και πρακτικής εξάσκησης του προσωπικού, καθώς επίσης στενή συνεργασία και διαλειτουργικότητα (interoperability)[iii] μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων ανθυποβρυχιακών μονάδων (πλοίων επιφανείας, ιπταμένων μέσων, κτλ) στο πεδίο των ναυτικών επιχειρήσεων.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες μέχρι σήμερα έχουμε τη σταδιακή ανάπτυξη και εφαρμογή νέων τεχνολογιών, επιχειρησιακών ιδεών και τακτικών, που σχετίζονται με:
A. Προηγμένα αυτόνομα και ημιαυτόνομα αντιναρκικά μέτρα & ανθυποβρυχιακά κατανεμημένα υποθαλάσσια συστήματα, διασυνδεδεμένα σε δίκτυα αισθητήρων, τα οποία εφαρμόζουν τις αρχές της δικτυοκεντρικής προσέγγισης στις ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις (network centric underwater warfare). Οι πληροφορίες, η επιτήρηση και η αναγνώριση (ISR) συνεχίζουν να αποτελούν το θεμέλιο των ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων, για την επίγνωση του υποθαλάσσιου πεδίου, όσον αφορά στον εντοπισμό και στην παρακολούθηση της ακουστικής δραστηριότητας των εχθρικών υποβρυχίων. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιούνται κάθε είδους αισθητήρες, χωρίς να είναι απαραίτητη η χρήση μεγάλου πλήθους πολεμικών μονάδων, ενώ ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στα πολυστατικά συστήματα (multistatic) χαμηλών συχνοτήτων LFAS (Low Frequency Active Sonar).
B. Εξελιγμένες τεχνικές, τακτικές και μέτρα αποφυγής ναρκών ή εμποδίων (mine / obstacle avoidance), καθώς επίσης και ότι αφορά σε προηγμένα συστήματα ναρκοθηρίας και οργανικά αντιναρκικά μέτρα (organic MCM).
Γ. Την ιδέα των λεγόμενων συνεργατικών ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων (cooperative ASW), για συλλογή ωκεανογραφικών στοιχείων, υποθαλάσσια επιτήρηση / περιπολία και άλλους ρόλους (ακόμη και καταστροφής υποβρυχίων), μέσω της εκμετάλλευσης προσιτών, αυτόνομων υποβρυχίων οχημάτων (AUV), εναέριων μη επανδρωμένων οχημάτων (UAV/UAS), συμβατικών & έξυπνων ενεργών και παθητικών αισθητήρων, καθώς επίσης εξελιγμένων ψηφιακών δικτύων υποβρυχίων επικοινωνιών.
Δ. Εξελιγμένες τεχνικές και μέτρα αυτοπροστασίας των πλοίων επιφανείας και των υποβρυχίων, από τορπίλες (soft & hard kill), για τις περιπτώσεις που βρίσκονται στη θέση του αμυνόμενου. Ιδιαίτερα η ικανότητα διεξαγωγής εμπλοκής φυσικής καταστροφής (hard kill) έναντι εισερχόμενης τορπίλης αντιπροσωπεύει ένα τεράστιο άλμα προς τα εμπρός για την αντιτορπιλική άμυνα.
Ακόμη πιο πρόσφατα, οι προσπάθειες επικεντρώνονται στην ανάπτυξη γνωσιακών συστημάτων (cognitive sonars), τα οποία προσαρμόζονται στο ακουστικό τους περιβάλλον. Τα συστήματα αυτά, χρησιμοποιούν τις αρχές του κύκλου αντίληψης-δράσης της νόησης (cognition) για τη μόχλευση των αποκτώμενων πληροφοριών, ανιχνεύοντας τις αλληλεπιδράσεις με το υποθαλάσσιο ακουστικό περιβάλλον. Με βάση αυτές τις αλληλεπιδράσεις, ενημερώνονται οι επιλεγόμενες παράμετροι λειτουργίας του συστήματος sonar, για τη βελτιστοποίηση της ανίχνευσης, ταξινόμησης, εντοπισμού θέσης και παρακολούθησης του στόχου στο συγκεκριμένο υδροακουστικό περιβάλλον.
Σε ενεργά συστήματα, οι παράμετροι που προσαρμόζονται αφορούν κυρίως στα χαρακτηριστικά της εκπεμπόμενης κυματομορφής. Πολλά από τα φυσικά χαρακτηριστικά της ακουστικής του περιβάλλοντος και του στόχου περιέχονται στο σήμα της επιστρεφόμενης ηχούς: πλάτος σήματος (ισχύς στόχου), χρονική καθυστέρηση (απόσταση στόχου), μετατόπιση Doppler (ρυθμός προσέγγισης ή απομάκρυνσης στόχου), κτλ. Η επεξεργασία των λαμβανόμενων σημάτων μπορεί τυπικά να διεξάγεται από μια ομάδα ταιριασμένων / προσαρμοσμένων φίλτρων (matched filters), που είναι κατάλληλα συντονισμένα ώστε να καλύπτουν την γκάμα των πιθανών τιμών Doppler. Από τις πολλές παραμέτρους κυματομορφής που μπορούν να προσαρμόζονται από ένα γνωσιακό sonar, είναι το μήκος παλμού, το επίπεδο ισχύος (source level), το φασματικό εύρος λειτουργίας, ο τύπος της εφαρμοζόμενης διαμόρφωσης φάσης ή συχνότητας, κτλ. Επιπρόσθετα, η χρησιμοποιούμενη κυματομορφή θα πρέπει να διευκολύνει την αποτελεσματική μετάδοση μέσω των ηλεκτροακουστικών μορφοτροπέων και των ηλεκτρονικών κυκλωμάτων οδήγησής τους (σταθερού πλάτους, για την ελαχιστοποίηση της παραμόρφωσης που προκύπτει από ενισχυτές κορεσμένης ισχύος και μεγιστοποίησης της μεταδιδόμενης ενέργειας στο υποθαλάσσιο περιβάλλον).
