Tου Βασίλη Παπακώστα. Επιπλέον στοιχεία ΦΓΚ /«ΠΤΗΣΗ»
Το εν εξελίξει πρόγραμμα απόκτησης νέων φρεγατών πολλαπλών ρόλων από το Πολεμικό Ναυτικό είναι στενά διασυνδεδεμένο με την εξασφάλιση πλοίων ενδιάμεσης λύσης. Το ελληνικό ενδιαφέρον για τέσσερις LCS version MMSC και η αναβάθμιση των MEKO 200HN ως «πακέτο» σε συνδυασμό με την παραπάνω απαίτηση επανέφερε το ενδεχόμενο απόκτησης δύο πλοίων κλάσης Ticonderonga από το Πολεμικό Ναυτικό. Η πρόθεση του US Navy να αποσύρει τέσσερις μονάδες της κλάσης εντός του 2021 αναζωπυρώνει το σενάριο για την κάλυψη της πιεστικής ανάγκης απόκτησης ικανότητας Αντιαεροπορικής Άμυνας Περιοχής AAW (Area Anti-aircraft Warfare). Εξετάζουμε αυτή την κλάση των καταδρομικών κατευθυνομένων πυραύλων και τα οφέλη μιας τέτοιας εξέλιξης.
Όπως αναφέραμε και στο περιοδικό «Πτήση» 06, Νοέμβριος 2020 («Ένα βήμα πιο κοντά σε νέες φρεγάτες και εκσυγχρονισμό MEKO200HN»), ο προσανατολισμός του ΠΝ στη δρομολόγηση προγράμματος ναυπήγησης νέων Φ/Γ αφορά πλέον σε πλοία πολλαπλών ρόλων-γενικής χρήσης. Παρ’ όλα αυτά, η ανάγκη για μονάδες με δυνατότητα AAW όχι μόνο παραμένει, αλλά ίσως έγινε και πιο πιεστική μετά τα διδάγματα της πρόσφατης κρίσης με το Oruc Reis. Η FDI και ειδικότερα η ελληνική έκδοση της Belh@rra ικανοποιούσε σε μεγάλο βαθμό τις ανάγκες αυτές, αλλά το υψηλό κόστος πρόσκτησης και ο ορίζοντας απόκτησής τους (2024) αποθάρρυναν και τελικά ανέστειλαν την προμήθεια των γαλλικών Φ/Γ. Είναι όμως σίγουρο ότι το ΠΝ δεν θα επαναπαυθεί σε μια λύση όπως οι MMSC χωρίς να έχει επιδιώξει να επιλύσει το ζήτημα απόκτησης μονάδων AAW. Το εάν θα επιτύχει αυτή την επιδίωξη, που για κάποιους κινείται στη σφαίρα του ακατόρθωτου, μόνο ο χρόνος θα δείξει. Ωστόσο, το ενδεχόμενο εξακολουθεί να υφίσταται, ειδικά εάν τα προγράμματα νέων φρεγατών και εκσυγχρονισμού MEKO αποκτήσουν αμερικανική σφραγίδα.
Τα αντιτορπιλικά κλάσης Arleigh Burke ήταν και παραμένουν ο «διακαής πόθος» του ΠΝ, αλλά υπό την τρέχουσα κατάσταση επιχειρησιακών αναγκών είναι δεδομένη η πρόθεση του US Navy να διατηρήσει προς το παρόν σε υπηρεσία το σύνολο αυτών των πλοίων. Υπό αυτό το πρίσμα της μη διαθεσιμότητας πλοίων της κλάσης DDG-51 στο ορατό μέλλον, η μοναδική ενδιάμεση λύση που καλύπτει τις ανάγκες και αφήνει οικονομικό περιθώριο για τη δρομολόγηση ενός προγράμματος ναυπηγήσεων ακούει στο όνομα Ticonderoga. Η λύση έχει μεσοπρόθεσμο χαρακτήρα, αλλά θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πρόδρομη της μελλοντικής απόκτησης Arleigh Burke ή της δρομολόγησης προμήθειας φρεγατών κλάσης Constellation, δηλαδή των FFG(X) με διαμόρφωση AAW.
Το ζήτημα λοιπόν είναι να οριοθετήσουμε και να επιδιώξουμε τις προϋποθέσεις εκείνες που θα διευκολύνουν και θα καταστήσουν δυνατή μια τέτοια εξέλιξη, ανάμεσα στις οποίες είναι και η δρομολογημένη αναβάθμιση του Ναυστάθμου Κρήτης.
