Σήμερα, ανήμερα της Εορτής του Πολεμικού μας Ναυτικού, θεωρούμε πως είναι μια καλή ευκαιρία για να κάνουμε μια αναλυτική παρουσίαση της κλάσης αντιτορπιλικών του USN, Arleigh Burke, του πλοίου που το ΠΝ ζητάει σαν ενδιάμεση λύση από τις ΗΠΑ, σε περίπτωση αγοράς αμερικανικών φρεγατών. Τα στοιχεία της παρουσίασης έχουν αντληθεί από το άρθρο του περιοδικού μας Τεύχος 372 και το άρθρο του συντάκτη Βασίλη Παπακώστα. Εδώ πλέον θα μπορούν οι αναγνώστες μας αν έχουν μια συνολική εικόνα του πόσο ισχυρό είναι ένα τέτοιο πλοίο, και τις δυνατότητες που μπορεί να προσδώσει στο ΠΝ.
Εδώ και μία σχεδόν δεκαετία επανέρχεται σε τακτά χρονικά διαστήματα το ενδεχόμενο της απόκτησης δύο αντιτορπιλικών κατευθυνομένων βλημάτων κλάσης Arleigh Burke. Το Πολεμικό Ναυτικό εκδήλωσε ενδιαφέρον για πρώτη φορά το 2005, αλλά αυτό παρέμεινε… ενδιαφέρον και η σχετική διαδικασία υποβολής αιτήματος, απ’ όσο είναι γνωστό, δεν προχώρησε ποτέ. Το θέμα ανακινήθηκε το 2011, όταν σύμφωνα με κάποια δημοσιεύματα υπήρξε αμερικανική προσφορά για την παραχώρηση δύο πλοίων χωρίς όμως και πάλι να υπάρχει συνέχεια. Στις αρχές του 2013, στη διάρκεια της επίσκεψης του τότε Α/ΓΕΝ κ. Χρηστίδη στις ΗΠΑ, το θέμα συζητήθηκε εκ νέου και επανήλθε στο προσκήνιο πρόσφατα.
Είναι γεγονός ότι το μέλλον της κλάσης Arleigh Burke στο US Navy δεν είναι ξεκάθαρο, ούτε υπάρχουν σήμερα ημερομηνίες απόσυρσης πλοίων από υπηρεσία. Ωστόσο, με βάση τις εξελίξεις μπορούμε να οδηγηθούμε σε κάποια λογικά συμπεράσματα. Το Αμερικανικό Ναυτικό αποφάσισε να μην εφαρμόσει το πρόγραμμα αναβάθμισης Baseline 9 στα επτά πλοία Flight II και στα 14 από τα 21 πλοία Flight I. Συνεπώς, πιθανολογείται βάσιμα ότι τα 21 αντιτορπιλικά που δεν θα εκσυγχρονιστούν, θα αρχίσουν να αποσύρονται μετά το 2020 με δεδομένο και το πρόγραμμα ναυπηγήσεων πλοίων Flight III. Τα αντιτορπιλικά αυτά θα διατηρήσουν το επίπεδο Baseline 5, ενώ τo Baseline 9 περιλαμβάνει πλήρη χρήση στοιχείων COTS (Commercial Off the Self) και αναβαθμισμένες δυνατότητες BMD (Ballistic Missile Defense).
Πώς μοιάζει ένα αντιτορπιλικό Arleigh Burke μετά από 215 συνεχείς μέρες εν πλω….
Υπενθυμίζουμε ότι μεσολάβησε η μείωση του προγράμματος ναυπηγήσεων της κλάσης Zumwlat (DDG-1000) από 32 σε 19, τελικά όμως περιορίστηκε στην απόκτηση μόνο τριών αντιτορπιλικών και την ακύρωση του προγράμματος CG(X). O αρχικός προγραμματισμός ναυπηγήσεων για την κλάση Arleigh Burke ήταν ο τερματισμός του προγράμματος στα 62 πλοία με την παράδοση του DDG-112 το 2012. Ωστόσο, το πρόγραμμα ναυπηγήσεων ξεκίνησε εκ νέου μετά τις ανωτέρω εξελίξεις με τη ναυπήγηση τριών ακόμη Flight IIA. Ο προγραμματισμός πλέον περιλαμβάνει τη ναυπήγηση οκτώ αντιτορπιλικών κλάσης Flight IIA και τη μετάβαση στην κλάση Flight III με τη ναυπήγηση 22 πλοίων που θα ξεκινήσουν να παραδίδονται το 2023, χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί αυτή τη στιγμή η απόκτηση και επιπλέον μονάδων σε βάθος χρόνου. Συνολικά στο US Navy υπηρετούν σήμερα 34 πλοία Flight IIA και θα αυξηθούν στα 45. Τα Flight IIA διαθέτουν διαμόρφωση Baseline 6 και 7, ενώ τα Flight III θα παραδοθούν εξαρχής με διαμόρφωση Baseline 9.
Arleigh Burke: κλάση-εξοπλισμός
Τον Απρίλιο του 1985 δόθηκε η παραγγελία για το πρώτο πλοίο της ομώνυμης κλάσης Arleigh Burke (DDG-51), του οποίου η ναυπήγηση ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 1991. Οι παραδόσεις των 21 αντιτορπιλικών Flight I ολοκληρώθηκαν τον Ιούνιο του 1997 και ακολούθησαν οι παραδόσεις 7 Flight II από τον Φεβρουάριο του 1998 έως τον Μάρτιο του 1999. To εκτόπισμα των Flight I ανέρχεται σε 6.731 τόνους και 8.850 με πλήρες φορτίο. Ειδικά για το DDG-51 το εκτόπισμα φθάνει τους 6.624 τόνους και 8.315 τόνους με πλήρες φορτίο. Η κλιμάκωση του εκτοπίσματος στη συνέχεια αποδίδεται στην αναγκαιότητα αύξησης του μεταφερόμενου καυσίμου και των παρελκόμενων δεξαμενών του: η κλάση επιτυγχάνει μέγιστη εμβέλεια 4.400 ν.μ. με ταχύτητα 20 κόμβων, όταν για παράδειγμα πλοία μεγαλύτερου εκτοπίσματος, όπως η κλάση CG-47, αποδίδει μέγιστη εμβέλεια 6.000 ν.μ. με ανάλογη ταχύτητα!