Μετά από τη λήξη του ψυχρού πολέμου, η υποβρύχια απειλή για το ΝΑΤΟ θεωρήθηκε υποβαθμισμένη, οι ανθυποβρυχιακές δυνατότητες άρχισαν να μειώνονται και η χρηματοδότηση για την ανάπτυξη σημαντικών νέων ανθυποβρυχιακών προγραμμάτων (με εξαίρεση ίσως τα ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα), πέρασε σε χαμηλότερη προτεραιότητα. Ωστόσο, η επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας με την κρίση της Ουκρανίας (2013-2015) και του Συριακού εμφύλιου πολέμου που μαίνεται από το 2011, έφερε πάλι το Δυτικό κόσμο στα πρόθυρα ενός δεύτερου ψυχρού πολέμου.
Σχήμα 16: Η 5η γενιά ρωσικών υποβρυχίων SSGN κλάσης Laika (Project 545), η οποία πρόκειται να διαδεχθεί την κλάση Yasen μετά το 2030, αποτελεί το ανάλογο της αμερικανικής κλάσης πυρηνοκίνητων επιθετικών υποβρυχίων Virginia και της βρετανικής κλάσης Astute (φορείς Tomahawk)
Περαιτέρω αστάθμητους γεωπολιτικούς παράγοντες αποτελούν ο διεθνής ανταγωνισμός στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά κυρίως ο νέου τύπου εμπορικός-ψυχρός πόλεμος, μεταξύ των ΗΠΑ και της τεχνολογικά προηγμένης Κίνας. Ο τελευταίος, ουσιαστικά εστιάζεται στο ψηφιακό πεδίο, αφού τα προϊόντα τεχνολογίας βρίσκονται στην αιχμή του δόρατος των δασμών, των κυρώσεων και των αποκλεισμών. Οι ΗΠΑ επιθυμούν να καθυστερήσουν / ανασχέσουν την ανάπτυξη των τεχνολογικών υποδομών της Κίνας για την κυριαρχία στον χώρο της τεχνητής νοημοσύνης και των ασυρμάτων δικτύων 5G & 6G, γεγονός που έχει επιπτώσεις και σε άλλους τομείς, όπως η αγροτική παραγωγή, η κτηνοτροφία και η μεταποίηση. Το 2021, η υπογραφείσα τριμερής συμφωνία της Αυστραλίας με τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο (AUKUS), για επιθετικά πυρηνοκίνητα υποβρύχια (SSN) συμβατικά εξοπλισμένων με πυραύλους Tomahawk, συνδέεται άμεσα με την άνοδο της Κίνας. Η νέα συμφωνία εστιάζεται σε στρατιωτικές δυνατότητες και καλύπτει τους τομείς της τεχνητής νοημοσύνης, του κυβερνοπολέμου, των υποβρυχιακών δυνατοτήτων και των δυνατοτήτων προσβολής μεγάλων αποστάσεων.
Έτσι, μετά από τη σχετικά αργή, υποβαθμισμένη και υποχρηματοδοτούμενη εξέλιξη των υποβρυχίων και των αντίστοιχων ανθυποβρυχιακών δυνατοτήτων μετά την πτώση του τείχους, ακολούθησε η ταχεία δρομολόγηση ναυπήγησης σημαντικών προγραμμάτων. Σε αυτά περιλαμβάνεται η μαζική προσπάθεια της Ρωσίας για τον εκσυγχρονισμό του υποβρυχιακού της στόλου (κλάσεις Borei, Yasen, Laika, κτλ), όπως επίσης και της παραγωγής νέων υπερόπλων (υπερ-υπερηχητικός πύραυλος cruise 3M22 Zircon,[iv] διηπειρωτική πυρηνοκίνητη και πυρηνική τορπίλη αυτόνομης καθοδήγησης Poseidon, κτλ). Ταυτόχρονα, τα υποβρύχια της Κίνας βελτιώνονται διαρκώς και αυξάνονται αριθμητικά, μαζί με τις αντίστοιχες εξαγωγές υποβρυχίων της χώρας αυτής. Μεγάλοι αριθμοί Κινεζικών υποβρυχίων με πρόωση ανεξάρτητη του αέρα έχουν πωληθεί σε Ταϊλάνδη και Πακιστάν. Σήμερα, πέραν των παραδοσιακών εξαγωγικών χωρών υποβρυχίων (Γερμανία, Γαλλία, Ρωσία και Σουηδία), ακόμη περισσότερες χώρες ναυπηγούν και εξάγουν υποβρύχια στην αιχμή της τεχνολογίας ή επιδιώκουν την ανάπτυξη εγχώριων υποβρυχίων (Κίνα, Νότια Κορέα, Ιαπωνία, Τουρκία, Ινδονησία, Βιετνάμ, κτλ). Τεχνολογικές καινοτομίες, όσον αφορά στην ανάπτυξη μπαταριών ιόντων λιθίου, οι οποίες καθιστούν τα υποβρύχια περισσότερο αθόρυβα, αξιόπιστα και με τουλάχιστον διπλάσια διάρκεια επιχειρησιακής δράσης σε κατάδυση (ως προς τις μπαταρίες μολύβδου) έχουν εφαρμοσθεί από την Ιαπωνία (11ο και 12ο υποβρύχιο κλάσης Sōryū) και τη Ν. Κορέα (KSS – III).[v] Μπαταρίες ιόντων λιθίου αναμένεται να έχουν επίσης και τα νέα ταϊβανέζικα υποβρύχια, σε αποτρεπτικό ρόλο εναντίον του τεράστιου στόλου της Κίνας.