Με την αναφορά του προς το Κογκρέσο για το έτος 2020 το US Navy (Report To Congress on the Annual Long Range Plan for Construction of Naval Vessels for Fiscal Year 2020), που συντάχθηκε τον Μάρτιο του 2019, εισηγείται την απόσυρση των πλοίων CG-52 έως και CG-55, τα οποία θα τεθούν σε καθεστώς OCIR (Out of Commission In Reserve), και των CG-56 & CG-57 το 2022, των οποίων ωστόσο το τελικό καθεστώς δεν έχει ακόμη αποφασιστεί. Τα καταδρομικά αυτά είναι σήμερα ηλικίας 32 έως 34 ετών και η προβλεπόμενη «διάρκεια ζωής» για το US Navy είναι 35 έτη. Η «διάρκεια ζωής» δεν προσδιορίζεται με βάση κάποιες προδιαγραφές, αλλά καθορίζεται από το Αμερικανικό Ναυτικό με μια πλειάδα παραγόντων, όπως το κόστος διατήρησης σε υπηρεσία, που περιλαμβάνει και απαιτήσεις αναβαθμίσεων. Ήδη όμως υπάρχουν σκέψεις για επέκτασή της σε 42 έως 52 χρόνια για τα πλοία της κλάσης Ticonderoga. Συνεπώς, το USS Bunker Hill (CG-52), για παράδειγμα, το οποίο είναι σήμερα ηλικίας 34 ετών, θα μπορούσε δυνητικά να συνεχίσει σε αμερικανική υπηρεσία για 18 χρόνια ακόμη.
Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς την πολιτική απόσυρσης και παραχώρησης πλοίων επιφανείας του US Navy από το Department Of the Navy με ημερομηνία 24/04/2014, η οποία είναι διαθέσιμη στο διαδίκτυο («General Policy For The Inactivation, Retirement And Disposition Of U.S. Naval Vessels»). Μια από τις πλέον αξιοσημείωτες προβλέψεις της είναι ότι αποθαρρύνει την απενεργοποίηση και επανενεργοποίηση πλοίων για τα οποία υπάρχει πιθανότητα παραχώρησης σε άλλο ναυτικό. Η παραχώρηση μονάδων με εκτόπισμα μεγαλύτερο των 3.000 τόνων ή ηλικία μικρότερη των 20 ετών απαιτεί σχετική νομοθετική διαδικασία. Η μεταβίβαση «hot transfer» πρέπει ιδανικά να υλοποιηθεί 18 μήνες πριν από την προγραμματισμένη ημερομηνία απόσυρσης του πλοίου ώστε η διαδικασία να είναι ομαλή και αποδοτική. Το ανάδοχο ναυτικό επιβαρύνεται με κόστη εκπαίδευσης, καυσίμων, προμηθειών ή επισκευών απαραίτητων για τη λειτουργία του πλοίου. Αντίθετα το US Navy επιβαρύνεται με έξοδα αφαίρεσης εξοπλισμού που είναι ευαίσθητος ή την υποβάθμιση υποδομών και συστημάτων που θα παραμείνουν στο πλοίο αλλά ενσωματώνουν ικανότητες που δεν είναι αποδεσμεύσιμες. Υπογραμμίζεται ότι το Αμερικανικό Ναυτικό δεν ενθαρρύνει την αποψίλωση πλοίων που θα παραχωρηθούν σε συμμαχική χώρα με διαδικασίες που μειώνουν τις δυνατότητές τους («retiring ships shall not stripped of equipment»), παρά μόνο σε περιπτώσεις ιδιαίτερα ευαίσθητου εξοπλισμού.
Η κλάση Ticonderoga
Η κλάση καταδρομικών κατευθυνομένων βλημάτων (guided-missile cruiser) CG Ticonderoga σύνδεσε το όνομά της με μια «μικρή επανάσταση» της ναυτικής τεχνολογίας, που δεν είναι άλλη από την υιοθέτηση του συστήματος AEGIS. Είναι μια εξαιρετικά σπάνια περίπτωση όπου πρώτα σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε ένα προηγμένο σύστημα αντιμετώπισης εναέριων απειλών και ακολούθησε η σχεδίαση και κατασκευή των πλοίων που θα το μετέφερε! To AEGIS σχεδιάστηκε για την αντιμετώπιση επιθέσεων κορεσμού της (τότε) Σοβιετικής Αεροπορίας και βλημάτων cruise εναντίον μεγάλων σχηματισμών του Αμερικανικού Ναυτικού, όπως οι ομάδες μάχης αεροπλανοφόρων-CVBG (Carrier Battle Group).
