Γράφει ο Ηρακλής Μαρδύρης
Στο πρώτο άρθρο της σειράς είχαμε κάνει μια εισαγωγή στη μοντέρνα χρήση των υποβρυχίων και στον ανθυποβρυχιακό πόλεμο, στο δεύτερο συνεχίσαμε με το σόναρ και τους ηχοσημαντήρες, στο τρίτο με τον παθητικό εντοπισμό υποβρυχίων, στο τέταρτο με την πρακτική χρήση ηχοσημαντήρων και στο πέμπτο με τα ενεργητικά σόναρ.
Ανθυποβρυχιακός Πόλεμος – Παθητικός Εντοπισμός: SE=SL–AN–PL+DI
Ανθυποβρυχιακός Πόλεμος – Ενεργητικά Σόναρ: EL = SL – 2TL + TS – (NL – DI) / DT
Σε αυτό το άρθρο θα ασχοληθούμε με τα μη επανδρωμένα μέσα και το πως θα αλλάξουν τη μορφή του πολέμου στη θάλασσα.
Τα υποβρύχια αποτελούν μια απειλή για τις παραδοσιακές ναυτικές δυνάμεις από την εποχή του Α’ ΠΠ και δίνουν τη δυνατότητα σε πιο αδύναμα ναυτικά να εξαπολύσουν αιφνιδιαστικές επιθέσεις και να αποκόψουν τον αντίπαλο από τη θάλασσα.
Τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη υποβρυχίων νέας τεχνολογίας έχει κάνει την αντιμετώπιση τους δυσχερή, καθώς το δόγμα ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων και ο αντίστοιχος εξοπλισμός έχει τις ρίζες του στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Οι υποβρυχιακοί στόλοι τόσο της Ρωσίας, όσο και της Κίνας εκσυγχρονίζονται με ταχύς ρυθμούς τόσο με πυρηνικά όσο και με diesel υποβρύχια (αλλά και μη επανδρωμένα οχήματα) που φέρουν εξελιγμένους αισθητήρες, μπορούν να δράσουν σε δικτυοκεντρικό περιβάλλον και μπορούν να εξαπολύσουν μια ποικιλία όπλων, όπως βαλλιστικούς πυραύλους. Επίσης ανταγωνιστικές προς τη Δύση χώρες όπως το Ιράν και η Βόρεια Κορέα έχουν αποκτήσει πρόσβαση σε μοντέρνα υποβρυχιακή τεχνολογία. Παρόμοια, η Τουρκία έχει σε εξέλιξη το πιο ακριβό αμυντικό πρόγραμμα της ιστορίας της (πίσω από το ατυχές πλέον πρόγραμμα απόκτησης F-35), αυτό τις απόκτησης έξι υποβρυχίων U214 τεχνολογίας AIP.
Αυτό σημαίνει ότι ο δυτικός κόσμος είναι σε μια μεταβατική περίοδο αντίδρασης στις εξελίξεις αυτές. Είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας να παρακολουθήσει τις εξελίξεις αυτές στενά και να προγραμματίσει το μέλλον των ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων του ΠΝ αναλόγως, ειδικά τώρα που ο στόλος εισέρχεται σε μια εποχή ανανέωσης.
Το ΝΑΤΟ, με το γνωστό πνεύμα κινδυνολογίας που το χαρακτηρίζει, πιστεύει ότι η τρέχουσα προσέγγιση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στον ανθυποβρυχιακό πόλεμο (ASW), που βασίζεται στα διδάγματα του Ψυχρού Πολέμου, δεν έχει πολλές πιθανότητες επιτυχίας κατά τη διάρκεια μιας σημαντικής κρίσης ή σύγκρουσης στο άμεσο μέλλον. Το ναυτικό των ΗΠΑ βασίζεται κυρίως σε σταθερούς αισθητήρες βυθού όπως το Sound Surveillance System (SOSUS) και το Surveillance Towing Array Sensor System (SURTASS) για την ανίχνευση των υποβρυχίων από πλοία.