Οι ΗΠΑ προωθούν τον εκσυγχρονισμό αντιτορπιλικών Arleigh Burke
Οι διαστάσεις των πλοίων (μήκος, πλάτος, ύψος) είναι 153,77×20,27×6,31 μέτρα και το μέγιστο βύθισμα φθάνει τα 9,34 μέτρα, εάν συμπεριληφθεί και ο θόλος του σόναρ. Η κλάση DDG-51 διαθέτει τέσσερις κινητήρες LM2500-30 μέγιστης συνολικής ισχύος 105.000 shp, που μέσω μειωτήρων στροφών και κιβωτίων μετάδοσης απολήγουν σε δυο άξονες με πεντάφυλλες έλικες σταθερού βήματος. Όταν τα πλοία έχουν πλήρες φορτίο επιτυγχάνουν μέγιστη ταχύτητα 32 κόμβους με εφαρμογή μέγιστης ισχύος 103.000 shp και 30 κόμβους με εφαρμογή 75.000 shp.
Το πλήρωμα στα DDG-51 έως και DDG-78 φθάνει τους 303 άνδρες, ενώ στα Flight IIA ο αριθμός του πληρώματος αυξάνεται σε 327 καθώς περιλαμβάνει επιπλέον 18, που είναι το πλήρωμα του οργανικού ελικοπτέρου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η κλάση αρχικά δεν διέθετε υπόστεγο αλλά μόνο ελικοδρόμιο για SH-60B ή SH-60F, καθώς κρίθηκε επαρκής η εναέρια υποστήριξη της δύναμης στην οποία εντάσσονταν τα αντιτορπιλικά. Τα πλοία Flight I και II διαθέτουν δυνατότητα επανεξοπλισμού και ανεφοδιασμού για ελικόπτερα τύπου SH-60B ή SH-60F καθώς και υποδομή επεξεργασίας και ζεύξεων δεδομένων SQQ-28 LAMPS III. Αντίστοιχα τα πλοία Flight IIA διαθέτουν υπόστεγο για τη φιλοξενία δύο ελικοπτέρων SH-60F (ή παλαιότερα SH-60B). Για την εξοικονόμηση χώρου στα σκάφη Flight IIA «αφαιρέθηκε» ο οκταπλός εκτοξευτής Mk141 για βλήματα RGM-84 Harpoon και το σόναρ συρόμενης διάταξης SQR-19Β(V)1 . Ο εξοπλισμός/οπλισμός της κλάσης περιλαμβάνει:
- Ένα πυροβόλο Mk45 mod 1 διαμετρήματος 127mm/54 σε συνδυασμό με σύστημα ελέγχου πυρός Mk34 Mod 0 και E/O αισθητήρα Kollmorgen Mk46 Mod 0.
- Δύο CIWS Mk15 Block 1 Phalanx για τα πλοία Flight I/II και τα DDG-79 έως DDG-82 της κλάσης Flight IIA. Τα λοιπά πλοία Flight IIA διαθέτουν ένα Phalanx λόγω της ενσωμάτωσης του ESSM στο πλαίσιο του Baseline 6 Phase III. Σε τέσσερα Flight I/II που υπηρετούν στον 6ο Στόλο τα Phalanx έχουν αντικατασταθεί από συστήματα SeaRAM.
- Έξι (2×3) τορπιλοβλητικούς σωλήνες 324mm Μκ32 mod 1.
- Ραντάρ έρευνας επιφανείας SPS-67(V)4 που μπορεί να παρέχει δεδομένα για στόχους στο FCS Mk34 Mod 0 και ραντάρ ναυτιλίας SPS-64(V)9.
- Συγκρότημα σόναρ SQQ-89(V)4 που αποτελείται από το ενεργό-παθητικό σύστημα θόλου SQS-53C(V)1 χαμηλών συχνοτήτων και το σόναρ συρόμενης διάταξης SQR-19B(V)1, το οποίο όμως αφαιρείται στα Flight IIA, ενώ στα σκάφη Flight I και II πιθανώς βρίσκεται σε αποθήκευση. Για τον έλεγχο των αισθητήρων ASW και των τορπιλών καθώς και βλημάτων VL/ASROC χρησιμοποιείται το σύστημα ελέγχου UWCS (Underwater Weapon Control System) Mk116 Mod 7.
- Δύο εκτοξευτές VLS Mk41 Mod2 συνολικής δυνατότητας 90 θυλάκων, που για τα πλοία Flight IIA αυξάνονται σε 96 θύλακες (οι επιπλέον φέρεται να χρησιμοποιούνται για τετραπλά κάνιστρα ESSM). Ο Mk41 βάλλει βλήματα SM-2MR Block III/ΙΙΙΑ/ΙΙΙΒ, VL/ASROC και Tomahawk. O συνήθης αριθμός βλημάτων SM-2MR που μεταφέρονται είναι 74.
- Οκταπλό εκτοξευτή Mk141 για βλήματα RGM-84 Harpoon σε συνδυασμό με το σύστημα ελέγχου πυρός AN/SWG-1A(V).
- Τα DDG-51 έως DDG-67 είχαν εφοδιαστεί αρχικά με το σύστημα ESM SLQ-32(V)2 χωρίς υποσύστημα παρεμβολέα, ενώ τα μεταγενέστερα πλοία εφοδιάζονται με το ολοκληρωμένο σύστημα ESM/ECM SLQ-32(V)3. Στα Flight II έχει εγκατασταθεί μονάδα DF AN/SRS-1A(V). Επίσης, χρησιμοποιούνται παθητικά συστήματα παραπλάνησης Mk36 Mod 12 SBROC και SLQ-25A Nixie.