Η αρχική σκέψη ήταν η εγκατάσταση του AEGIS στα καταδρομικά πυρηνικής πρόωσης κλάσης Virginia. Κατασκευάστηκαν τελικά μόνο τέσσερα (USS Virginia CGN-38, USS Texas CGN-39, USS Mississippi CGN-40 και USS Arkansas CGN-41) την περίοδο 1972-1978 (ενώ ο αρχικός σχεδιασμός αφορούσε σε έντεκα) χωρίς το AEGIS, που προβλεπόταν από το πλοίο CGN-42. Τελικά όμως ο συνδυασμός πυρηνοκίνησης και AEGIS κρίθηκε εξαιρετικά δαπανηρός και αναζητήθηκε μια κλάση με συμβατική πρόωση για την υλοποίηση του προγράμματος. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η κλάση Virginia είχε εξαιρετικά βραχύβια καριέρα και τα τέσσερα καταδρομικά της αποσύρθηκαν σταδιακά την περίοδο 1994-1998, με μέσο χρόνο υπηρεσίας μόλις 17 χρόνια (όταν η πάγια πρακτική του US Navy αφορά τα 30 χρόνια). [Εκτός των άλλων ανεπαρκειών της, που θα αναιρούσε η εγκατάσταση του AEGIS από το πέμπτο πλοίο, η κλάση Virginia έπεσε «θύμα» των μεγάλων περικοπών των αμερικανικών αμυντικών δαπανών με τη λήξη του ψυχρού πολέμου λόγω του μεγάλου κόστους χρήσης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με στοιχεία που έχει αποδεσμεύσει το Αμερικανικό Ναυτικό, το 1996 η ετήσια δαπάνη ενός τέτοιου καταδρομικού ξεπερνούσε τα $40 εκατ. έναντι των $28 εκατ. των Ticonderoga και των $20 εκατ. των Arleigh Burke (αμφότερων σαφώς ικανότερων λόγω AEGIS). Το τεράστιο κόστος αναπλήρωσης των πυρηνικών «καυσίμων» στους αντιδραστήρες τους (που αναφέρεται ότι μαζί με τη διαδικασία ασφαλούς εναπόθεσης των πυρηνικών αποβλήτων ξεπερνούσε το μισό του κόστους ναυπήγησης των πλοίων) ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας που οδήγησε στην πρόωρη απόσυρση των CGΝ κλάσης Virginia. Είναι χαρακτηριστικό ότι η απόφαση για τον παροπλισμό τού USS Texas CGN-39 πάρθηκε ενώ ήταν στη δεξαμενή σε προετοιμασία «ανεφοδιασμού» και είχε υπηρετήσει μόλις 16 χρόνια. Ήταν οι εποχές που το «Ναυτικό των 600 πλοίων», που είχε συγκροτήσει η προεδρία Ρέιγκαν, συρρικνωνόταν ραγδαία και κάθε δολάριο που ξοδευόταν έπρεπε να δικαιολογηθεί πολύ πιο «πειστικά» απ’ ό,τι στα ψυχροπολεμικά χρόνια. Αυτός ήταν και ο λόγος παροπλισμού των (πέντε) πρώιμων μονάδων Ticonderoga, οι οποίες χωρίς το συγκρότημα VLS (Vertical Launch System) ήταν υποδεέστερες των μεταγενέστερων και είχαν επίσης σύντομες καριέρες.
Η ιδέα για την ανάπτυξη του AEGIS ξεκίνησε ήδη από το 1963 ως ASMS (Advanced Surface Missile System) και στηρίχθηκε σε ένα σύγχρονο (για την εποχή του) ραντάρ διάταξης φάσης πολλαπλών λειτουργιών AMFAR (Advanced Multi-Function Array Radar) που σχεδιάστηκε στο John Hopkins Applied Physics Laboratory. Μετονομάστηκε σε AEGIS (με αναγωγή στην ελληνική μυθολογία και την ασπίδα του Δία) τον Δεκέμβριο του 1969. Το συμβόλαιο για την πλήρη ανάπτυξη του συστήματος υπογράφηκε στα τέλη του 1969 και οι πρώτες δοκιμές της κεραίας υλοποιήθηκαν το 1972. Στις αρχές του 1974 ολοκληρώθηκαν οι δοκιμές στην ξηρά, ενώ οι θαλάσσιες έλαβαν χώρα στο USS Norton Sound (το αρχικό πρωτότυπο σύστημα είχε εγκατασταθεί το 1973) και το 1978 το AEGIS ήταν έτοιμο πλέον να μπει σε παραγωγή.