Πολλά αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας και πλοία επιφανείας είναι απαραίτητα για τον εντοπισμό και συνεχή παρακολούθηση κάποιου υποβρυχίου. Συχνά επίσης κάποιο φίλιο υποβρύχιο θα αναλάβει κατόπιν την μακροχρόνια παρακολούθηση του εχθρικού υποβρυχίου.
Αυτή η προσέγγιση λειτουργεί όταν η παρουσία εχθρικών υποβρυχίων είναι σποραδική, αλλά υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες κατάρρευσης της κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης κλίμακας ανάπτυξης υποβρυχίων, ειδικά καθώς τα υποβρύχια γίνονται πιο αθόρυβα και πιο δύσκολο να εντοπιστούν. Στην Ελληνική περίπτωση μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε ότι αν ένα ή δύο υποβρύχια βγουν στο Αιγαίο, και ο απόπλους τους γίνει αντιληπτός, τότε δεν θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να διαθέσει το ΠΝ επάρκεια μέσων για να τα εντοπίσει και να τα παρακολουθήσει. Αν όμως αποπλεύσουν 10 με 12 υποβρύχια, τότε κάποια θα περάσουν. Αν τα U214 μπουν σε υπηρεσία, τότε οι πιθανότητες υπέρ των υποβρυχίων αυξάνονται πολύ, ακόμα και αν το ΠΝ εγκαταλείψει κάθε άλλη αποστολή και διαθέσει όλα του τα μέσα στο κυνήγι τους.
Αυτές οι ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις έχουν μεγάλο κόστος. Απαιτούν φρεγάτες ή αντιτορπιλικά που είναι ακριβά συστήματα, έχουν μεγάλες απαιτήσεις επάνδρωσης, και υψηλό κόστος χρήσης. Πλοία τα οποία θα χρειάζονται μάλλον και κάπου αλλού για άλλες επιχειρήσεις, όπως εναντίων στόχων επιφανείας και αντιαεροπορικής άμυνας. Αν σε αυτό προστεθεί και η οικονομική κατάσταση που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για επιπλέον αμυντικές επενδύσεις, τότε οι πιθανότητες είναι ότι ο εξοπλιστικός ανταγωνισμός απέναντι σε μια ικανή υποβρυχιακή δύναμη θα καταστεί σύντομα οικονομικά μη βιώσιμος. Κοινώς δεν θα είναι εφικτό να παραταχθούν ικανοί αριθμοί φρεγατών, ελικοπτέρων και αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας ώστε να αντιμετωπίσουν μια μαζική έξοδο υποβρυχίων. Αν αυτή η υπόθεση ισχύει μια φορά για το μεγαλύτερο ναυτικό του κόσμου, τότε για ένα μικρομεσαίο όπως το Ελληνικό θα πρέπει να ισχύει δέκα φορές.
Είναι προφανές ότι η αντιμετώπιση του υποβρυχιακού κινδύνου χρειάζεται μια νέα προσέγγιση που θα είναι ταυτόχρονα οικονομικά πιο προσιτή και ταυτόχρονα πιο αποτελεσματική. Ένας πιθανός τρόπος είναι η διενέργεια επιθετικών ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων με ευρεία χρήση μη επανδρωμένων μέσων για την εύρεση, παρακολούθηση και καταστολή των εχθρικών υποβρυχίων επιχειρήσεων.
Είναι γνωστό ότι η τεχνολογία αυτόνομων μέσων, συρόμενων σόναρ, αυτοματοποιημένης επεξεργασίας ακουστικών σημάτων με τη βοήθεια τεχνητής νοημοσύνης και δικτύων τηλεπικοινωνιών είναι αρκετά ώριμη. Η πρόκληση είναι να δουλέψουν όλα αυτά μαζί αρμονικά σε ένα σύστημα. Κάποιοι είναι πιο μπροστά από άλλους και σίγουρα το πόσο μπροστά είναι δεν πρόκειται να το δημοσιοποιήσουν. Αυτό το νέο σύστημα θα πρέπει να αξιοποιηθεί με μια νέα στρατηγική, πιο επιθετική, και με νέες τακτικές που θα εκμεταλλευτούν τα εγγενή τρωτά σημεία των υποβρυχίων με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και με χαμηλότερο κόστος από τις σημερινές.