Παράλληλα, οι μοντέρνες τορπίλες διαθέτουν πολύ αποτελεσματικότερα συστήματα καθοδήγησης, όπως επίσης δραστικά βελτιωμένες μπαταρίες, με τη βοήθεια των οποίων επιτυγχάνουν πολύ μεγαλύτερη εμβέλεια, ταχύτητα και επιχειρησιακή διάρκεια λειτουργίας. Οι ενισχυμένοι αλγόριθμοι τεχνητής νοημοσύνης, τόσο για τις τορπίλες όσο και για τα ίδια τα επανδρωμένα και μη επανδρωμένα υποβρύχια οχήματα, αναμένεται να συνεισφέρουν σημαντικά στην ανίχνευση και στην αναγνώριση των πραγματικών στόχων ενδιαφέροντος, σε μεγαλύτερες αποστάσεις, με βάση την ακουστική τους υπογραφή.
Σχήμα 17: Το 2012, η Atlas Elektronik παρουσίασε τη Seahake mod4 ER (Enhanced Range), μια έκδοση τορπίλης DM2A4, μήκους 8.7 m, επαυξημένης εμβέλειας 140 – 150 km (ή +75 nm), η μεγαλύτερη που έχει αναφερθεί για εξαιρετικά αθόρυβες τορπίλες συμβατικής πρόωσης. Η ανάπτυξη της τορπίλης ολοκληρώθηκε το 2015.
Για παράδειγμα, η βαρέως τύπου Seahake mod4 ER (Enhanced Range) της Atlas Elektronik, επαυξημένης εμβέλειας 140 – 150 km (ή +75 nm), είναι η μεγαλύτερη που έχει αναφερθεί για εξαιρετικά αθόρυβες τορπίλες συμβατικής πρόωσης. Πέραν της οπτικής ίνας καθοδήγησης, εφαρμόζει καινοτομίες στην πλοήγηση και στην επικοινωνία. Διαθέτει ένα επιπλέον τμήμα με τηλεσκοπικό ιστό, που εξέρχεται από την επιφάνεια της θάλασσας για την ακριβή καθοδήγηση της τορπίλης από το σταθμό ελέγχου. Έχει σχεδιαστεί για δικτυοκεντρική προσέγγιση λειτουργίας και μπορεί να υποστηρίξει δορυφορικές επικοινωνίες και δορυφορική πλοήγηση. Τέλος, μπορεί να βληθεί από υποβρύχια, σκάφη επιφανείας, καθώς επίσης και από ειδικές πλατφόρμες (φορτηγά) ξηράς (έχει σχεδιαστεί να λειτουργεί σε πολύ ρηχά νερά). Η συγκεκριμένη τορπίλη επαναπροσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να συμβούν εμπλοκές σε μελλοντικές ναυτικές επιχειρήσεις, αφού το υποβρύχιο θα βρίσκεται εκτός της εμβέλειας εντοπισμού των πλοίων επιφανείας και των ελικοπτέρων, πραγματοποιώντας επιθέσεις πέραν του ορίζοντα. Με την επιλογή της δορυφορικής καθοδήγησης μέσω του ιστού, η τορπίλη μπορεί να φθάσει στο στόχο σε ασφαλή απόσταση από τη βάλλουσα πλατφόρμα, με το πλεονέκτημα του δύσκολου εντοπισμού της και της μεγαλύτερης μεταφερόμενης εκρηκτικής γόμωσης από οποιοδήποτε κατευθυνόμενο βλήμα, ενώ προσβάλει το πλοίο στόχο κάτω από την ίσαλο γραμμή.
Η τεχνητή νοημοσύνη ήδη εφαρμόζεται ευρέως στα υποθαλάσσια αυτόνομα μη επανδρωμένα οχήματα AUVs, που επιχειρούν μεμονωμένα ή σε κοπάδια (swarms), με αποτελέσματα ίσως και ανώτερα από των ανθρώπων χειριστών σε σημαντικούς τομείς, όπως είναι η ανίχνευση και η αναγνώριση υποβρυχίων στόχων. Οι νεότερες τορπίλες έχουν ακόμη μεγαλύτερη αυτονομία, ενώ τα όρια διάκρισης με τα αυτόνομα μη επανδρωμένα οχήματα γίνονται περισσότερο θολά. Τα μεγαλύτερα από τα αυτόνομα υποβρύχια οχήματα, είναι γνωστά ως μεγάλου εκτοπίσματος μη επανδρωμένα υποθαλάσσια οχήματα LUUV ή XLUUV (Large ή eXtra-Large Unmanned Underwater/Undersea Vehicles). Τα πιο μεγάλα AUV προορίζονται σε ρόλους κατασκοπίας, πόντισης ναρκοπεδίων, εκτόξευσης πυραύλων cruise, ακόμη και τορπιλικών επιθέσεων εναντίον πλοίων επιφανείας.