Ως πλατφόρμα του AEGIS αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί μια «μεγεθυμένη» έκδοση των αντιτορπιλικών κλάσης Spruance και αρχικά προβλεπόταν η ναυπήγηση 18 μονάδων με ονομασία της κλάσης ως Ticonderoga (από το πρώτο πλοίο), ο αριθμός των οποίων τελικά επεκτάθηκε στα 27. Κατασκευάστηκαν σε δύο ναυπηγεία, το Litton Ingalls Pascagoula και το Bath Iron Works, με τα περισσότερα να «χτίζονται» τελικά στο πρώτο (19 και 8) που έλαβε και την παραγγελία για την πρώτη μονάδα τον Σεπτέμβριο του 1978. Δεν είναι τυχαίο φυσικά το γεγονός ότι τα ναυπηγεία στην Pascagoula ήταν ο αποκλειστικός κατασκευαστής των 31 αντιτορπιλικών της κλάσης Spruance. Είναι αξιοσημείωτο ότι η κλάση Ticonderoga είχε αρχικά κωδικοποιηθεί ως αντιτορπιλικά κατευθυνόμενων βλημάτων (DDG) και στη συνέχεια, την 01-01-1980, επαναχαρακτηρίστηκε σε κλάση καταδρομικών κατευθυνομένων βλημάτων (CG). H τοποθέτηση της τρόπιδας του πρώτου και ομώνυμου της κλάσης USS Ticonderoga (CG-47) στη ναυπηγική κλίνη έγινε την 21-1-1980 και το πλοίο ολοκληρώθηκε την 22-1-1983. Η τελευταία μονάδα της, το USS Port Royal (CG-73), ολοκληρώθηκε την 30-4-1994.
Το σύστημα AEGIS εκτός από την κλάση καταδρομικών Ticonderoga και αντιτορπιλικών Arleigh Burke του Αμερικανικού Ναυτικού υιοθετήθηκε αρχικά από την Ιαπωνία για την κλάση αντιτορπιλικών κατευθυνόμενων πυραύλων Kongo με AEGIS Baseline 4 και 5 (βλέπε παρακάτω) και ραντάρ AN/SPY-1D και την κλάση αντίστοιχων πλοίων του JMSDF Atago με AEGIS Baseline 7 και ραντάρ AN/SPY-1D(V). Στη συνέχεια χρήστες έγιναν η Ισπανία για την κλάση φρεγατών F-100 με AEGIS Baseline 5 και ραντάρ AN/SPY-1D και AN/SPY-1D(V), η Νότια Κορέα με την κλάση Sejong The Great με AEGIS Baseline 7 και ραντάρ AN/SPY-1D(V), πιο πρόσφατα η Αυστραλία με την κλάση Hobart με AEGIS Baseline 7.1 και ραντάρ AN/SPY-1D(V) και η Νορβηγία που χρησιμοποιεί ωστόσο την ελαφρύτερη έκδοση ραντάρ SPY-1F.
Το πλοίο και ο εξοπλισμός του
Το μήκος των πλοίων της κλάσης φθάνει τα 172,46 m, με πλάτος 16,76 m και βύθισμα 7,46 m (10,51 m, περιλαμβανομένου του θόλου του σόναρ). Το εκτόπισμα των μονάδων που υπηρετούν σήμερα (από το USS Bunker Hill CG-52) φθάνει τους 8.910 τόνους κενών και τους 9.613 τόνους με πλήρες φορτίο. Για την πρόωση χρησιμοποιείται διάταξη COGAG (Combined Gas and Gas) με τέσσερις αεριοστρόβιλους τύπου LM-2500 μέγιστης ισχύος 100.000 shp και επιχειρησιακής ισχύος 86.000 shp, που κινούν δύο πεντάφυλλες προπέλες σταθερού βήματος. Η διάταξη προσδίδει μέγιστη ταχύτητα 30 κόμβων και μέγιστη εμβέλεια 6.000 ναυτικών μιλίων με ταχύτητα 20 κόμβων. Οι αυξημένες απαιτήσεις ηλεκτρικής ισχύος καλύπτονται από τρεις γεννήτριες Allison 501K, εκάστη της τάξεως των 2.500 Kw. Στις μονάδες που βρίσκονται σήμερα σε υπηρεσία το πλήρωμα ανέρχεται σε 30 αξιωματικούς και 300 άνδρες!
Αναφορικά με την κατάσταση των πλοίων της κλάσης πρέπει να σημειωθεί ότι ο εξοπλισμός τους έχει διαχρονικά αναβαθμιστεί, καθώς εφαρμόστηκε το πρόγραμμα CMP (Cruise Modernization Program). Η πρώτη μονάδα που υποβλήθηκε στον εκσυγχρονισμό ήταν το CG-52 (USS Bunker Hill), ο οποίος ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2008 και ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2009. Το γιγάντιο πρόγραμμα ύψους $16,6 δις αφορούσε σε 22 Ticonderoga και 62 Arleigh Burke, με μέσο κόστος $220 εκατ. για κάθε καταδρομικό και $190 εκατ. για κάθε αντιτορπιλικό. Το πρόγραμμα CMP ξεκίνησε από τα παλαιότερα πλοία με σκοπό την ολοκλήρωσή του έως το 2018 για το σύνολο των μονάδων, ενώ υπογραμμίζεται ότι, όπως θα δούμε παρακάτω, τα υπό απόσυρση CG-52 έως και CG-57 έχουν όλα υποβληθεί σε εκσυγχρονισμό.