Μια τέτοια στρατηγική βασισμένη σε αυτόνομα οχήματα θα επικεντρωνότανε σε στενωπούς και γνωστές διόδους – περάσματα, αλλά και στα εχθρικά ύδατα. Η Ελλάδα είναι τυχερή γιατί η γεωγραφία τη βοηθάει. Αυτό θα μειώσει δραστικά τις απειλές στην ανοιχτή θάλασσα, καθώς τα εχθρικά υποβρύχια θα είναι ήδη εντοπισμένα και μια γρήγορη επίθεση εναντίων τους θα είναι εφικτή αν η κρίση γίνει σύγκρουση.
Μια ποικιλία αισθητήρων μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιηθεί. Από ανθρώπινα μάτια στις εχθρικές βάσεις, δίκτυο πληροφοριών και παρακολούθηση των στελεχών του εχθρικού ναυτικού, δορυφόρους, ηλεκτρονική επιτήρηση/πληροφορίες (ELINT), ηλεκτροοπτικά/υπέρυθρα (EO/IR) συστήματα, ακουστικές συστοιχίες/υδρόφωνα, υποβρύχια ρομπότ εξοπλισμένα με σόναρ, παθητικά συρόμενα σόναρ που ρυμουλκούνται από μη επανδρωμένα πλοία (unmanned surface vessels -USVs ή extra-large unmanned underwater vehicles – XLUUVs) , ενεργητικά σόναρ που σύρονται από μεσαίου μεγέθους μη επανδρωμένων (medium unmanned underwater vehicles –MUSV). Όλα αυτά τα σόναρ αξιοποιούν συστήματα τεχνητής νοημοσύνης ώστε να μπορούν να αξιοποιούν αυτοματοποιημένους αλγόριθμους αναγνώρισης στόχων και να είναι σε θέση να αναγνωρίζουν με μεγάλο ποσοστό βεβαιότητας το υποβρύχιο ή το πλοίο από το θόρυβο του περιβάλλοντος.
Καθοδηγούμενα από τους αισθητήρες ανίχνευσης, τα μη επανδρωμένα με συρόμενα ενεργητικά ή παθητικά σόναρ θα συνεχίσουν να παρακολουθούν εχθρικά υποβρύχια. Για να μειωθεί η απειλή για τις πλατφόρμες αυτές, το ενεργητικό σόναρ, αν χρησιμοποιείται, θα πρέπει να χρησιμοποιείται πολυστατικά, με ένα USV να χρησιμεύει ως πομπός και παθητικές συστοιχίες σόναρ που ρυμουλκούνται από άλλα επανδρωμένα ή μη επανδρωμένα μέσα να λαμβάνουν και να επεξεργάζονται τα σήματα. Για τον εντοπισμό υποβρυχίων με μεγαλύτερη ακρίβεια, μη επανδρωμένα εναέρια οχήματα (UAV) μεσαίου ύψους (MALE) όπως το MQ-9B SeaGuardian θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν ηχοσημαντήρες, θα ανιχνεύσουν τη θάλασσα με ραντάρ και θα χρησιμοποιούν παθητικές δυνατότητες SIGNIT για την ανίχνευση ηλεκτρομαγνητικών μεταδόσεων.
Η αναζήτηση και η παρακολούθηση από μη επανδρωμένα συστήματα θα μπορεί να συμπληρωθεί από σταθερούς ή κινητούς υποθαλάσσιους αισθητήρες, ή άλλα σκάφη ευκαιρίας με συρόμενες συστοιχίες.