- Ο εξοπλισμός επικοινωνιών περιλαμβάνει τον JTIDS και ζεύξεις δεδομένων Link 11Α, Link 4A, συστήματα δορυφορικών επικοινωνιών SHF/UHF WSC-3, WSC-6 κ.ά.
- Η εσωτερική επικοινωνία δεδομένων γίνεται μέσω ψηφιακής αρτηρίας USQ-82(V).
- Στα πλοία Flight IIA έχει εγκατασταθεί (στο πλαίσιο του Baseline 6) ο εξοπλισμός CEC (Cooperative Engagement Capability) AN/USG-2(V).
Νέο ραντάρ AN/SPY-6 για τα Arleigh Burke Flight III του Αμερικανικού Ναυτικού
Όλα τα πλοία φέρουν το σύστημα AEGIS Mk 7. Το AEGIS αποτελείται από δύο κύρια υποσυστήματα: το C&D (Command and Decision) και το WCS (Weapon Control System). Το πρώτο διασυνδέεται με τους αισθητήρες του σκάφους, το οργανικό ελικόπτερο, τα συστήματα πλοήγησης, το IFF, το σόναρ, το ESM και παρέχει διασύνδεση με τις ζεύξεις δεδομένων, το σύστημα παρουσίασης στοιχείων και φυσικά με το ραντάρ SPY-1. Στα DDG-51 έως DDG-67 (Flight I) χρησιμοποιείται έκδοση Baseline 4 με ραντάρ SPY-1D, Η/Υ UYK-43B και 44.
Από το DDG-68 έως το DDG-78 (Flight I, II) χρησιμοποιείται εξαρχής η έκδοση Baseline 5 που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την ενσωμάτωση του βλήματος SM-2ER Block IV (Extended Range) με αντί-βαλλιστικές δυνατότητες (Φάση 1), την αναβάθμιση του AN/SLQ-32(V)2 στο επίπεδο (V)3 (Φάση 2) και τον εξοπλισμό JTIDS με τη ζεύξη Link 16 (Φάση 3). Η Φάση 3 περιλαμβάνει επίσης επεξεργαστή έναρξης ιχνηλάτησης TIP (Track Initiation Processor), γραφικά X Windows και επεξεργαστή C2.H ενσωμάτωση του JTIDS και η αναβάθμιση του παρεμβολέα είχαν ήδη υλοποιηθεί στα Flight II από την κατασκευή τους. Από το DDG-91 και μετέπειτα χρησιμοποιείται το ραντάρ SPY-1D(V) με υψηλότερη ισχύ και βελτιωμένη απόδοση στις κλειστές θάλασσες όπου λόγω των ανεπιθύμητων επιστροφών του εδάφους εμφανίζεται συχνά το φαινόμενο των ψευδό-συναγερμών. Επίσης, παρέχει υψηλότερη επίδοση για στόχους με χαμηλό RCS.
Το AEGIS δίνει τη δυνατότητα διαχείρισης 128 στόχων και τουλάχιστον δώδεκα ταυτόχρονων εμπλοκών, εκ των οποίων τρεις στην τερματική φάση λόγω της παρουσίας τριών ραντάρ καταύγασης SPG-62 σε συνδυασμό με το σύστημα ελέγχου πυρός Mk99. Υπενθυμίζεται ότι η ελάχιστη απαίτηση του ΠΝ για το ακυρωθέν πρόγραμμα πλοίου με δυνατότητες αντιαεροπορικής άμυνας περιοχής κάλυπτε έξι ταυτόχρονες εμπλοκές εναέριων στόχων, εκ των οποίων οι τέσσερις ταυτόχρονες και αφορούσαν την τερματική φάση πτήσης (και από διαφορετικές κατευθύνσεις). Ο περιορισμός των στόχων είναι τεχνητός για λόγους μη κορεσμού του συστήματος και καθώς το SPY-1D διαθέτει υψηλότερες δυνατότητες, σε περίοδο κρίσης ο αριθμός των υπό διαχείριση στόχων μπορεί να αυξηθεί.
Το SPY-1D είναι ραντάρ διάταξης φάσης με τέσσερις σταθερές κεραίες διαστάσεων 3,65×3,65 μέτρων που καλύπτουν τόξο 90 μοιρών εκάστη και αποτελούνται από 4.096 στοιχεία που σχηματίζουν μικρότερες διατάξεις (32 δέσμες εκπομπής και 68 λήψης). Η ισχύς στα στοιχεία εκπομπής δίδεται από ενισχυτές μικροκυμάτων CFA (Cross Field Amplifier) με σταθερότητα φάσης και ευρεία ζώνη συχνοτήτων που είναι συνδεδεμένοι παράλληλα και παρέχουν μέγιστη ισχύ εξόδου 132W (συνολική 4,22MW) και μέση ισχύ 58KW.
Η ελληνική πλευρά έτοιμη να αποδεχτεί αμερικανική προσφορά για Arleigh Burke ή/και Ticonderoga
Λειτουργεί στην μπάντα συχνοτήτων «S» (3,1-3,5 GHz) με εύρος δέσμης 1,7 μοίρες . Στην κλάση DDG-51 το ραντάρ (PESA) SPY-1D έχει εγκατασταθεί σε έναν ιστό και έτσι οι τέσσερις κεραίες τροφοδοτούνται από κοινό πομπό οδεύοντος κύματος (TWT). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δραστική μείωση του μεγέθους, του βάρους και των απαιτούμενων καλωδιώσεων. Αντίθετα στην κλάση CG-47 η τοποθέτηση των κεραιών σε διαφορετικές υπερκατασκευές απαιτεί τροφοδότηση από δύο διαφορετικούς πομπούς. Συγκεκριμένα, οι τρεις κεραίες είναι τοποθετημένες στην κυρίως υπερκατασκευή και η τέταρτη στη δεύτερη υπερκατασκευή του σκάφους στο οπίσθιο τμήμα.