Η κλάση Ticonderoga αριθμεί σήμερα 22 ενεργές μονάδες με διαφοροποιήσεις σε σχέση με τον εξοπλισμό τους, που τη διαχωρίζει σε δύο κατηγορίες: στα πλοία CG-52 έως CG-58 και στα CG-59 έως CG-73.Όλα διαθέτουν δύο VLS εκτοξευτές Mk41 με δυνατότητα 122 βλημάτων SM-2MR, αλλά μπορούν να φορτώσουν και Tomahawk σε συνδυασμό με το σύστημα ελέγχου πυρός SWG-3. Σε μεταγενέστερο στάδιο αναβαθμίστηκαν από τη Lockheed Martin 16 κελιά των Mk41 στο επίπεδο Baseline VII με δυνατότητα βολής ESSM (BL6). Διαθέτουν δύο πυροβόλα Mk45 Mod 1 των 127/54 mm, δύο Phalanx Mk15 Block 1B, δύο τετραπλούς εκτοξευτές Μk141 με RGM-84 Harpoon σε συνδυασμό με το σύστημα ελέγχου πυρός ΑΝ/SWG-1Α, δύο πυροβόλα Mk38 των 25 mm και τέσσερα πολυβόλα των 12,7 mm για εγγύς άμυνα («Πτήση» 05, «Πολεμικό Ναυτικό, Οπλισμός για ασύμμετρες απειλές»). Επιπλέον διαθέτουν έξι σωλήνες Mk32 Mod 14 των 324 mm για τορπίλες Μk46 Mod 5 ή Mk50, ενώ στο ελικοδρόμιο υπάρχει υποδομή RAST για την εξυπηρέτηση δύο MH-60R (παλαιότερα SH-60B LAMPS III).
Σε ό,τι αφορά στον ηλεκτρονικό εξοπλισμό όλα τα Ticonderoga διέθεταν ραντάρ ναυτιλίας SPS-64(V)9, έρευνας επιφανείας SPS-55 και επιτήρησης αέρος SPS-49(V)6/7/8. To ραντάρ επιτήρησης αέρος όμως αφαιρέθηκε σταδιακά, καθώς το US Navy θεωρεί το AN/SPY-1 επαρκές για «έρευνα όγκου» και η λογική αυτή έχει επικρατήσει και στην κλάση Arleigh Burke, όπου απουσιάζει εξειδικευμένο ραντάρ VSR (Volume Search Radar). Τα πλοία CG-52 έως και το CG-58 διαθέτουν το ραντάρ πολλαπλών ρόλων SPY-1A, ενώ από το USS Princeton (CG-59) και στη συνέχεια υπάρχει η βελτιωμένη έκδοση του ραντάρ SPY-1B και επιπλέον χρησιμοποιούνται νέοι σταθμοί εργασίας UYQ-21 αντί των παλαιοτέρων UYA-4. Στις τελευταίες μονάδες της κλάσης, δηλαδή από το CG-65 έως το CG-73, εγκαθίσταται μια νέα έκδοση του ραντάρ, το SPY-1B(V)D, αντικαθίστανται οι παλαιότεροι Η/Υ με τους UYK-43B και -44 αντί των παλαιοτέρων UYK-7/20, αναβαθμίζεται το σύστημα C2 C&D (Command and Decision) στο επίπεδο Mk2 και το σύστημα ελέγχου όπλων WCS (Weapon Control System) επίσης στο επίπεδο Mk2.
Για τον έλεγχο βολής όπλων χρησιμοποιείται το ραντάρ SPQ-9A, αν και χωρίς το ραντάρ ιχνηλάτησης/καταύγασης SPG-60, και έτσι περιορίζεται μόνο στα πυροβόλα. Το SPQ-9A συνδυαζόταν με το σύστημα ελέγχου βολής Mk86 Mod 9 και παρείχε δυνατότητα εμπλοκής έως τεσσάρων στόχων επιφανείας (και δύο εναέριων στόχων στην περίπτωση που υποστηρίζεται από το SPG-60). Ωστόσο το SPQ-9A αντικαταστάθηκε σε όλα τα πλοία της κλάσης από το SPQ-9B, το οποίο παρέχει διπλάσια εμβέλεια και βελτιωμένη ανάλυση. Το νέο ραντάρ είναι μέρος του συστήματος ελέγχου πυρός Mk160 Mod 11 (Mk160 GFCS).
Το σύνολο των Ticonderoga διαθέτει ολοκληρωμένο ESM/ECM SLQ-32A(V)3, σύστημα παραπλάνησης τορπιλών SLQ-25 Nixie, σύστημα παραπλάνησης κατευθυνόμενων βλημάτων SLQ-49 Replica και εκτοξευτή αεροφύλλων Mk36 SBROC, ενώ τα CG-58, -59 και -63 διαθέτουν το σύστημα παραπλάνησης κατευθυνόμενων βλημάτων Nulka.