Ένας σημαντικός περιορισμός της σημερινής προσέγγισης ανθυποβρυχιακού πολέμου είναι ότι δεν μπορεί πρακτικά να μεγαλώσει σε κλίμακα ώστε να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα περισσότερα από μερικά εχθρικά υποβρύχια τη στιγμή που αφήνουν τις στενωπούς και αναπτύσσονται στην ανοιχτή θάλασσα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, τα εχθρικά υποβρύχια θα εμπλακούν πριν φύγουν από τις στενωπούς αυτές. Βέβαια ένας αντίπαλος προφανώς θα προσπαθήσει να παρατάξει τα υποβρύχια του στην ανοιχτή θάλασσα σε καιρό ειρήνης πριν από τη διενέργεια μιας επιθετικής ενέργειας, αναγκάζοντας τις φίλιες δυνάμεις να διεξαγάγουν ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις στην ανοιχτή θάλασσα.
Για να αντιμετωπίσει αυτήν την πρόκληση, η προτεινόμενη ιδέα θα χρησιμοποιεί USVs ρυμούλκησης ενεργητικών και παθητικών συστοιχιών σόναρ και MALE UAV με ραντάρ, και ηλεκτροοπτικούς/υπέρυθρους (EO / IR) τα οποία μετά τον εντοπισμό των εχθρικών υποβρυχίων στις στενωπούς θα τα παρακολουθούν στην ανοιχτή θάλασσα. Η παρακολούθηση του ίχνους των υποβρυχίων δίνει τη δυνατότητα στα φίλια τμήματα να εμπλέξουν ταχύτατα τα εχθρικά υποβρύχια αμέσως μόλις ξεκινήσει η σύγκρουση κάτι που απλοποιεί τις ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις.
Όταν το απαιτούν οι συνθήκες, με βάση τα διδάγματα από τον Πρώτο και Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Ψυχρό Πόλεμο, η εμπλοκή του στόχου θα πρέπει να δώσει προτεραιότητα στην καταστολή των εχθρικών υποβρυχιακών επιχειρήσεων και όχι στην καταστροφή των υποβρυχίων. Τα MALE UAV μπορούν να πραγματοποιήσουν επιθέσεις καταστολής χρησιμοποιώντας μικρές, φθηνές, τορπίλες που εκτοξεύονται από τον αέρα, (όπως το compact very lightweight torpedo – CVLWT). Εναλλακτικά, τα MUSVs θα μπορούσαν πλησιάσουν το υποβρύχιο σε απόσταση σχετικής ασφαλείας, με κάποιο αποδεκτό κίνδυνο, και να εκτοξεύσουν ανθυποβρυχιακά όπλα μικρής εμβέλειας, όπως ρουκέτες τύπου ASROC, CVLWT ή βόμβες βυθού.
Οι μικρότερες κεφαλές των CVLWTs ή οι βόμβες βυθού είναι λιγότερο πιθανό να καταστρέψουν ένα υποβρύχιο, αλλά θα μπορούσαν να το αναγκάσουν να εκτελέσει ελιγμούς αποφυγής και να εγκαταλείψει την περιοχή ή την αποστολή του ή να του προκαλέσουν ζημιές κάτι που θα διευκολύνει την περαιτέρω παρακολούθηση του. Εφαρμόζοντας μαθήματα από τις ομάδες κυνηγών υποβρυχίων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η προτιμητέα προσέγγιση πρέπει να είναι λιγότερο ακριβά και πολυάριθμα (μη επανδρωμένα) οχήματα, που θα μπορούσαν επίσης να συνεργαστούν μεταξύ τους, για να εντοπίσουνε και να εμπλακούν επανειλημμένα με εχθρικά υποβρύχια, αυξάνοντας την πιθανότητα καταστροφής τους.