Ως «τεχνολογική αιχμή» αναμφισβήτητα θεωρείται σήμερα η εξέλιξη των «ραντάρ ενεργού διάταξης φάσης με σταθερή κεραία» (AESA) όπως τα APAR ή SPY-3(V), SPY-6(V). Η τεχνολογία αυτή υιοθετείται πλέον και από το Αμερικανικό Ναυτικό, αλλά ο συνδυασμός των AEGIS/SPY-1D/D(V) με τη διαχρονική εξέλιξή τους παραμένει ένα σύγχρονο μέσο αντιμετώπισης επιθέσεων κορεσμού. Η κλάση DDG-51 υπολείπεται ελάχιστα των απαιτήσεων του ΠΝ για την εμπλοκή πολλαπλών στόχων που είχαν τεθεί στο πλαίσιο του προγράμματος ναυπήγησης πλοίων AAW. Επιπλέον, χάρη στους 90 θύλακες των δύο εκτοξευτών Mk41 υπερέχει των νεότερων κλάσεων (συνηθέστερη διαμόρφωση 48 θύλακες) σε βλήματα έτοιμα προς βολή.
Τα Arleigh Burke στο σύστημα αεροπορικού ελέγχου
Η ΠΑ είναι υπεύθυνη για την ελληνική αεράμυνα, συνεπώς οποιαδήποτε προσπάθεια αξιοποίησης των σκαφών προς αυτή την κατεύθυνση προϋποθέτει την ένταξή τους στο Σύστημα Αεροπορικού Ελέγχου (ΣΑΕ), που μέσω των τριών Κέντρων Ελέγχου Περιοχής (ΚΕΠ) ελέγχει τον Ελληνικό Εναέριο Χώρο (χωρισμένο σε τρεις μεγάλους τομείς). Η αποστολή των ΚΕΠ συνοψίζεται στη σύνθεση μιας Διευκρινισμένης Εικόνας Αέρος ή και Επιφάνειας RASP (Recognized Air Surface Picture). Στο πλαίσιο αυτό, η συσχέτιση ιχνών (correlation) είναι μια πολύ σημαντική παράμετρος για την επίτευξη ικανοποιητικής RASP, αφού αρκετά διαφορετικά ραντάρ μπορούν να εντοπίζουν και να αναφέρουν το ίδιο ίχνος, αλλά με βάση τη θέση τους (σε αυτό εξυπηρετούν τα σταθερά δίκτυα ραντάρ) ο Σταθμός Διοίκησης και Ελέγχου (C2) «αποφασίζει» ποιο σύστημα θα συνεχίζει να αναφέρει για κάθε δεδομένο ίχνος.
Η ΠΑ εκτός από τη χρήση των «buffer» που έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ (SSSB, MASE που χρησιμοποιείται αποκλειστικά στο NADGE και το NAEGIS) αποφάσισε να αποκτήσει και ένα «εθνικό» σύστημα που είναι το ULS (Universal Link System). Ένας «buffer» όμως όπως το ULS, ανάλογα με την πολυπλοκότητα και το λογισμικό του, μπορεί στην ουσία να λειτουργήσει ως ολοκληρωμένο σύστημα C2. To ULS είναι στην ουσία ένα σύστημα Ελέγχου & Διοίκησης πραγματικού χρόνου που εκτελεί συσχέτιση ιχνών από ESM ή ραντάρ που χρησιμοποιούν Link-16, IJMS, Link-11A/B, Link-1, ATDL-1 με δυνατότητα μελλοντικών επεκτάσεων (π.χ. Link-22). To ULS υλοποιεί έτσι σύνθεση εικόνας τακτικής κατάστασης (RASP) και την προωθεί στο ΚΕΠ. Χρησιμοποιεί μία μονή ή διπλή κονσόλα, ενώ παρέχεται η δυνατότητα να είναι μια πλήρως μεταφερόμενη μονάδα, όπως αυτή που απέκτησε το Ναυτικό των ΗΠΑ. Η ΠΑ έχει πέντε συστήματα ULS τριών διαφορετικών διαμορφώσεων, τα οποία έχουν εγκατασταθεί μεταξύ άλλων στα τρία ΚΕΠ.
Μια σκέψη που προβάλλει η παρούσα ανάλυση είναι η μετατροπή των πλοίων σε δύο «εναλλακτικά» κινούμενα ΚΕΠ, πλήρως ενταγμένα στο ΣΑΕ στο κομμάτι της αντιαεροπορικής άμυνας (με προφανή πλεονεκτήματα επιβιωσιμότητας) που θα έχουν δυνατότητα ανάθεσης όπλων. Για να επιτευχθεί όμως αυτό, θα πρέπει τα πλοία να εφοδιαστούν με συστήματα ULS. Να σημειωθεί ότι τα στοιχεία που συγκροτούν το ΣΑΕ, πέραν των ΚΕΠ, δεν διαθέτουν σήμερα δυνατότητα προώθησης δεδομένων (data forwarding) παρά μόνο συμμετοχή του ραντάρ και του ESM τους στη συσχέτιση ιχνών για την παραγωγή RASP μέσω ζεύξεων δεδομένων. Το forwarding θα έδινε, για παράδειγμα, στα Arleigh Burke τη δυνατότητα επαναπροώθησης της εικόνας τακτικής κατάστασης στα πλοία από το ΣΑΕ μέσω Link-11A και Link-16. Η «προώθηση» θα λειτουργεί φυσικά και αντίστροφα. Για να αντιληφθούμε τα πλεονεκτήματα της ολοκλήρωσης των αισθητήρων, ας δώσουμε ένα απλό παράδειγμα συνεργατικής εμπλοκής στο πλαίσιο του CEC AN/USG-2(V): ένα πλοίο επιφανείας εκτοξεύει και καταυγάζει βλήμα σε στόχο που έχει εντοπισθεί από αεροσκάφος AEW&C και δέχεται ενδιάμεσες ενημερώσεις από έτερο πλοίο επιφανείας. Πρόκειται για την πεμπτουσία της χρήσης του CEC· εμπλοκή στόχου με δεδομένα απομακρυσμένου αισθητήρα (engagement on remote data).