Η κλάση διαθέτει και αξιόλογο ανθυποβρυχιακό εξοπλισμό. Τα CG-52 έως CG-55 ενσωματώνουν σόναρ θόλου SQS-53A, σύστημα ελέγχου ανθυποβρυχιακών όπλων Mk116 Mod 7, αλλά απουσιάζει σόναρ συρόμενης διάταξης. Το SQS-53 αποτελεί αναβαθμισμένη έκδοση του SQS-26 (γνωστού από την κλάση Knox) με ψηφιακή διασύνδεση με το Μk116.
Στα CG-56 έως CG-67 χρησιμοποιείται η έκδοση SQS-53B, που παρέχει τη δυνατότητα ιχνηλάτησης πολλαπλών στόχων και χρησιμοποιεί Η/Υ UYK-44 με κονσόλες UYQ-21 και επεξεργαστή σημάτων UYS-1, ενώ έχει εγκατασταθεί και σόναρ συρόμενης διάταξης SQR-19B. Οι συγκεκριμένες μονάδες διαθέτουν επιπλέον το ολοκληρωμένο σύστημα ελέγχου ανθυποβρυχιακών όπλων SQQ-89(V)15, το οποίο διαχειρίζεται τους αισθητήρες SQS-53B και SQR-19Β σε συνδυασμό με τα συστήματα Mk116 και LAMPS III.
Στα CG-68 έως CG-73 έχει εγκατασταθεί η πλέον προηγμένη έκδοση του σόναρ θόλου SQS-53C που παρέχει μεγαλύτερη ισχύ, αυξημένη εμβέλεια, δυνατότητα ταυτόχρονης παθητικής και ενεργητικής λειτουργίας και μικρότερο χρόνο αντίδρασης. Σε όλα τα πλοία που διαθέτουν σόναρ SQS-53A/B υλοποιήθηκε πρόγραμμα αναβάθμισης με χρήση ψηφιακών επεξεργαστών COTS στο επίπεδο SQS-53D. Στον εξοπλισμό των Ticonderoga περιλαμβάνεται υποδομή δορυφορικών επικοινωνιών (SATCOM) WSC-3 UHF και WSC-6 SHF, ζεύξεις δεδομένων Link 4A, Link 11 και Link 16 (BL06) και συσκευή IFF μεγάλης εμβέλειας UPX-29. Τα πλοία διαθέτουν επίσης πλήρη εξοπλισμό CEC (Cooperative Engagement Capability) AN/USG-2(V) (BL06).
Tο σύστημα AEGIS
Το AEGIS Mk7 αποτελείται από δύο κύρια υποσυστήματα: το CDS (Command Decision System) και το WCS (Weapon Control System). Το πρώτο διασυνδέεται με τους αισθητήρες του πλοίου, το οργανικό ελικόπτερο, την υποδομή πλοήγησης, το IFF, το σόναρ και το ESM. Επιπλέον, παρέχει διασύνδεση με τις ζεύξεις δεδομένων Link 4A, Link 11 και Link 16, το σύστημα απεικόνισης στοιχείων και φυσικά με το ραντάρ SPY-1. Το WCS, που διασυνδέεται με το CDS αλλά και το SPY-1, ασκεί τη διαχείριση όλων των οπλικών συστημάτων: πυροβόλα, ραντάρ καταύγασης, VLS, ΣΕΠ των RGM-84, εκτοξευτές αεροφύλλων και συστήματα παραπλάνησης, Phalanx και ΣΕΠ όπλων Μk116. Στην αρχική του διαμόρφωση, η οποία δεν ήταν παρά μια προσαρμογή του NTDS, περιλάμβανε 16 Η/Υ UYK-7, 11 Η/Υ UYK-20 και 1 H/Y UYK-19. Στη διαμόρφωση αυτή παρείχε τη δυνατότητα διαχείρισης 128 ιχνών (το SPY-1 παρέχει υψηλότερες δυνατότητες σε ό,τι αφορά στον αριθμό ιχνών) και τουλάχιστον 12 ταυτόχρονες εμπλοκές στόχων.
Όπως ήδη προαναφέραμε, το κυριότερο στοιχείο της κλάσης είναι το ραντάρ πολλαπλών ρόλων SPY-1 που εκτελεί τις λειτουργίες έρευνας αλλά και ιχνηλάτησης στόχων. Χάρη στην πρωτοποριακή τεχνολογία που ενσωμάτωνε για την εποχή που σχεδιάστηκε σε σχέση με τα συμβατικά ραντάρ, παρείχε ταχύτερη επεξεργασία και ανανέωση δεδομένων, υψηλότερες δυνατότητες στη διαχείριση ιχνών και μείωση της πολυπλοκότητας, αφού η λειτουργία του υποκαθιστά την απαίτηση ύπαρξης ξεχωριστών ραντάρ κατάδειξης στόχων και ιχνηλάτησης.