Σχήμα 18: Η εξέλιξη των διαφόρων τύπων και μεγεθών μη επανδρωμένων υποβρύχιων οχημάτων UUV/AUV του αμερικανικού ναυτικού. Πολλά από αυτά, εφαρμόζουν εξελιγμένους αλγορίθμους τεχνητής νοημοσύνης για την αυτόνομη εκπλήρωση της αποστολής τους (MCM, ISR, κτλ). Η επιχειρησιακή τους χρήση στοχεύει στη μείωση των απωλειών ανθρώπινου δυναμικού και στις χαμηλότερες δαπάνες απόκτησης, συντήρησης και χρήσης, σε αυξημένο συμπληρωματικό και επικουρικό ρόλο με τα παραδοσιακά επανδρωμένα υποβρύχια.
Σχήμα 19: Η Κίνα χρησιμοποιεί τα μεσαίου μεγέθους μη επανδρωμένα υποβρύχια οχήματα Sea Wing (Haiyi) με πρόωση μεταβαλλόμενης πλευστότητας (gliders), τα οποία αναπτύσσει και συλλέγει μετά από μήνες λειτουργίας στη θάλασσα. Αυτά, ομοιάζουν με τα αντίστοιχα LBS-G (Littoral Battlespace Sensing-Glider) του αμερικανικού ναυτικού. Το Δεκέμβριο του 2016 η Κίνα κατάσχεσε ένα αμερικανικό κατασκοπευτικό υποβρύχιο όχημα LBS-G στη Νότια Κινεζική θάλασσα. Γενικά, η κινεζική τεχνολογία UUV αναπτύσσεται πλησιάζοντας την αντίστοιχη αμερικάνικη. Το μεγαλύτερο κατασκοπευτικό αυτόνομο υποβρύχιο όχημα HSU-001 αναπτύσσεται από την Κίνα για τη συλλογή βαθυθερμογραφικών παρατηρήσεων και άλλων πληροφοριών.
Σχήμα 20: Μεταξύ των πολλών περιστατικών εντοπισμού μη επανδρωμένων υποβρυχίων οχημάτων της Κίνας, σε ινδονησιακά ύδατα, ήταν αυτό του Δεκεμβρίου 2020. Ένα κινέζικης προέλευσης υποβρύχιο όχημα Sea Wing της υπηρεσίας “Shenyang Institute of Automation Chinese Academy of Sciences” κατασχέθηκε από την Ινδονησία στα στενά ναυσιπλοΐας νοτίως της νήσου Σουλαουέσι (Κελέβης). Το όχημα ενδεχομένως χαρτογραφούσε το βυθό με χρήση sonar, όπως επίσης λάμβανε βαθυθερμογραφικές παρατηρήσεις, για τον προσδιορισμό των βέλτιστων διαδρομών υποβρυχίων σε κατάδυση προς τον Ινδικό ωκεανό και την Αυστραλία. Το συγκεκριμένο υδρόπτερο υποβρύχιο όχημα επιτήρησης, μήκους 2.25 m φέρει συρόμενη κεραία μήκους 93 cm, ενώ διαθέτει εκπέτασμα πτερυγίων 50 cm και πρόωση μεταβαλλόμενης πλευστότητας (sea glider), η οποία μετατρέπει μικρές μεταβολές της πλευστότητας σε εμπρόσθια κίνηση.
Σχήμα 21: Το πολλαπλών αποστολών ισραηλινό USV όχημα Seagull μεταφέρεται και αναπτύσσεται στην περιοχή των επιχειρήσεων, όπου κινείται με αυτόνομους αλγόριθμους ναυτιλίας και αποφυγής συγκρούσεων.
