Το ναυτικό πυροβόλο ιστορικά ήταν το κύριο οπλικό σύστημα των μονάδων επιφανείας τους τελευταίους αιώνες. Ακόμη και με την τοποθέτηση τορπιλοσωλήνων στα πλοία, τόσο η άμυνα όσο και η επίθεση τους βασιζόταν σε ένα πλήθος πυροβόλων διαφορετικού διαμετρήματος. Έτσι κατασκευάστηκαν θαύματα της μηχανικής, όπως τα θηριώδη πυροβόλα 15, 16 έως και 18 ιντσών, που τοποθετήθηκαν σε θωρηκτά των 2 Παγκοσμίων Πολέμων. Πολλοί ίσως να θυμόμαστε την τελευταία δράση των μεγάλων πυροβόλων, στον 1ο Πόλεμο του Κόλπου, όταν τα αμερικανικά θωρηκτά USS Missouri και USS Wisconsin, έριξαν πάνω από 1.000 βλήματα των 16 ιντσών κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων.
Με την εμφάνιση όμως των πυραύλων και τη χρήση τους κατά στόχων επιφανείας, αέρος και ξηράς, τα ναυτικά πυροβόλα άρχισαν να αποτελούν ένα δευτερεύουσας σημασίας οπλικό σύστημα, προοριζόμενο κυρίως σε αμυντικούς ρόλους και υποστήριξης. Αυτό συνέβη διότι η χρήση των πυραυλικών συστημάτων αύξησε δραματικά την ακρίβεια προσβολής και την εμβέλεια. Εντούτοις τα πυροβόλα είχαν και έχουν κάποια σημαντικά πλεονεκτήματα που δεν μπορούν να παραγνωρισθούν.
- Χαμηλό κόστος βλήματος
- Μεγάλη αναχορηγία
- Μεγάλη ποικιλία στις εκρηκτικές κεφαλές
- Προφίλ πτήσης βλήματος και ταχύτητα που το κάνει πρακτικά μη ανασχέσιμο.
Ως εκ τούτου έπρεπε να βρεθεί τρόπος να αξιοποιηθούν κατάλληλα και με τη χρήση της τεχνολογίας να εξαλειφθούν οι αδυναμίες τους, όπως η μη κατεύθυνση των βλημάτων. Αυτό έρχεται να κάνει το ολοκληρωμένο σύστημα Vulcano της ιταλικής Leonardo.
Το Vulcano αναλυτικά
Η Leonardo, θέλοντας να καλύψει το σύνολο των αναγκών παράγει το Vulcano ως:
- Βλήμα των 76χιλ. για ναυτικά πυροβόλα
- Βλήμα των 127χιλ. για ναυτικά πυροβόλα
- Βλήμα των 155χιλ. για πυροβόλα ξηράς
- Ολοκληρωμένο σύστημα που περιλαμβάνει το πυροβόλο 127/64 LW, το αυτοματοποιημένο σύστημα διαχείρισης πυρομαχικών και το σύστημα ελέγχου και υποστήριξης ναυτικών πυρών.
Τα βλήματα παράγονται ως δύο γενικές κατηγορίες, τα μη κατευθυνόμενα εκτεταμένης εμβέλειας (BER) και τα κατευθυνόμενα μακράς εμβέλειας (GLR). Σύμφωνα με την εταιρία, τα πρώτα μπορούν να βληθούν από κάθε πυροβόλο που βρίσκεται σήμερα σε υπηρεσία, το μόνο που χρειάζεται είναι νέοι πίνακες βολής. Τα κατευθυνόμενα επίσης μπορούν να βληθούν από κάθε πυροβόλο με την υιοθέτηση ενός κιτ προσαρμογής.
O πυροσωλήνας είναι πολλαπλής λειτουργίας, με τις εξής επιλογές: υψομέτρου, προσέγγισης, εναέριας θραυσματοποίησης (Air Burst Munition), πρόσκρουσης και πρόσκρουσης με καθυστέρηση.
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν τα κατευθυνόμενα βλήματα καθώς πρακτικά μετατρέπουν κάθε ναυτική πλατφόρμα, σε ένα επιθετικό σύστημα εκπομπής πυρών μεγάλης εμβέλειας και υψηλής ακριβείας. Κι εδώ οι επιλογές είναι αρκετές καθώς στη βασική διαμόρφωση το βλήμα κατευθύνεται προς το στόχο μέσω GPS/IMU (συνδυασμός GPS με αδρανειακή καθοδήγηση), επιτυγχάνοντας ακρίβεια βολής μικρότερης των 5 μέτρων. Ο χρήστης μπορεί να επιλέξει ως επιπλέον διαμόρφωση, βλήμα με υπέρυθρο IR αισθητήρα, αυτόνομης τερματικής καθοδήγησης, είτε αισθητήρα ημιενεργού laser SAL, για ακόμη πιο αυξημένες επιδόσεις ακρίβειας, με απαίτηση να υπάρχει κατάδειξη του στόχου, π.χ. με laser (από εναέριο μέσο, μια παράκτια μονάδα εφόσον μιλάμε για ναυτικό στόχο, από τμήμα ειδικών δυνάμεων κ.ο.κ.). Σε αυτή τη διαμόρφωση η ακρίβεια του βλήματος είναι μικρότερη των 3 μέτρων και ενδείκνυται κατά κινούμενων στόχων.