Τα Arleigh Burke δρώντας στο περιβάλλον του Αιγαίου θα έχουν τη δυνατότητα να λειτουργούν συμπληρωματικά με άλλες μονάδες αεράμυνας, όπως συστοιχίες Patriot, επικοινωνώντας απευθείας μέσω Link-16 και παρέχοντας δεδομένα στόχευσης σε απομακρυσμένους στόχους (remote tracks) που δεν έχει εντοπίσει το ραντάρ των συστοιχιών AN/MPQ-65. Το AN/MPQ-65 καλύπτει τομέα 120 μοιρών και η μέγιστη εμβέλειά του για στόχο με RCS 1 τ.μ. δεν υπερβαίνει τα 100 χιλιόμετρα. Παρέχεται δηλαδή η δυνατότητα σε έτερα συστήματα να υπερβαίνουν τις τεχνικές τους δυνατότητες, λόγος για τον οποίο επιμένουμε πάντα στην αξία της διαλειτουργικότητας (Interoperability). Η ισχύς πυρός των πλοίων με 90 βλήματα έτοιμα για βολή και ένα πανίσχυρο ραντάρ τα καθιστά όπλο υπέρβασης όχι μόνο για το ΠΝ και τον ρόλο που θα κληθεί να παίξει στην ΝΑ Μεσόγειο -σε συνδυασμό με την αναβάθμιση των P-3B- αλλά και για τη συνολική αντιαεροπορική άμυνα της χώρας.
Το αμερικανικό Ναυτικό δείχνει το δρόμο: εγκατάσταση πυροβόλου λέιζερ σε αντιτορπιλικό Arleigh Burke
Είναι ωστόσο δεδομένο ότι τα πλοία θα αποτελέσουν πρωταρχικό στόχο κάθε εχθρικής επιθετικής επιχείρησης. Η αυτοάμυνα των πλοίων Flight I/II παρουσιάζει όντως ένα κενό που για το US NAVY καλύπτεται στο Flight IIA με τη χρήση του ESSM (και επιπλέον δεν πρέπει να διαφεύγει την προσοχή μας ότι η κλάση δρα σε ευρύτερους σχηματισμούς/Ομάδες Κρούσης).
Ο κορεσμός των δύο Phalanx στην τερματική φάση εμπλοκής είναι δεδομένος και γι’ αυτόν τον λόγο το Αμερικανικό Ναυτικό υιοθέτησε τον ESSM αλλά αντικατέστησε και τα Phalanx με SeaRAM στα αντιτορπιλικά ενταγμένα στον 6ο στόλο. Στην περίπτωση προσθήκης του ESSM σε πλοία Flight I/II με διατήρηση των δύο Phalanx η άμυνά τους ενισχύεται με ένα ενδιάμεσο επίπεδο: θα αντιμετωπίσει τις απειλές που δεν θα αναχαιτιστούν από τα SM-2MR και θα αφήσει όσες «διαφύγουν» στα Phalanx, τα οποία πλέον θα μπορούν να τις εντοπίσουν και οπτικά. Η αυτόνομη χρήση του ESSM Block 2 από το 2020, η οποία δεν απαιτεί τη συνδρομή των ραντάρ καταύγασης των πλοίων αλλά εμπλέκει αυτόνομα στόχους, θα αυξήσει σημαντικά τις επιδόσεις της κλάσης στις επιθέσεις κορεσμού.
Στο σκεπτικό που αναπτύχθηκε παραπάνω για την προτεινόμενη χρήση των Arleigh Burke μια άλλη σημαντική προσθήκη στο ΣΑΕ είναι το ίδιο το ραντάρ SPY-1D. Για τα δεδομένα των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων θα είναι το ισχυρότερο σύστημα σε υπηρεσία. Τα υφιστάμενα ραντάρ του ΣΑΕ από άποψη μέγιστης ισχύος κινούνται σε σαφώς χαμηλότερα μεγέθη από το SPY-1D και εκτιμάται ότι η μέγιστη ισχύς τους δεν υπερβαίνει τα 3,5 MW (μέση ισχύ 6,2 KW). Το ισχυρότερο σύστημα ραντάρ από άποψη ισχύος του ΣΑΕ είναι πιθανότατα (σύμφωνα με δημοσιευμένα στοιχεία) το μοναδικό AN/TPS-70, που επίσης λειτουργεί στην μπάντα «S» (2-4 GHz), με μέγιστη εμβέλεια εντοπισμού στόχου RCS 1 τ.μ. στα 370 χιλιόμετρα.