Το υψηλό κόστος και οι χρονοβόρες διαδικασίες των παραδοσιακών ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων απαιτούν εκτεταμένες εναέριες περιπολίες και αριθμό πολεμικών πλοίων επιφανείας που πολλές φορές δεν επαρκούν. Έτσι, το ενδιαφέρον στρέφεται και σε χαμηλότερου κόστους μη επανδρωμένες αυτόνομες πλατφόρμες επιφανείας πολλαπλών αποστολών USV (Unmanned Surface Vehicles), όπως πχ το πολλαπλών αποστολών USV Seagull της ισραηλινής Elbit Systems. Το συγκεκριμένο όχημα, μήκους 12 m, μεταφέρεται και αναπτύσσεται στην περιοχή των επιχειρήσεων, όπου κινείται με αυτόνομους αλγόριθμους ναυτιλίας και αποφυγής συγκρούσεων. Φέρει δύο μηχανές diesel με δύο αντίστοιχες προπέλες, ενώ περιλαμβάνει και ικανότητα δυναμικής διατήρησης θέσης με πλευρικά thruster. Διαθέτει δορυφορικές επικοινωνίες (ώστε να ελέγχεται από οποιαδήποτε απόσταση), δικτυακές επικοινωνίες, τηλεχειρισμό αισθητήρων και όπλων (μπορεί να φέρει δύο ανθυποβρυχιακές τορπίλες Mk-46, A244/S Mod.3 και MU90), με χρόνο on-task τεσσάρων ημερών σε κατάσταση θαλάσσης (sea state) έως και 5. Διαμορφώνεται σε ελάχιστο χρόνο ανάλογα με την αποστολή, όπως πχ ναρκοθηρία (MCM), ηλεκτρονικός πόλεμος (EW), υδρογραφικές εργασίες ή ανθυποβρυχιακός πόλεμος (ASW). Αποτελεί σχετικά αθόρυβη πλατφόρμα, με αλουμινένια γάστρα και συνθετικά υλικά, άτρωτη σε τορπιλικές επιθέσεις. Μπορεί να ελέγχει άλλες μη επανδρωμένες πλατφόρμες, όπως πχ υποβρύχια και εναέρια οχήματα / drones.
Η Elbit πειραματίζεται και με την ενσωμάτωση μιας ρυμουλκούμενης συστοιχίας TRAPS (Towed Reelable Active-Passive Sonar), καθώς επίσης με την εκτόξευση και τον έλεγχο μικρών ελικοφόρων UAS (Unmanned Aircraft System) με dipping sonar, αλλά και UAS σταθερών πτερύγων που έχουν δυνατότητα ρίψης ηχοσημαντήρων. Αυτόματα συστήματα λήψης απόφασης για την αναγνώριση στόχων, αξιολόγηση της απειλής και την περαιτέρω απαιτούμενη δράση εφαρμόζονται ανάλογα με τους πιθανούς και τους επιβεβαιωμένους στόχους.
Σχήμα 22: Το πρόγραμμα ACTUV (Antisubmarine Warfare Continuous Trail Unmanned Vessel) των DARPA και ONR (Office of Naval Research) αφορά στην ανάπτυξη ενός αυτόνομου, μη επανδρωμένου (ρομποτικού) σκάφους επιφανείας (USV), μήκους 40 m. Το πρωτότυπο φέρει την ονομασία Sea Hunter και θα είναι ικανό για υπερωκεάνιες επιχειρήσεις, για μακρά χρονικά διαστήματα 2-3 μηνών, με σχετικά πολύ χαμηλό κόστος. Η βασική του αποστολή θα είναι η ανίχνευση και παρακολούθηση εξαιρετικά αθόρυβων συμβατικών υποβρυχίων.
Το πρόγραμμα ACTUV (Antisubmarine Warfare Continuous Trail Unmanned Vessel) των DARPA και ONR (Office of Naval Research) αφορά στην ανάπτυξη ενός αυτόνομου, μη επανδρωμένου (ρομποτικού) σκάφους επιφανείας (USV), μήκους 40 m. Το πρωτότυπο φέρει την ονομασία Sea Hunter και θα είναι ικανό για υπερωκεάνιες επιχειρήσεις, για μακρά χρονικά διαστήματα 2-3 μηνών, με σχετικά πολύ χαμηλό κόστος. Η βασική του αποστολή θα είναι η ανίχνευση και παρακολούθηση εξαιρετικά αθόρυβων συμβατικών υποβρυχίων. Επίσης, θα μπορεί να πραγματοποιεί ευρεία γκάμα αποστολών που μπορεί να του ανατεθούν από το αμερικανικό πολεμικό ναυτικό (επιχειρήσεις ναρκοπολέμου, κτλ), με διαφορετικό εξοπλισμό. Σύμφωνα με την εταιρεία κατασκευής Leidos, το σκάφος είναι σχεδιασμένο ώστε να μπορεί να επιχειρεί για μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς πλήρωμα, με ελάχιστη ανθρώπινη παρέμβαση ή επίβλεψη κατά τη διάρκεια της αποστολής του. Το σκάφος κινείται με δύο κινητήρες diesel και μπορεί να φθάσει την ταχύτητα 27 knots.
Από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει το πρόγραμμα είναι η ανάπτυξη αξιόπιστων και ανθεκτικών, αυτόματων συστημάτων που θα μπορούν να εντοπίζουν και να παρακολουθούν κοντινά σκάφη επιφανείας και πιθανούς κινδύνους πλοήγησης, να καταχωρούν τα χαρακτηριστικά τους και να παρέχουν δεδομένα στο λογισμικό του για τη διόρθωση των συμπεριφορών του σκάφους, σε συμμόρφωση με τους διεθνείς κανονισμούς πρόληψης συγκρούσεων στη θάλασσα. Όσον αφορά στον εντοπισμό άλλων σκαφών βασίζεται πρωταρχικά στη χρήση ραντάρ. Ωστόσο, για την ενίσχυση των δυνατοτήτων στην αναγνώρισή και στην ταυτοποίηση άλλων πλοίων, και για τη μείωση της εξάρτησης μόνον από το ραντάρ, ερευνώνται και άλλες διαθέσιμες τεχνολογίες, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν, όπως πχ συστήματα αισθητήρων, λογισμικό και hardware που αξιοποιούν παθητικά ηλεκτροοπτικά / υπέρυθρα συστήματα ή ενεργά συστήματα LIDAR. Η DARPA ενδιαφέρεται για συστήματα, λογισμικό και hardware που αξιοποιούν παθητικούς (ηλεκτροοπτικούς & IR) ή ενεργούς (πέραν του ραντάρ) αισθητήρες (LIDAR).