Σημαντικό είναι ότι τα βλήματα 127 και 155 χιλ. μπορούν να προγραμματιστούν για προσβολή σχεδόν 90 μοιρών επί του στόχου (πρακτικά κάθετη κρούση), επιτυγχάνοντας έτσι την μεγιστοποίηση της ακρίβειας προσβολής όπως και της αποτελεσματικότητας της κεφαλής, ενώ αφήνει πρακτικά ελάχιστα περιθώρια αντίδρασης στα μέσα του αντιπάλου.
Η αυξημένη εμβέλεια των βλημάτων επιτρέπει την εκπομπή πυρών από ασφαλή απόσταση. Έτσι, ένα πυροβόλο 76 χιλ. επιτυγχάνει εμβέλειες άνω των 30 χλμ. με χρήση BER και άνω των 40 με χρήση GLR, ενώ ένα πυροβόλο των 127χιλ. φθάνει άνω των 60 χλμ. για BER και άνω των 80 χλμ. για GLR! Συγκριτικά, με συμβατικά πυρομαχικά, οι μέγιστες εμβέλειες είναι 20 χλμ. για τα Oto Melara Super Rapido 76 χιλ. και και 24 χλμ. για τα Mk45 mod2 127 χιλ. που υπηρετούν σήμερα στο ΠΝ αντίστοιχα.
Η πιθανότητα άμεσης ένταξης στο Πολεμικό Ναυτικό
Όπως έχουμε ήδη γράψει στα πλαίσια του προγράμματος νέων κορβετών, η Fincantieri έχει εντάξει ως εναλλακτική στην προσφορά της, τη δυνατότητα άμεσης ενίσχυσης του ΠΝ με την πώληση των 2 πρώτων φρεγατών (περιπολικών ανοιχτής θαλάσσης) κλάσης PPA, το Paolo Thaon Di Revel και το Francesco Morosini.
Ιταλική επέλαση: Το πρώτο PPA μπορεί να είναι στην Ελλάδα εντός 2022, το κόστος στα 500 εκ. ευρώ
Το πλοίο φέρει ήδη το πυροβόλο Leonardo 127/64 LW και μπορεί να προσβάλει στόχους ξηράς και επιφανείας με εξαιρετική ακρίβεια. Επομένως σε πιθανή επιλογή της ιταλικής πρότασης το ΠΝ θα γινόταν άμεσα χρήστης του συστήματος. Και θα έβλεπε στην πράξη τις δυνατότητες του συγκεκριμένου πυροβόλου, ώστε να σχεδιαστούν ανάλογα σενάρια χρήσης του.
Μιας και στις FDI μπορεί να εγκατασταθεί το ίδιο σύστημα, θα ήταν σκόπιμο να διερευνηθεί η πιθανότητα τοποθέτησής του και σε κάποιες επιπλέον κύριες μονάδες, έτσι ώστε να το ΠΝ να μπορέσει να εκμεταλλευτεί σε μεγαλύτερο εύρος τα πλεονεκτήματα που προσφέρει, όπως η προβολή ισχύος στην ξηρά. Για παράδειγμα σημαντικές υποδομές του αντιπάλου θα είναι πλέον εντός εμβέλειας των πυροβόλων του ΠΝ, όπως αποθήκες καυσίμων και πυρομαχικών, ναύσταθμοι, αντιαεροπορικά συστήματα, κινητά ραντάρ, ακόμη και ακτές όπου είτε ετοιμάζεται για αναχώρηση, είτε πραγματοποιείται αποβατική ενέργεια, Και η προσβολή τους θα μπορούσε να εξασφαλιστεί με ικανοποιητικό κόστος και χωρίς πρακτικά δυνατότητα επαρκούς άμυνας από μέρους του αμυνομένου.
Φυσικά παραμένει η ναυτική χρήση του Vulcano σε μεγάλες αποστάσεις, όπου η υψηλή ακρίβεια σε συνδυασμό με την κατάδειξη, π.χ. από τα χιλιάδες νησιά του Αιγαίου, θα κάνει την κίνηση τουρκικών πλοίων έως και “αδύνατη”, πέρα βέβαια από την απειλή των αντιπλοικών πυραύλων. Γενικότερα είναι σημαντικό η Ελλάδα να αναζητήσει σύγχρονες λύσεις πυροβολικού, τόσο ναυτικών πλατφορμών όσο και συστημάτων ξηράς, με κατευθυνόμενα βλήματα (που είναι διεθνής τάση) ώστε να μεγιστοποιήσει την αποτελεσματικότητα τους παραμένοντας σε λογικό κόστος προμήθειας και χρήσης.