Του Βασίλη Νέδου, από την “Καθημερινή”
Την περασμένη Τετάρτη, μόλις έσβησαν τα φώτα της επίσημης τελετής καθέλκυσης της φρεγάτας «Κίμων» που οι Γάλλοι κατασκευάζουν στο ναυπηγείο του Λοριάν για λογαριασμό του Πολεμικού Ναυτικού (Π.Ν.), ο υπουργός Εθνικής Αμυνας Νίκος Δένδιας και οι λοιποί αξιωματούχοι που τον συνόδευαν στη Βρετάνη ξεκίνησαν το ταξίδι της επιστροφής έχοντας κατά νου τη δύσκολη δουλειά που τους περιμένει στην Αθήνα.
Τα προηγούμενα χρόνια οι καλύτερες επιδόσεις της οικονομίας, σε συνδυασμό με την ανάγκη να καλυφθεί χαμένο έδαφος σχεδόν 15 ετών στα εξοπλιστικά, έφεραν ορισμένες πολύ σημαντικές επενδύσεις, με πλέον εμβληματικές τη συμφωνία για αγορά τριών φρεγατών FDI (όπως ο «Κίμων»), την προμήθεια συνολικά 24 Rafale (έχουν παραδοθεί ήδη σε χρόνο-ρεκόρ τα 18) και την επιτάχυνση των διαδικασιών αναβάθμισης 84 F-16 σε διαμόρφωση Viper. Η λίστα των εξοπλιστικών είναι μεγάλη (αξίας άνω των 14 δισ. ευρώ) και ήδη έχει επιτευχθεί μια αρκετά σημαντική ενίσχυση για την Πολεμική Αεροπορία (Π.Α.).
«Σπαρτιάτες» και ελικόπτερα
Δυστυχώς, χαμηλές διαθεσιμότητες χαρακτηρίζουν και το έργο των πιο καινούργιων μεταφορικών αεροσκαφών της Π.Α., των (ιταλικής κατασκευής) συνολικά οκτώ C-27 J Spartan. Τα C-27 είχαν αποδειχθεί χρήσιμα τα προηγούμενα χρόνια ως εναλλακτικές λύσεις για τα C-130, ωστόσο και τα συγκεκριμένα αεροσκάφη πετούν στα όρια των δυνατοτήτων τους. Αν και η Π.Α. αποτελεί έναν από τους πρώτους χρήστες των C-27, σε άσκηση που πραγματοποιήθηκε στη Ρουμανία με αντικείμενο σενάρια στα οποία εμπλέκονται ακριβώς αυτά τα αεροσκάφη, η Ελλάδα απείχε.
Την «τριπλέτα» των αεροπορικών μεταφορών κλείνουν τα «Σινούκ» της Αεροπορίας Στρατού, τα οποία χρησιμοποιούνται για ευρύ φάσμα έργου και κάθε καλοκαίρι είναι πια ανάμεσα σε αυτά που υλοποιούν και αποστολές πυρόσβεσης. Και τα «Σινούκ», παρά τον επαγγελματισμό των στελεχών της Αεροπορίας Στρατού και το γεγονός ότι ο τεράστιος παγκόσμιος στόλος τους εξασφαλίζει ευκολότερα την πρόσβαση σε ανταλλακτικά, αυτό το καλοκαίρι άγγιξαν το όριο των –αποδεδειγμένα– τεράστιων δυνατοτήτων τους.
Η έρευνα και διάσωση που αναλαμβάνουν τα ελικόπτερα των Ενόπλων Δυνάμεων είναι, βέβαια, σημαντική για ανάγκες που πιθανόν προκύψουν (κακοκαιρία, εντοπισμός χαμένων προσώπων κ.ά.), ωστόσο πρωταρχικός σκοπός τους είναι να μπορούν να κάνουν επιχειρήσεις SAR (Search and Rescue) στο Αιγαίο Πέλαγος. Υπενθυμίζεται ότι η Τουρκία διεκδικεί τη δικαιοδοσία SAR για το μισό Αιγαίο (έως τον 25 μεσημβρινό) και πολλές φορές ελληνικά και τουρκικά ιπτάμενα μέσα έχουν σπεύσει να επιληφθούν περιστατικών στο Ανατολικό Αιγαίο.
Πέρα από τα επιβαρυμένα Super Puma (τα οποία βρίσκονται στα όρια του επιχειρησιακού κύκλου ζωής τους), συνεχίζεται το φιάσκο με τα καθηλωμένα NH-90. Πάντως, οι συζητήσεις για το ενδεχόμενο αντικατάστασής τους με καινούργια ελικόπτερα που θα μπορούν να υλοποιούν με αξιοπιστία τις αποστολές τους εξακολουθούν να υφίστανται.
Στο Γενικό Λογιστήριο
Δεδομένου ότι η επίλυση αυτών των προβλημάτων θεωρείται από την κυβέρνηση κρίσιμης σημασίας για πάνω από έναν τομέα, στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας και το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους καλούνται να δώσουν απαντήσεις σε ένα γρίφο με κοινή συνισταμένη τον περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο.
Υπάρχουν δύο μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα για τα οποία πρέπει να ληφθούν αποφάσεις τα επόμενα χρόνια: Το ένα αφορά, βεβαίως, τα πέμπτης γενιάς μαχητικά F-35. Ως προς αυτό, δεδομένου ότι πέρα από το αμιγώς επιχειρησιακό σκέλος υπάρχει και η διπλωματική βαρύτητά του, η κυβέρνηση ευελπιστεί ότι όταν ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις και αποφασιστούν οι πρώτες πληρωμές, θα υπάρχει χώρος, δηλαδή όχι πριν από το 2025.
Νέο αεροπορικό ισοζύγιο στο Αιγαίο: Ελληνικά F-35A εναντίον τουρκικών Kaan
Το δεύτερο είναι το περίφημο πρόγραμμα των κορβετών του Π.Ν., για το οποίο έχει εκφραστεί γαλλικό και ιταλικό ενδιαφέρον. Σε αυτή τη φάση δεν υπάρχει κανένα δημοσιονομικό περιθώριο για τις κορβέτες. Γι’ αυτόν τον λόγο και το Π.Ν. αξιολογεί τη δυνατότητα που παρέχεται από τις ΗΠΑ για τέσσερα μεταχειρισμένα περιπολικά ανοικτής θαλάσσης LCS, τα οποία είχαν προσφερθεί (ως καινούργια) και στο παρελθόν, αλλά είχαν απορριφθεί. Ωστόσο, το χαμηλό κόστος της προσφοράς (500 εκατ. δολάρια για τέσσερα πλοία) υποχρεώνει το Π.Ν. να την εξετάσει, καθώς θα μπορούσε να παρέχει κάποιες λύσεις, δηλαδή περισσότερα πλοία σε ένα στόλο που γηράσκει ταχέως παρά τις τεχνολογικά άρτιες, αλλά –αριθμητικές– λίγες FDI.