Σχήμα 23: Το τουρκικής κατασκευής Aksungur (πρώην Anka-2) της ΤΑΙ αποτελεί σύστημα UAV/UAS με ανθυποβρυχιακές δυνατότητες. Είναι αερόχημα μέσου υψομέτρου (έως και 40 kft), ταχύτητας 130 knots, ωφέλιμου φορτίου 750 kg, μεγάλης επιχειρησιακής παραμονής στον αέρα (έως και 60 ώρες, αναλόγως φορτίου και ύψους πτήσης), κατηγορίας MALE (Medium Altitude Long Endurance), ικανό να διεξάγει ημερήσιες και νυκτερινές αποστολές συλλογής πληροφοριών, επιτήρησης και αναγνώρισης ISR (Intelligence, Surveillance & Reconnaissance), ναυτικές περιπολίες, αλλά και αποστολές κρούσης με ποικιλία όπλων αέρος-εδάφους. Μεταξύ των αισθητήρων διαθέτει ηλεκτρονικό εξοπλισμό υποκλοπών SIGINT & ELINT, ραντάρ συνθετικού διαφράγματος (SAR) και GMTI, καθώς επίσης δορυφορικές επικοινωνίες (SATCOM), ανθεκτικές σε περιβάλλον παρεμβολών για τον έλεγχό του αεροχήματος. Μεταφέρει ευρεία γκάμα πυραύλων, βομβών και βλημάτων (UMTAS, MAM-L, Cirit, MAM-C, κτλ). Έχει ικανότητα μεταφοράς ατρακτιδίων ανιχνευτών μαγνητικών ανωμαλιών MAD (Magnetic Anomalies Detectors) και ρίψης ηχοσημαντήρων. Παρόμοιας φιλοσοφίας είναι το Ισραηλινό Hermes 900 της Elbit, το MQ-9A Block V Reaper της General Atomics, αλλά και το πολύ μεγαλύτερο MQ-4C Triton της Northrop Grumman (βασισμένο στο RQ-4 Global Hawk).
Σχήμα 24: Η ιδέα του αυτόνομου, αναλώσιμου εναέριου UAV ανθυποβρυχιακού συστήματος HAASW (High Altitude ASW) – UTAS (Unmanned Targeting Air System) περιλαμβάνει διάταξη MAD (Magnetic Anomaly Detector), για αυτόνομη ή ημιαυτόνομη ανίχνευση, παρακολούθηση, στοχοποίηση και επίθεση εναντίον υποβρυχίων από το συνεργαζόμενο αεροσκάφος ναυτικής συνεργασίας P-8 Poseidon, από το οποίο ρίπτεται.
Μια αναπτυσσόμενη τεχνική εντοπισμού υποβρυχίων σε κατάδυση, ακόμη και τορπιλών, η οποία όμως μέχρι σήμερα έχει πρακτικά εφαρμοσθεί κυρίως για τον εντοπισμό αγκυροβολημένων ναρκών, είναι η χρήση εναέριων συστημάτων μπλε-πράσινου laser. Η συγκεκριμένη ακτινοβολία παρουσιάζει τη μεγαλύτερη διεισδυτικότητα στο εσωτερικό της θαλάσσιας μάζας (μερικές δεκάδες μέτρα ή περισσότερο, ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες), συγκριτικά με τη μικρομετρική, τη χιλιοστομετρική, την υπέρυθρη, την υπεριώδη ή οποιαδήποτε άλλη ακτινοβολία του ορατού φάσματος.
Η εμπλεκόμενη τεχνολογία βασίζεται σε οπτικά είδωλα που παράγονται μέσω ενός εναέριου ή δορυφορικού συστήματος LIDAR (Light Detection and Ranging). Το LIDAR εκπέμπει παλμούς laser και μετρά το χρόνο και την ένταση των επιστρεφόμενων σημάτων. Με τον τρόπο αυτό, ανιχνεύεται είτε απευθείας το υποβρύχιο σε κατάδυση είτε οι διαταραχές που αυτό προκαλεί στη θαλάσσια επιφάνεια. Επί του παρόντος, τα συστήματα LIDAR ανιχνεύουν αντικείμενα σε βάθη έως και 200 m, με την πολύ φιλόδοξη προοπτική ορισμένα να φθάσουν έως και τα 500 m. Η Κίνα αναπτύσσει δορυφορικό σύστημα laser για την επιτήρηση των ωκεανών και τον εντοπισμό υποβρυχίων σε βάθη κατάδυσης έως και 500 m, σε συνεργασία με μικροκυματικό ραντάρ που θα ανιχνεύει ενδεχόμενες διαταραχές της θαλάσσιας επιφάνειας από τη διέλευση των υποβρυχίων.