Παρεμφερή μέγιστη ισχύ έχει το S-743D Martello, το οποίο ωστόσο λειτουργεί σε χαμηλότερη συχνότητα (1-2 GHz). Οι εκτιμήσεις για την εμβέλεια εντοπισμού στόχου RCS 1 τ.μ. για το Martello φτάνει στα 390 χιλιόμετρα. Ανάλογες επιδόσεις πιθανώς επιτυγχάνει το επίσης ισχυρό RAT-31DL που λειτουργεί στην μπάντα «L», ενώ υποδεέστερες είναι οι επιδόσεις των ραντάρ χαμηλότερης ισχύος που λειτουργούν στην μπάντα «S» (2-4 GHz), όπως το HADR HR-3000 ή το AR-327 Commander. Οι επιδόσεις εμβέλειας του SPY-1D είναι απόρρητες και υπάρχει μόνο μία δήλωση του 2004 που αφορά το SPY-1D(V) και προσδιορίζει την «εμβέλεια εντοπισμού μιας μπάλας του γκολφ σε απόσταση 165 χιλιομέτρων». Με δεδομένο ότι η μπάλα του γκολφ έχει RCS 0,0025 τ.μ., με τις κατάλληλες αναγωγές προσδιορίζεται η εμβέλεια εντοπισμού για στόχο 0,0015 τ.μ. (που είναι το φημολογούμενο RCS του F-35A στην μπάντα «Χ») στα 145 χιλιόμετρα και για στόχο RCS 1 τ.μ. η εμβέλεια εντοπισμού φτάνει στα 737 χιλιόμετρα (!), που είναι όντως υψηλή για ραντάρ μπάντας «S».
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι το SPY-1D(V) περιλαμβάνει βελτιώσεις μεταξύ των οποίων και αύξηση της μέσης ισχύος κατά 33%, ήτοι 77 KW, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η (μη επιβεβαιωμένη) πληροφόρηση για εμβέλεια εντοπισμού 550 χιλιομέτρων για στόχο RCS 1 τ.μ. είναι ρεαλιστική. Τότε η αντίστοιχη τιμή για το F-35A προσεγγίζει τα 108 χιλιόμετρα, καθόλου άσχημα όταν η αντίστοιχη δυνατότητα του S-743D περιορίζεται (θεωρητικά) στα 76 χιλιόμετρα.
Οι τιμές αυτές αφορούν φυσικά «άκρως συνεργάσιμους στόχους» που πετούν σε μεγάλο ύψος (δεν σημαίνει δηλαδή ότι κατανικάται αυτόματα η τεχνολογία στελθ). Επιπλέον, το ζητούμενο δεν είναι μόνο ο εντοπισμός του αεροσκάφους αλλά και του βλήματος που ενδεχομένως έχει εκτοξεύσει εναντίον του πλοίου. Με μέσο RCS 0,1 τ.μ. για βλήματα αέρος-επιφανείας, το SPY-1D θα εντοπίσει την απειλή σε απόσταση 308 χιλιομέτρων. Ωστόσο, τα βλήματα αυτά δεν είναι «συνεργάσιμοι» στόχοι, γιατί συνήθως πετούν σε χαμηλό ύψος (sea skimming) ή εκτελούν παραπλανητικούς ελιγμούς (π.χ. ελιγμοί pop up). Σε κάθε περίπτωση η παρουσία δύο ραντάρ SPY-1D στο Αιγαίο αποτελεί σημαντική αναβάθμιση των επιδόσεων του ΣΑΕ, όταν μάλιστα λειτουργήσουν σε περιβάλλον πλήρους διαλειτουργικότητας.
Επιχειρησιακά, το βασικότερο μειονέκτημα της κλάσης DDG-51 είναι η έλλειψη υπόστεγου ελικοπτέρων αφού είναι αδύνατη η παραχώρηση νεότερων σκαφών Flight IIA. Σε κάθε περίπτωση όμως αυτό δεν είναι ανυπέρβλητο εμπόδιο λόγω του μικρού αριθμού των σκαφών, την ένταξη σε υπηρεσία των P-3B και του γεγονότος ότι θα διατηρηθούν τουλάχιστον δέκα φρεγάτες με αντίστοιχη δυνατότητα.
Σε ό,τι αφορά στα Phalanx το Αμερικανικό Ναυτικό έχει δρομολογήσει την αναβάθμιση του συνόλου των συστημάτων σε επίπεδο Block 1B. H έκδοση αυτή παρέχει υψηλές επιδόσεις έναντι χαμηλά ιπτάμενων στόχων σε «κλειστές» θάλασσες, στόχους επιφανείας, βλήματα cruise και στόχους με χαρακτηριστικά stealth. Η έκδοση 1B διαθέτει υποσύστημα FLIR που επιτρέπει παθητικό εντοπισμό και ιχνηλάτηση στόχου με την προσθήκη μονάδας αυτόματης πρόσκτησης. Επιπλέον, για την επίτευξη καλύτερης διασποράς των βολίδων χρησιμοποιείται νέα κάννη OGB (Optimized Gun Barrel) που είναι μακρύτερη της υφιστάμενης κατά 45 εκατοστά. Σε μια ιδανική περίπτωση το ΠΝ θα μπορούσε να επιδιώξει την απόκτηση πλοίων του 6ου στόλου που χρησιμοποιούν το σύστημα SeaRAM: συνδυάζουν τον «κορμό» του Phalanx Block 1B με εκτοξευτή 11 θέσεων για βλήματα RAM Block 1 και αυτόνομο δέκτη ESM ή διασύνδεση με τη συσκευή ESM του σκάφους που επιτρέπει τον εντοπισμό του δυνητικού στόχου από ηλεκτρομαγνητική εκπομπή. Η χρήση του SeaRAM επιτρέπει τον τριπλασιασμό του φακέλου εμπλοκής.
Από τα πλοία που θα διατεθούν για παραχώρηση σε άλλα ναυτικά θα αφαιρεθεί ο εξοπλισμός AN/SWG-3 για τα βλήματα Tomahawk, η υποδομή LAMPS III (εάν δεν έχει ήδη αφαιρεθεί), ο εξοπλισμός για τη ζεύξη Link-4A και το σόναρ SQR-19B(V)1, αν και το τελευταίο θα ήταν σκόπιμο να αποκτηθεί από το ΠΝ. Συμπερασματικά, εφόσον είναι εφικτή η απόκτηση ικανού αριθμού βλημάτων RIM-66 Block IIIA/IIIB (απαιτείται κονδύλι 250-300 εκατομμυρίων δολαρίων) και η ολοκλήρωση του ESSM με λογικό κόστος, η προμήθεια των Arleigh Burke αποτελεί ίσως μια μοναδική ευκαιρία για το ΠΝ και τις ελληνικές ΕΔ!