Όταν η καταστροφή των υποβρυχίων είναι περισσότερο επιθυμητή, ώστε να γίνει πρόκληση μεγαλύτερης ζημιάς στον εχθρό αλλά και για να εκλείψει μια μελλοντική απειλή, τότε οι επιθέσεις θα πρέπει να επικεντρωθούν σε προκαθορισμένες περιοχές (διόδους) όπου τα μη επανδρωμένα συστήματα θα μπορούσανε να χρησιμοποιήσουνε αποτελεσματικά μεγαλύτερα, και πιο καταστροφικά όπλα. Τα XLUUV μπορούν να μεταφέρουν βαριές τορπίλες και νάρκες. Αυτά τα μεγαλύτερα μη επανδρωμένα ιδανικά θα περιπολούν σε στενωπούς, διαύλους και έξω από λιμάνια. Με αυτό τον τρόπο τα φίλια επιθετικά υποβρύχια και φρεγάτες αποδεσμεύονται για αποστολές υψηλότερης αξίας, αλλά μπορούν να ενισχύσουν και τον ανθυποβρυχιακό πόλεμο κατά το δοκούν.
Η χρήση μη επανδρωμένων θα πρέπει να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ τεχνητής νοημοσύνης/αυτόνομης λειτουργίας και ανθρώπινου ελέγχου. Οι μη επανδρωμένες λειτουργίες αναζήτησης και παρακολούθησης στα εχθρικά ύδατα και στα σημεία ενδιαφέροντος θα μπορούσαν να είναι σχεδόν πλήρως αυτοματοποιημένες, με τους αισθητήρες να ακολουθούν τα σχέδια αναζήτησης που αναπτύσσονται και τροποποιούνται σε πραγματικό χρόνο με τη βοήθεια τεχνητής νοημοσύνης και τη συνεπακόλουθη μείωση του φόρτου εργασίας του χειριστή. Οι χειριστές θα διαχειρίζονται τις επιθετικές επιχειρήσεις, εξουσιοδοτώντας τα σχέδια αναζήτησης πριν και κατά τη διάρκεια μιας επιχείρησης, παρέχοντας κατεύθυνση και καθοδήγηση στα αυτόνομα συστήματα και παρακάμπτοντας τα όταν είναι απαραίτητο. Πέρα από την έγκριση των σχεδίων αναζήτησης οι χειριστές θα είναι υπευθύνου και για τις επιθέσεις. Οι χειριστές και οι διοικητές τους θα μπορούσαν επίσης να διαχειριστούν αποστολές μη επανδρωμένων από απόσταση και ασφάλεια.
Τα αεροσκάφη θαλάσσιας περιπολίας P-8/Ρ-3 θα φιλοξενούν χειριστές ώστε να διαχειριστούν τοπικά τις επιχειρήσεις, να διασφαλίσουν την επικοινωνία με τα μη επανδρωμένα συστήματα και να παρέχουν πρόσθετη ισχύ πυρός. Αν ο εναέριος χώρος δεν παρέχει ασφάλεια για τις επιχειρήσεις αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας, τότε τα μη επανδρωμένα και οι χειριστές τους θα επικοινωνούν μέσω αναμεταδοτών που μπορεί να είναι δορυφόροι, πλοία (όχι απαραίτητα πολεμικά, αλλά και αλιευτικά/εμπορικά υπό ουδέτερη σημαία), επίγειοι σταθμοί σε νησιά και ακτές, και αεροσκάφη (πχ μη επανδρωμένα) ή συνδυασμό τους που θα σχηματίζουν ένα ανθεκτικό δίκτυο ασφαλών επικοινωνιών.