Το AN/SPY-1A είναι ένα σύστημα διάταξης φάσης με τέσσερις σταθερές κεραίες διαστάσεων 3,84×3,67 m, που καλύπτουν 110 μοίρες σε αζιμούθιο εκάστη (ορισμένοι τομείς επικαλύπτονται από δύο κεραίες), με συνολικά 4.096 στοιχεία εκπομπής και 4.352 στοιχεία λήψης. Για την εκπομπή τού ραντάρ στην έκδοση SPY-1A χρησιμοποιούνται πομποί όπου ο καθένας τροφοδοτείται από 76 ενισχυτές μικροκυμάτων CFA (Crossed Field Amplifier) SFD261MT, συνδεδεμένους παράλληλα με ισχύ (peak power) 125 Kw έκαστος. Οι CFA παρέχουν σταθερότητα φάσης, ευρεία ζώνη συχνοτήτων, υψηλή αποδοτικότητα και χαμηλό επίπεδο θορύβου. Είναι μικροί σε μέγεθος και βάρος, λειτουργούν σε χαμηλή τάση, αλλά παρ’ όλα αυτά, παρέχουν εξαιρετικά υψηλή «ισχύ κορυφής». Οι εκτιμήσεις αναφέρουν ότι η μέγιστη συνολική συνδυασμένη ισχύ φθάνει τα 4,75 MW. Καθώς οι κεραίες είναι εγκατεστημένες σε διαφορετικές υπερκατασκευές, απαιτείται τροφοδότηση από διαφορετικά συγκροτήματα πομπών. Συγκεκριμένα, οι δύο κεραίες είναι τοποθετημένες στην κυρίως υπερκατασκευή και οι άλλες δύο στη δευτερεύουσα, στο οπίσθιο τμήμα του πλοίου.
Το ραντάρ λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων «S» (3,1-3,5 GHz) με εύρος δέσμης 1,7 μοιρών και παρέχει μέγιστη εμβέλεια για εναέρια έρευνα που υπερβαίνει τα 300 km και τα 80 km για έρευνα ορίζοντα. Οι ηλεκτρονικές δέσμες ελέγχονται από τους Η/Υ του συστήματος AEGIS για να εκτελούν τις διαδικασίες έρευνας και εντοπισμού των στόχων. Σε συνδυασμό με την οικογένεια SPY-1 χρησιμοποιείται το σύστημα ελέγχου πυρός Μk99 με τέσσερις καταυγαστήρες SPG-62. Η διαδικασία της ιχνηλάτησης εκτελείται από το SPY-1 (slaved), ενώ οι SPG-62 εκτελούν αποκλειστικά την καταύγαση των βλημάτων ημιενεργού καθοδήγησης.
Στην κλάση Arleigh Burke το ραντάρ SPY-1D έχει εγκατασταθεί σε μια υπερκατασκευή και οι τέσσερις κεραίες τροφοδοτούνται από κοινό πομπό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δραστική μείωση του μεγέθους, του βάρους και των απαιτούμενων καλωδιώσεων. Για τον λόγο αυτό στα αντιτορπιλικά χρησιμοποιούνται οι μισές CFA, δηλαδή 32 για τα πλοία με ραντάρ SPY-1D(V) ή 38 για όσα πλοία φέρουν SPY-1D. Να σημειωθεί ότι η μετάπτωση στο ραντάρ SPY-1D έχει μειώσει το βάρος κάθε στοιχειοκεραίας σε 1.910 κιλά σε σύγκριση με τα 5.440 κιλά του SPY-1A και τα 3.580 κιλά του SPY-1B. Τα αρχικά προβλήματα της οικογένειας SPY-1 αφορούν τη χρήση τους πλησίον της ξηράς όπου λόγω των ανεπιθύμητων επιστροφών του εδάφους εμφανίζεται συχνά το φαινόμενο των ψευδοσυναγερμών. Πιστεύεται ότι το πρόβλημα έχει επιλυθεί στην έκδοση SPY-1D(V), η οποία παρέχει αύξηση ισχύος κατά 25% και μεγαλύτερες δυνατότητες διάκρισης στόχων με χαμηλό RCS, όπως βλήματα ναυτικής κρούσης κατά πλοίων που εκτελούν προφίλ πτήσης sea skimming.
