Η πρόσκρουση του πλοίου HMNZS Manawanui τον περασμένο Οκτώβριο σε ύφαλο κοντά στις ακτές της Σαμόα, την οποία ακολούθησε πυρκαγιά και τελικά η βύθιση του σκάφους (ευτυχώς χωρίς θύματα από το πλήρωμα των 75 ατόμων), αποτελεί ένα από τα πιο αξιοσημείωτα δυστυχήματα που έχουν συμβεί στην ιστορία του Ναυτικού της Νέας Ζηλανδίας, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
To Νεοζηλανδικό Ναυτικό έχασε ένα ωκεανογραφικό του πλοίο σε προσάραξη
Σύμφωνα με τις προκαταρκτικές εκθέσεις από την έρευνα που διατάχθηκε, το περιστατικό προκλήθηκε από σειρά ανθρώπινων λαθών. Το σημαντικότερο ήταν ότι το πλήρωμα δεν συνειδητοποίησε πως το σκάφος ήταν ακόμη σε αυτόματο πιλότο, διατηρώντας πορεία προς την ακτή, όπου προσέκρουσε σε ύφαλο. Η έρευνα υπογραμμίζει την ανάγκη για προσεκτική παρακολούθηση των συστημάτων πλοήγησης και τονίζει το σφάλμα, της υπερβολικής εμπιστοσύνης στις αυτοματοποιήσεις.
Η έρευνα επισημαίνει επίσης μια σειρά από κρίσιμους παράγοντες όπως η εκπαίδευση, ο σχεδιασμός των επιχειρήσεων, η εποπτεία, η ετοιμότητα και η εκτίμηση κινδύνου, που πρέπει να μελετηθούν ώστε να βελτιωθεί το επίπεδο ασφαλείας στο Ναυτικό της Νέας Ζηλανδίας. Ο επικεφαλής του, Υποναύαρχος Garin Golding, ανέφερε ότι θα ληφθούν μέτρα για την επανάκτηση της εμπιστοσύνης του κοινού προς το Ναυτικό, τονίζοντας ότι η ευθύνη για τη διόρθωση όλων των προβλήματων βαρύνει αποκλειστικά αυτόν.
Μετά το δυστύχημα, ακολούθησαν επικρίσεις για πολλά μισογυνιστικά σχόλια που κυκλοφόρησαν online, μιας και κυβερνήτης του σκάφους ήταν γυναίκα, η Πλωτάρχης Yvonne Gray.
Το HMNZS Manawanui, εκτοπίσματος 5.700 τόνων, ήταν εξειδικευμένο για υποστήριξη δυτών και ωκεανο/υδρογραφικές έρευνες, και είχε τεθεί σε υπηρεσία με το Ναυτικό της Νέας Ζηλανδίας το 2019. Στο ατύχημα έκανε έρευνες ακριβώς στον ύφαλο που προσέκρουσε.
Το ναυτικό της Νέας Ζηλανδίας έχει αναλάβει την ευθύνη για την ανάσυρση του πλοίου αλλά και για την ελαχιστοποίηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, καθώς μετέφερε 950 τόνους ντίζελ, ενώ ήδη έχουν καταγραφεί διαρροές.
Η ανθρώπινη παράμετρος στη ναυτιλία, όπως φαίνεται από το περιστατικό, παραμένει ένας από τους πιο κρίσιμους και ευάλωτους παράγοντες, τονίζοντας την ανάγκη για συνεχή εκπαίδευση και επιμόρφωση του προσωπικού.