Προβληματισμοί
Το μεγάλο ζητούμενο φυσικά είναι το κόστος. Ποιο θα είναι το συνολικό οικονομικό ύψος του πακέτου παραχώρησης των δύο σκαφών και πώς θα διαμορφωθεί με τα υλικά, την υποδομή υποστήριξης, την εκπαίδευση και κυρίως την απόκτηση του απαραίτητου οπλισμού (δηλαδή των βλημάτων SM-2MR).
* Σε σχέση με το κόστος απόκτησης, είναι αυτονόητο ότι είναι εφικτό μόνο με δωρεάν παραχώρηση μέσω EDA (Excess Defense Articles) ή στο πλαίσιο μιας πολυετούς συμφωνίας σε ανταποδοτική βάση ενοικίασης των εγκαταστάσεων της Σούδας που (βάσει πρόσφατων πληροφοριών) συζητείται ήδη. Ένας λόγος που η παραχώρηση των Kidd δεν βρήκε υποστηρικτές (την ίδια -εναντίον- άποψη είχε υιοθετήσει και ο υπογράφων) είναι ότι τα πλοία προσφέρθηκαν για πώληση/μίσθωση στο πλαίσιο ενός συνολικού «πακέτου» 741 εκατομμυρίων δολαρίων που δεν περιλάμβανε και τους πυραύλους SM-2MR για το κύριο οπλικό τους σύστημα.
Το 1998 βέβαια η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας επέτρεπε ίσως και άλλες σκέψεις. Το σκεπτικό απόκτησης μέσω EDA είναι και μια άποψη που κυοφορείται στους κόλπους του ΠΝ και την έχει εκφράσει και ο ίδιος ο Α/ΓΕΝ: ενδεχόμενη παραχώρηση αμερικανικών μονάδων επιφανείας θα μπορούσαν να απελευθερώσουν πόρους του 6ου Στόλου, εφόσον απευθύνονται σε συμμάχους του ΝΑΤΟ που είναι αξιόπιστοι και μπορούν να υποστηρίξουν ευρύτερα γεωπολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή (βλ. Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος, Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ) που ταυτίζονται με τους Εθνικούς στόχους και συνδέονται και με τα κοιτάσματα φυσικού αερίου.
* Ο ελλιμενισμός πλοίων αυτού του μεγέθους είναι πρόβλημα και στο παρελθόν έχει αναφερθεί το σημαντικό κόστος για την εκβάθυνση του ναυστάθμου Σαλαμίνας προκειμένου να εξυπηρετηθούν. Λύση βέβαια (που όμως σκοντάφτει στο γεγονός της απαίτησης μετακίνησης μεγάλου αριθμού στελεχών του προσωπικού εκτός Αττικής) θα ήταν η χρήση των εγκαταστάσεων του ΝΑΤΟ στο Μαράθι Χανίων, που καλύπτουν πλήρως τις απαιτήσεις ενόψει και των σχεδιασμών για την αναβάθμιση του Ναυστάθμου Κρήτης.
* Ο παράγων «κόστος κύκλου ζωής» είναι επίσης σημαντικός. Σύμφωνα με στοιχεία του Αμερικανικού Ναυτικού του 2010, το ετήσιο κόστος υποστήριξης των πλοίων Flight IIA (συμπεριλαμβανομένης της μισθοδοσίας, αλλά χωρίς ενσωματωμένα κόστη αποπληρωμής του R&D και της αρχικής απόκτησης) έφθανε τα 42,4 εκατομμύρια δολάρια ανά πλοίο ή τα 32 εκατομμύρια ευρώ (με τις ισοτιμίες της 31/12/2010). Το κόστος μίας φρεγάτας του ΠΝ, σύμφωνα με πληροφορίες που είχαν δει το φως της δημοσιότητας το 2008, ανέφεραν ως ετήσια δαπάνη με χρονικό διάστημα ελλιμενισμού 30% και διάστημα πλου 70% (μάλλον εξωπραγματικό με τα σημερινά δεδομένα) τα 20 εκατομμύρια ευρώ. Η διαφορά είναι σημαντική αλλά όχι απαγορευτική, με την προϋπόθεση ότι θα αποσυρθούν οι τρεις φρεγάτες «S» που δεν έχουν εκσυγχρονιστεί.
* Η απόκτηση των δύο πλοίων θα απαιτήσει την προμήθεια αριθμού βλημάτων SM-2MR, αν και για έναν πλήρη φόρτο των εκτοξευτών Mk41 απαιτούνται 180 πύραυλοι (θεωρητικά το απόθεμα θα μπορούσε να είναι περιορισμένο σε πρώτη φάση και να συμπληρωθεί αργότερα). Τα βλήματα SM-2MR που μπορούν να φορτωθούν είναι τα SM-2MR Block II/III/IIIA/IIIB. Η έκδοση Block II (που είναι και η πρώτη που χρησιμοποιεί κινητήρα διπλής ώσης Mk104 της Thiokol) έχει αποσυρθεί από υπηρεσία αλλά διατηρείται ένας αριθμός βλημάτων της σε αποθήκευση. Ο νέος πυραυλοκινητήρας προσδίδει μέγιστη εμβέλεια που φθάνει τα 160+ χιλιόμετρα, ενώ η έκδοση Block II χρησιμοποιεί επιπλέον νέο ψηφιακό επεξεργαστή, βελτιωμένη θραυσματική γόμωση και βελτιωμένο πυροσωλήνα Μk45. Η έκδοση Block III, η οποία εισάγει νέο πυροσωλήνα με έμφαση στις εμπλοκές χαμηλού ύψους, δεν είναι σε παραγωγή αλλά παραμένει σε υπηρεσία.