Σχήμα 25: Το Κινεζικό πρόγραμμα Guanlan αποσκοπεί στη δημιουργία δορυφόρων ανίχνευσης υποβρυχίων έως και 500 m κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, με τη χρήση παλμικού laser υψηλής ισχύος, σε διαφορετικά μήκη κύματος που επιτρέπουν στους ευαίσθητους δέκτες να συλλέγουν περισσότερες πληροφορίες από διαφορετικά βάθη. Οι παραγόμενες δέσμες laser μπορούν να καλύπτουν εύρος περιοχή 100 km ή να επικεντρώνονται σε ζώνη πλάτους μόλις ενός χιλιομέτρου. Το laser επικεντρώνεται στο θερμοκλινές, όπου η θερμοκρασία μεταβάλλεται απότομα, περιοχή την οποία εκμεταλλεύονται τα υποβρύχια για να αποφύγουν τον ηχητικό εντοπισμό τους.
Επίλογος
Συνοψίζοντας, γίνεται εμφανές ότι με τη συνεχιζόμενη γεωπολιτική αβεβαιότητα και την εφαρμογή των ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων, η αποτελεσματικότητα και επικινδυνότητα των μοντέρνων υποβρυχίων έχει αυξηθεί δραματικά σε όλους τους τομείς των σύγχρονων ναυτικών επιχειρήσεων. Τα νέα υποβρύχια έχουν καταστεί πολύ αθόρυβα, επιχειρούν βαθύτερα για την αποφυγή του εντοπισμού τους, έχουν επαυξημένο χρόνο παραμονής σε κατάδυση, ενώ διαθέτουν ικανότερες τορπίλες μεγαλύτερης εμβέλειας, με δυνατότητα βολής από μεγάλα βάθη και από μεγάλες αποστάσεις ασφαλείας, χωρίς να αναγκάζονται να εισέρχονται στην ανθυποβρυχιακή ζώνη του αντιπάλου. Επίσης, μπορεί να είναι εξοπλισμένα με μοντέρνους υπερ-υπερηχητικούς πυραύλους (cruise ή βαλλιστικούς), για την προσβολή στόχων ξηράς και πλοίων επιφανείας, ακόμη και ομάδων αεροπλανοφόρων.
Παράλληλα, οι τεχνολογίες ανίχνευσης των υποβρυχίων έχουν και αυτές βελτιωθεί, παρότι το εξαιρετικά περίπλοκο υποθαλάσσιο περιβάλλον, ιδιαίτερα των παρακτίων υδάτων, δυσκολεύει σημαντικά τις αναλαμβανόμενες προσπάθειες αποτελεσματικής αντιμετώπισης, τόσο της υποβρυχιακής – τορπιλικής, όσο και της ναρκικής απειλής.
Στο μέλλον, η τεχνολογική πρόοδος θα συνεχίσει να κάνει τα υποβρύχια πιο κρυφά και τα συστήματα ανίχνευσης πιο αποτελεσματικά στη συνεχιζόμενη εξέλιξη του ανθυποβρυχιακού πολέμου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[i] Σύμφωνα με τον κοινωνικο-οικονομικό νόμο του Gordon E. Moore (συνιδρυτής και επίτιμος πρόεδρος της Intel), η πυκνότητα ολοκλήρωσης των εμπορικών ολοκληρωμένων κυκλωμάτων πυριτίου (chips) και επομένως η υπολογιστική / επεξεργαστική τους ισχύς, διπλασιάζεται περίπου κάθε 24 μήνες. Οι σημερινοί μικροεπεξεργαστές διαθέτουν πολλά δισεκατομμύρια transistors. Αποτέλεσμα αυτής της τεχνολογίας, είναι και οι προγραμματιζόμενες λογικές συστοιχίες FPGA (Field-Programmable Gate Arrays), με πλήρως αναδιαμορφώσιμα στοιχεία VLSI, τα οποία τους επιτρέπουν να επαναπρογραμματίζονται κατά βούληση. Η υψηλή τους πυκνότητα επιτρέπει την εκτέλεση πολύπλοκων υπολογισμών σε υψηλές ταχύτητες.
[ii] Μερικά παραδείγματα αποτελούν η αλλαγή της κεντρικής συχνότητας και του εύρους συχνοτήτων λειτουργίας (μπάντας FM), η επιλογή της διαμόρφωσης του εκπεμπόμενου σήματος, η κατάλληλη λοβοποίηση, η επιλογή της κατακόρυφης κλίσης του κύριου λοβού, η επιλογή του κατάλληλου βάθους προβολέα ή/και συστοιχίας υδροφώνων, κ.τ.λ..