Η ανθρώπινη διοίκηση σε αρμονία με τις αυτόματες λειτουργίες των μηχανών θα παρέχει τα βέλτιστα αποτελέσματα σε σύγκριση με μια ναυτική δύναμη που βασίζεται αποκλειστικά σε ανθρώπους ή σε μία που θα βασίζεται μόνο σε μηχανές. Οι μηχανές είναι πολύ πιο αποτελεσματικές, ακούραστες και κάνουν λιγότερα λάθη σε επαναλαμβανόμενα και βαρετά καθήκοντα όπως η ανίχνευση και η παρακολούθηση. Η ανθρώπινη δύναμη θα γλιτώσει αυτό το βάρος, επίσης θα απελευθερωθεί από εργασίες συντήρησης και επισκευών κάτω από το νερό κοντά στον εχθρό και φυσικά από το ρίσκο απωλειών, και θα επικεντρωθεί αποκλειστικά σε άτομα υψηλής κατάρτισης που θα εξειδικεύονται στη μάχη και όχι στο να ψάχνουν ή να συντηρούν και να επισκευάζουν.
Τέτοιες επιθετικές ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις, όπως αυτές που περιγράφονται παραπάνω, θα έχουν σαν αποτέλεσμα τον περιορισμό των εχθρικών υποβρύχιων στα τοπικά τους ύδατα ή μονίμως απασχολημένα με το να αποφεύγουν την παρακολούθηση ή την επίθεση από τα μη επανδρωμένα. Ωστόσο, εάν αυτές οι επιθετικές επιχειρήσεις είναι ανεπιτυχείς ή ο αριθμός των εχθρικών υποβρυχίων είναι τόσο μεγάλος που τους επιτρέψει να βγουν στην ανοιχτή θάλασσα, τότε πάλι τα μη επανδρωμένα συστήματα θα μπορούν να πολεμήσουν δίπλα στις συμβατικές δυνάμεις και να τους δώσουν το πλεονέκτημα σε πιο παραδοσιακού τύπου επιχειρήσεις.
Ο επόμενος μεγάλος πόλεμος κάτω από τη θάλασσα θα μοιάζει λιγότερο με τον Β΄ΠΠ και περισσότερο με ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι RTS όπου οι χειριστές θα δίνουν διαταγές σε συστήματα μη επανδρωμένων να κατευθυνθούν προς μια περιοχή και όποτε είναι ανάγκη να επεμβαίνουν και να τους δίνουν οδηγίες.
Lockheed Martin: U.S. Navy’s Extra Large Unmanned Undersea Vehicle (XLUUV), OrcaΤα μη επανδρωμένα λόγω του χαμηλού κόστους τους μπορούν να αντιπαρατεθούν απέναντι σε μεγάλους αριθμούς εχθρικών υποβρυχίων, οι αριθμοί τους μπορούν να αυξάνονται ταχύτερα από ότι τα εχθρικά υποβρύχια και ένας τέτοιος ανταγωνισμός εξοπλισμών είναι οικονομικά πιο εφικτός και βιώσιμος.
Για να μη γίνονται παρανοήσεις, τα μη επανδρωμένα είναι ήδη εδώ, αλλά ΔΕΝ ήρθαν για να αντικαταστήσουν τα αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας, τα αντιτορπιλικά, τις φρεγάτες και τα υποβρύχια. Είναι όμως μια τεχνολογία που θα τους ενισχύσει τις δυνατότητες. Ακριβώς όπως το αεροσκάφος δεν αντικατέστησε τον στόλο αλλά τον έκανε πιο ισχυρό, έτσι και αυτή η τεχνολογική επανάσταση δεν θα αντικαταστήσει τον στόλο αλλά θα τον κάνει πιο ισχυρό. Κάποιοι θα ανέβουν στο τρένο μια ώρα αρχύτερα και κάποιοι μια ώρα αργότερα, και θα πληρώσουν το τίμημα. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι η εισαγωγή μη επανδρωμένων λόγω του χαμηλού κόστους απόκτησης και χρήσης έχει προοπτικές να κάνει απόσβεση της δαπάνης σε μικρό χρονικό διάστημα, χωρίς να υπολογιστεί μάλιστα η επιπρόσθετη ωφέλεια στον επιχειρησιακό τομέα.