Η έκδοση ΙΙΙΑ, η οποία διαθέτει νέα θραυσματική γόμωση με δυνατότητα εστίασης του θυσάνου των θραυσμάτων που κινούνται με αυξημένη ταχύτητα, είναι τόσο σε υπηρεσία όσο και σε παραγωγή. Από το 1998 παράγεται και η έκδοση ΙΙΙΒ που υιοθετεί νέο ερευνητή με βάση το πρόγραμμα MHIP (Missile Homing Improvement Program). Πρόκειται για διπλό σύστημα με ημιενεργό ερευνητή ραντάρ και αισθητήρα υπερύθρων για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε περιβάλλον έντονων ηλεκτρονικών αντιμέτρων. Το Αμερικανικό Ναυτικό προχωρεί σταδιακά στην αναβάθμιση των παλαιοτέρων εκδόσεων ΙΙΙ και ΙΙΙΑ στο πρότυπο IIIB. Η τιμή ανά μονάδα για την έκδοση Block IIIB φθάνει τα 2,79 εκατομμύρια δολάρια (γνωστοποίηση της DSCA τον Ιούλιο 2016 για την πώληση 246 βλημάτων Block IIIB στην Ιαπωνία). Συνεπώς, τα ποσά που απαιτούνται για τη δημιουργία αποθέματος είναι πολύ υψηλά, αν όχι και απαγορευτικά.
Για το Block IIIA δεν υπάρχουν πρόσφατα στοιχεία κόστους, αφού οι τελευταίες εξαγωγικές πωλήσεις έγιναν την περασμένη δεκαετία προς την Ολλανδία και την Αυστραλία με μέσο κόστος περίπου 1,5 εκατομμύριο δολάρια ανά μονάδα (γνωστοποίηση της DSCA τον Σεπτέμβριο του 2004 για την απόκτηση 55 βλημάτων Block IIIΑ από την Ολλανδία και τον Μάιο του 2005 για την απόκτηση 175 βλημάτων από την Αυστραλία). Η Νότια Κορέα προχώρησε το 2009 σε αίτημα για 46 SM-2 Block IIIA και 35 SM-2 Block IIIB με συνολικό κόστος 170 εκατομμύρια δολάρια.
* Ένα ακόμη ερώτημα σχετικά με τη δυνητική προμήθεια είναι το ζήτημα του ESSM. Παρά την αναβάθμιση του Phalanx, θεωρούμε την προσθήκη του πυραύλου ESSM απαραίτητη για τη δημιουργία πολλαπλών ζωνών άμυνας, καθώς τα δύο πλοία θα αποτελούν πρωτεύοντα στόχο για τον εχθρό. Το ζητούμενο είναι το κόστος ολοκλήρωσης στο λογισμικό του AEGIS, που έχει υλοποιηθεί, όπως προαναφέραμε, στα πλοία Flight IIA στην Baseline 6 Phase III. Σύμφωνα με τη Lockheed το SPY-1D είναι πλήρως συμβατό με τον ESSM, όπως και ο Mk41 με το τετραπλό κάνιστρο του μικρότερου πυραύλου.
Από την άλλη, ο RIM-162 Evolved SeaSparrow Missile δεν είναι ένα φθηνό όπλο μιας και το κόστος ανά μονάδα υπολογίζεται σε 1,1 εκατομμύρια δολάρια (γνωστοποίηση της DSCA τον Οκτώβριο του 2015 για την απόκτηση 16 βλημάτων από την Ταϊλάνδη), αλλά η ελληνική συμμετοχή στο πρόγραμμα δημιουργεί κάποια ανταποδοτικά οφέλη. Ο ESSM με μέγιστη εμβέλεια 40+ χιλιόμετρα καλύπτει το σημαντικό κενό μεταξύ του SM-2MR και του Phalanx. Η προσθήκη από το 2020 του ESSM Block 2 με σημαντική επέκταση του φακέλου εμπλοκής στα 80+ χιλιόμετρα και την καθοδήγηση ενεργού ραντάρ μπάντας συχνοτήτων «X» (8-12 GHz) οδηγεί σε αποδέσμευση των περιορισμών τερματικής εμπλοκής (λόγω του δεδομένου αριθμού των ραντάρ καταύγασης) και ισχυροποιεί τις δυνατότητες της κλάσης ακόμη περισσότερο.
Στην περίπτωση του AEGIS χρησιμοποιείται ο RIM-162A στη διαμόρφωση SB-MCG (S Band Midcourse Guidance): το βλήμα κινείται προς τον στόχο μέσω οδηγιών (command guidance) που λαμβάνει με ζεύξη μπάντας συχνοτήτων «S» από το ραντάρ SPY-1D. Είναι εύκολα κατανοητό ότι η απόκτηση βλημάτων ESSM -αν και ακριβή- θα μπορούσε να μετριάσει τις ανάγκες για βλήματα SM-2. Δεν θα πρέπει να διαφεύγει από την προσοχή μας ότι για οποιαδήποτε αγορά μεταχειρισμένων ή νέων σκαφών θα απαιτηθεί ούτως ή άλλως ένα σημαντικό κονδύλι για την απόκτηση νέων βλημάτων, αφού τα RIM-7M που χρησιμοποιούνται στην κλάση φρεγατών «S» θα τεθούν εκτός υπηρεσίας.
* Ένα στοιχείο που θα απασχολήσει το ΠΝ είναι και το ζήτημα των υψηλών απαιτήσεων επάνδρωσης σε σχέση με τις φρεγάτες «S» και MEKO-200HN (202 και 189 άνδρες αντίστοιχα). Ωστόσο, ο απαιτούμενος αριθμός (606 άνδρες) μπορεί να καλυφθεί άμεσα από την απόσυρση των τριών «S» που δεν έχουν αναβαθμιστεί.