[iii] Η διαλειτουργικότητα (interoperability) αποτελεί την ικανότητα αποτελεσματικής διεξαγωγής ασκήσεων και επιχειρήσεων μεταξύ διαφορετικών μονάδων/δυνάμεων, με σκοπό την επίτευξη της ανατεθείσας αποστολής. Είναι ιδιαίτερα απαραίτητη σε πολεμικές επιχειρήσεις υψηλής έντασης (high intensity operations). Επηρεάζεται άμεσα από παράγοντες όπως η ομοιότητα (commonality) δογμάτων/αντιλήψεων, διαδικασιών και εξοπλισμού, καθώς επίσης και από τη συμβατότητα (compatibility) και εναλλαξιμότητα (interchangeability) μεταξύ των διαδικασιών, εξοπλισμού και υπηρεσιών. Οι παράγοντες αυτοί θεωρούνται επίπεδα της τυποποίησης (standardization), μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η διαλειτουργικότητα. Η διαλειτουργικότητα αρχίζει ως διαδικασία “bottom-up” και στη συνέχεια ακολουθεί η εφαρμογή της ως διαδικασία “top-down”. Για την έκταση της εφαρμογής της είναι υπεύθυνα τα εμπλεκόμενα κράτη, τα οποία είναι επίσης υπεύθυνα και για την εκπαίδευση (training) και τη διοικητική μέριμνα (logistics). Κλειδιά για την ορθή εφαρμογή της διαλειτουργικότητας είναι η υιοθέτηση και χρήση κοινής ορολογίας και αντίληψης (terminology & common understanding). Όμως, η διαλειτουργικότητα εμπεριέχει μεγάλο αρχικό οικονομικό κόστος και γι’ αυτό ίσως πρακτικά δεν εφαρμόζεται απόλυτα από όλα τα κράτη. Ο αρμόδιος οργανισμός για την προώθηση της διαλειτουργικότητας στο ΝΑΤΟ, είναι ο NSO (NATO Standardization Organization) με το εκτελεστικό του όργανο NSA (NATO Standardization Agency) που είναι υπεύθυνο για την τυποποίηση. Επισημαίνεται, ότι η προώθηση της διαλειτουργικότητας θεωρείται κεντρικό στοιχείο του μετασχηματισμού (transformation) των στρατιωτικών δυνατοτήτων του ΝΑΤΟ.
[iv] Σχετικά με τα πιο μοντέρνα ρωσικά βλήματα cruise που εκτοξεύονται από υποβρύχια σε κατάδυση:
3M22 Zircon (SS-N-33), με πρόωση scramjet (υπέρ-υπερηχητικό έως Mach 8-9) και εμβέλεια >1000 km. Δεν υπάρχουν ακόμη συστήματα αεράμυνας που να μπορούν να αντιδράσουν αποτελεσματικά σε βλήματα με τέτοιες ταχύτητες.
P-800 Oniks, με πρόωση ramjet (υπερηχητικό sea skimming, στην τερματική φάση Mach 3+) και εμβέλεια έως 800 km
3M-54 Kalibr (Club), έως Mach 2.5 στην τερματική φάση και εμβέλεια 660 km
P-700 Granit, έως Mach 2.5+ σε μεγάλα ύψη, Mach 1.6 σε χαμηλά ύψη και εμβέλεια 600 km. Τα βλήματα αυτά εξόπλιζαν τα τρίτης γενιάς SSGN (Oscar II) και για πρώτη φορά είχαν τη δυνατότητα προσβολής χωρίς να κινδυνεύει να εντοπισθεί η θέση του υποβρυχίου (flaming datum), μετατρέποντας το ναυτικό πόλεμο στον ανοικτό ωκεανό, από συνδυασμό ανθυποβρυχιακού και αντιαεροπορικού πολέμου, σε αποκλειστικό πρόβλημα αεράμυνας.
Παλαιότερων δεκαετιών αντίστοιχα βλήματα σοβιετικών υποβρυχίων SSGN ήταν κατά σειρά εμφάνισης, τα υποηχητικά P-70 Ametist (εμβέλειας 80 km), P-15 Styx (εμβέλειας 80 km) και P-120 Malakhit (εμβέλειας 120 km). Λόγω της σχετικά περιορισμένης εμβέλειας των βλημάτων αυτών, η χρήση τους επέφερε με υψηλή πιθανότητα εντοπισμού του βάλλοντος υποβρυχίου (flaming datum).
[v] Τα συμβατικής πρόωσης υποβρύχια κλάσης KSS III (Batch I & ΙΙ) της Νότιας Κορέας διαθέτουν σύστημα κατακόρυφης εκτόξευσης VLS (Vertical Launching System) των εγχώριας ανάπτυξης και κατασκευής βλημάτων cruise Chonryong ή Haeseong III (βεληνεκούς 1500 km) και των βαλλιστικών πύραυλων SLBM Hyunmoo (βεληνεκούς 700 km, με ικανότητα ακριβούς προσβολής στόχων κρίσιμης σημασίας). Τα Batch II διαθέτουν σύστημα αναερόβιας πρόωσης με κυψέλες υδρογόνου. Η Νότιος Κορέα εκτιμά ότι μόνον τα υποβρύχια, ως προς τα πλοία επιφανείας, έχουν δυνατότητες ασφαλούς δράσης και επιβίωσης μέσα στο βεληνεκές των βλημάτων της Βόρειας Κορέα. Σήμερα, για την αναβάθμιση της ναυτικής τους ισχύος, πολλές χώρες επενδύουν σε μοντέρνα υποβρύχια αυξημένων επιχειρησιακών ικανοτήτων.
Σήμερα, στις σημαντικές απειλές εναντίον των πλοίων επιφανείας περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων και οι hypersonic βαλλιστικοί πύραυλοι ASBM (Anti-Ship Ballistic Missiles) & ALBM (Air-Launched Ballistic Missiles). Το αμερικανικό ναυτικό ερευνά ενδεχόμενα αντίμετρα για την αντιμετώπισή τους, τόσο κατά την ενδιάμεση φάση καθοδήγησης (παρεμβολές επικοινωνιακών ζεύξεων, κ.τ.λ.), όσο και για την κατάρριψή τους κατά την τερματική φάση καθοδήγησης.