Αμερικανικό υποβρύχιο τορπιλίζει το ιαπωνικό αεροπλανοφόρο συνοδείας “Chūyō”, που βυθίζεται με απώλεια 1,270 ζωών (επιβατών και πληρώματος). Το “Chūyō” αποτελούσε διασκευή του επιταγμένου επιβατηγού Nitta Maru και έπλεε το βράδυ της προηγουμένης από τη νήσο Truk μαζί με δύο ελαφρά αεροπλανοφόρα και υπό τη συνοδεία ενός ελαφρού καταδρομικού και 4 αντιτορπιλικών, όταν 5 λεπτά μετά τα μεσάνυχτα δέχτηκε μια τορπίλη που του απέκοψε την πλώρη και προκάλεσε κατάρρευση του καταστρώματος.
Η τοπίλη προήλθε από το αμερικανικό υποβρύχιο USS Sailfish, κλάσης “Sargo”, που βρισκόταν σε περιπολία νοτίως της νήσου Honsu, όταν έλαβε σήμα για διερχόμενη νηοπομπή εχθρικών πολεμικών. Τη νύχτα της 3ης προς 4η Δεκεμβρίου, υπό σφοδρή θαλασσοταραχή ο κυβερνήτης του υποβρυχίου, Robert E. Mc C. Ward, αναδύθηκε σε βάθος περισκοπίου και έκανε επαφή με το ραντάρ εντοπίζοντας τέσσερα στίγματα σε απόσταση 8 χλμ., δύο μεγάλων και δύο μικρότερων πλοίων. Με προσοχή, το “Sailfish” έλαβε θέση προς τον μεγαλύτερο στόχο και λίγο μετά τα μεσάνυχτα από απόσταση 2.000 μέτρων εξαπέλυσε δέσμη τεσσάρων τοπιλών από τις οποίες δύο βρήκαν τον στόχο τους.
Η έκρηξη μίας από τις τορπίλες προκάλεσε συντριπτικό ρήγμα στην πλώρη του αεροπλανοφόρου και κατάρρευση του προσθίου τμήματος του καταστρώματος, με κίνδυνο να αποκοπεί πλήρως. Ο πλοίαρχος του “Chūyō” προσπάθησε να σώσει το πλοίο κλείνοντας τα στεγανά και οπισθοπορώντας με χαμηλή ταχύτητα προς τη Yokosuka για να περιορίσει την εισροή υδάτων. Το “Sailfish” καταδύθηκε άμεσα για να αποφύγει την καταδίωξη που ήρθε με επίθεση βομβών βυθού από τα δύο αντιτορπιλικά συνοδείας. Ώρες αργότερα, κατόρθωσε να διαφύγει και στις 02:00 εντόπισε με το ραντάρ τη νηοπομπή με τον όγκο ενός μεγάλου ίχνους να κινείται αργά. Υποθέτοντας ορθά πως ήταν το πλοίο-στόχος του, προσέγγισε αφανώς και στις 05:55 εξαπέλυσε άλλες τρεις τορπίλες από απόσταση 3.000 μέτρων επιτυγχάνοντας άλλα δύο πλήγματα και καταδυόμενο άμεσα αναμένοντας νέα καταδίωξη. Οι τορπίλες έπληξαν αυτή τη φορά το αεροπλανοφόρο στο μηχανοστάσιο και έθεσαν εκτός τον ένα κινητήρα του, ενώ δύο αντιτορπιλικά συνοδείας ήρθαν παράπλευρα για βοήθεια. Χωρίς πλώρη και με το μηχανοστάσιο εκτός, η τύχη του “Chūyō” είχε ουσιαστικά σφραγιστεί, εκτός κι αν συνοδά πλοία μπορούσαν εγκαίρως να το ρυμουλκήσουν σε ασφαλές λιμένα.
Στις 8 το πρωί, το υποβρύχιο USS Sailfish κατόρθωσε να αναδυθεί και εντόπισε το “Chūyō” ακινητοποιημένο, φλεγόμενο και με το κύτος του να έχει λάβει κλίση στα αριστερά. Για τρίτη φορά, το “Sailfish” πλησίασε αφανώς για το τελικό χτύπημα, που ήρθε με τη μορφή άλλων τριών τορπιλών στις 08:42 με τις δύο να βρίσκουν το στόχο τους, που έκανε το ιαπωνικό αεροπλανοφόρο να βυθιστεί γρήγορα. Το χτύπημα ήρθε στη “λαβωμένη” αριστερή πλευρά του παλιού επιβατηγού κύτους που πλημμύρισε γρήγορα με νερά και μέσα σε έξι λεπτά αναποδογύρισε και βυθίστηκε. 1.250 Ιάπωνες ναυτικοί πνίγηκαν στο ναυάγιο του αεροπλανοφόρου καθώς και 20 Αμερικανοί ναύτες που είχαν διασωθεί από το “Chūyō”, από το ναυάγιο του υποβρυχίου USS Sculpin (SS-191). Κατά τραγική ειρωνεία της τύχης, το USS Sculpin είχε διασώσει το πλήρωμα του USS Sailfish, όταν αυτό βυθίστηκε και επικάθισε στο βυθό σε ένα περιστατικό πριν από τέσσερα χρόνια.
Η βύθιση του αεροπλανοφόρου συνοδείας “Chūyō” ήταν η πρώτη βύθιση εχθρικού αεροπλανοφόρου από αμερικανικό υποβρύχιο αλλά και η μοναδική βύθιση κύριας μονάδας επιφανείας του ιαπωνικού ναυτικού για το έτος 1943. Η απώλεια του “Chūyō” ήταν σημαντική αλλά όχι συντριπτική για το αυτοκρατορικό Ιαπωνικό Ναυτικό. Το “Chūyō”, μαζί με τα αδελφά του πλοία, Taiyō και Un’yō, είχαν ναυπηγηθεί από τη Mitsubishi στα ναυπηγεία του Ναγκασάκι ως επιβατηγά αλλά με την έναρξη του πολέμου επιτάχθηκαν και μετατράπηκαν σε ελαφρά αεροπλανοφόρα συνοδείας για να πυκνώσουν το δίκτυο κάλυψης του αυτοκρατορικού στόλου καθώς η θαλάσσια έκταση που έπρεπε να καλύψει αυξήθηκε κατακόρυφα. Τα ίδια τα πλοία εκτόπιζαν 20.000 τόνους και μπορούσαν να μεταφέρουν 30 αεροσκάφη αλλά δεν έλαβαν μέρος σε καμία ναυμαχία περιοριζόμενα στο ρόλο μεταφοράς αεροσκαφών και εφοδίων. Κατά ειρωνεία της τύχης, όλα χάθηκαν από χτυπήματα αμερικανικών υποβρυχίων, με το “Chūyō” να είναι πρώτο και τα άλλα δύο να ακολουθούν στο δεύτερο μισό του 1944.