Οι απαραίτητη τεχνολογία υπάρχει σήμερα και ένα μεγάλο μέρος της είναι διαθέσιμη σε χώρες του ΝΑΤΟ (σε αυτές που δεν ασκούν ανταγωνιστική πολιτική δηλαδή), όπως επίσης και η διάθεση για συνεργασία στον ερευνητικό, βιομηχανικό τομέα αλλά και στο πλαίσιο δοκιμών από κάποιο αξιόπιστο ναυτικό. Αυτό που δεν υπάρχει διαθέσιμο είναι το δόγμα επιχειρήσεων και οι τακτικές (τουλάχιστον επίσημα). Η σταδιακή εισαγωγή τέτοιων δυνατοτήτων στον στόλο μέσω ενός προγράμματος πενταετίας είναι απόλυτα ρεαλιστικός στόχος, όπου στην αρχή τα μη επανδρωμένα θα δρουν παράλληλα με τα σημερινά μέσα και με τη πάροδο του χρόνου θα τα αντικαθιστούν στον ανθυποβρυχιακό ρόλο επιτρέποντας τους να αφοσιωθούνε σε άλλα καθήκοντα ή στη διοίκηση των μη επανδρωμένων. Κατόπιν θα απαιτηθεί μόνο αύξηση των μη επανδρωμένων μονάδων.
Οι Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις έχουν μια κακή παράδοση στο να μη βελτιώνονται και εξελίσσονται με μικρά διαρκή βήματα, αλλά με άλματα όταν το μαχαίρι έχει φτάσει στο κόκκαλο. Τότε όμως οι επιλογές είναι περιορισμένες γιατί δεν αποκτούν με πρώτο κριτήριο αυτό που θα θέλανε ή θα ταίριαζε καλύτερα στην αποστολή τους ή τι θα βοήθαγε την αμυντική βιομηχανία, αλλά το τι είναι άμεσα διαθέσιμο. Η Ελλάδα αντιμετώπισε με μια απάθεια και αδιαφορία τα εναέρια μη επανδρωμένα μέσα, αντιστρόφως ανάλογη με την προσοχή του ανταγωνιστή της στην περιοχή. Το αποτέλεσμα αυτής της ανεμελιάς είναι σήμερα για πολλούς Έλληνες σοκαριστικό.
Τώρα και για τα επόμενα πέντε με επτά χρόνια υπάρχει ένα τεράστιο παράθυρο ευκαιρίας στον τομέα των θαλάσσιων μη επανδρωμένων μέσων, τα οποία θα αλλάξουν τον ναυτικό πόλεμο στη θάλασσα σε μεγαλύτερο βαθμό και πιο γρήγορα από ότι τα εναέρια μη επανδρωμένα μέσα.
Σε καμια 30αρια χρονια ισως φτιαξουμε κ μεις usv αν υπαρχει ακομα ελλαδα
Αλλιως θα ψωνισουμε απο το κυριο ντενη
Αγαπητοί φίλοι εκεί στην πτήση μπορούμε να έχουμε ένα σχετικό άρθρο με τού τι γίνεται με ελληνικές προτάσεις (κατασκευές) ή όπως αλλιώς μπορούν να ειπωθούν σαν αυτή και την κατάληξη τούς https://www.diaforetiko.gr/ekpliktiko-vinteo-i-elliniki-exipni-torpili-st-14-kerdise-tis-entiposis/ εάν δείτε το βίντεο προσέξτε το κομμάτι που μιλάει για την αυτοπροστασία της ίδιας της τορπίλης και εγώ θα ρωτήσω ξ εταιρεία sunligth πού ασχολείται με συσσωρευτές υποβρυχίων δεν θα μπορούσε να εξελίξει ένα πρόγραμμα σαν αυτό.
Καλημέρα,
Πιστεύω ότι θα πρέπει να χρησιμοποιούνται συνδυαστικά UUV – ίσως όχι τόσο μεγάλου μεγέθους όσο τα Orca – με USV όπως το Seagul.
https://www.ptisidiastima.com/seagull-usv-mini-torpedoes/