Τα πλοία που φέρουν το AEGIS στο US Navy αναβαθμίζονται συνεχώς με σκοπό το σύστημα να παραμένει σύγχρονο. Οι αναβαθμίσεις, γνωστές ως Baseline (BL), περιλαμβάνουν το υλικό και το λογισμικό. Οι πρώτες ονομάζονται ACB (Advanced Capability Builds), ενώ οι αναβαθμίσεις υλικού είναι οι TI (Technical Insertion) και γίνονται συνήθως κάθε τέσσερα χρόνια. Τα CG-47 έως CG-51 εφοδιάστηκαν με την έκδοση BL01, τα CG-52 έως CG-58 με την BL02, τα CG-59 έως CG-64 με την BL03 και τα CG-65 έως CG-73 με τις BL04 και BL05. Η κλάση Arleigh Burke (DDG-51 έως DDG-78) ξεκινά με την έκδοση BL05. Τα CG-52 έως CG-58 έχουν αναβαθμιστεί στο BL08 που περιλαμβάνει το ACB08 και το TI08, που υιοθετήθηκε για τα πλοία με AN/SPY-1A.
To πρώτο καταδρομικό που αναβαθμίστηκε στο επίπεδο BL08 το 2008 ήταν το USS Bunker Hill (CG-53) και το πρόγραμμα ολοκληρώθηκε στα τέλη του 2012. To BL08 περιλαμβάνει μόνο το module AAW, που παρέχει υψηλότερες δυνατότητες σε σχέση με τα παλαιότερα BL, και όχι το module BMD (Ballistic Missile Defense). To BL08 υιοθετεί περιβάλλον ανοικτής αρχιτεκτονικής, υλικά COTS, μετατροπή του λογισμικού CMS-2 σε C++ και Java, κονσόλες UYQ-70(V) κ.ά. Τα πρώτα στοιχεία COTS σε συνδυασμό με στοιχεία MIL SPEC και η χρήση C++ και Ada σε συνδυασμό με το CMS-2 χρησιμοποιούνται ήδη από το BL06 Phase I που προοριζόταν για τα DDG-79 έως και DDG-84 και τα CG-66 έως και CG-69. Η υιοθέτηση μιας κοινής βιβλιοθήκης λογισμικού (CSL-Common Source Library) που υπάρχει στο Baseline 9 βελτιώνει το επίπεδο διαλειτουργικότητας μεταξύ των μονάδων του στόλου, επιτυγχάνει ομοιοτυπία, συρρίκνωση του κόστους υποστήριξης και πλέον οι αναβαθμίσεις ACB υλοποιούνται με ταχύτητα και χαμηλότερη δαπάνη.
Παρά το γεγονός ότι τα πλοία CG-52 έως CG-58 προορίζονται για απόσυρση, το US Navy προχώρησε σε αναβάθμιση του AEGIS στο επίπεδο ACB-16 Baseline 9.A2A Phase 0. Η έκδοση ACB-16 περιλαμβάνει τρεις διαμορφώσεις, εκ των οποίων η Phase 0 προορίζεται για τις μονάδες ραντάρ AN/SPY-1A. Το USS Mobile Bay (CG-53) είναι το πρώτο που έλαβε την αναβάθμιση και στις 24 Οκτωβρίου 2017 εκτέλεσε δοκιμές με την εκτόξευση δύο SM-2MR και ενός ESSM. Μάλιστα το ένα βλήμα SM-2MR εκτοξεύτηκε με χρήση μόνο του ραντάρ SPQ-9B και αυτό συνέβη για πρώτη φορά, αποδεικνύοντας ότι πλέον παρέχεται ένας ακόμη δίαυλος εμπλοκής πέρα των υφισταμένων.
Ανάλογες δοκιμές εκτέλεσε τον Ιούνιο του 2018 και το USS Leyte Gulf (CG-55), που περιστρέφονταν γύρω από την αντιμετώπιση επιθέσεων κορεσμού από βλήματα ASCM (Anti Ship Cruise Missile). Ήδη από το οικονομικό έτος 2019 έχουν προβλεφθεί τα κονδύλια για την αναβάθμιση και των έξι υπό απόσυρση πλοίων. Το ACB-16/TI-12/12H/16 Baseline 9 είναι η πιο εξελιγμένη έκδοση σε υπηρεσία του AEGIS και παρέχεται η δυνατότητα BMD με χρήση ενός (optional) Module (BMD 5.1), αν και η κύρια αποστολή της κλάσης είναι η AAW άμυνα και για τον λόγο αυτό δεν προγραμματίζεται η υιοθέτηση του BMD Module. Το BL09 περιλαμβάνει νέο επεξεργαστή που παρέχει ικανότητα εμπλοκής αεροδυναμικών και βαλλιστικών στόχων ταυτόχρονα.
Οι βελτιώσεις επεκτείνονται στην ολοκλήρωση του SPQ-9B στο Fire Control Loop ώστε να συμμετέχει στην εμπλοκή εναέριων στόχων και με χρήση βλημάτων, την παροχή δυνατότητας εντοπισμού περισκοπίου, την αναβάθμιση του IFF με δυνατότητα Mode 5/S, τη δυνατότητα βολής βλημάτων SM-3 Block IIA, την ολοκλήρωση των MH-60R όπως και του αναβαθμισμένου συστήματος EW SEWIP Block II (SLQ-32(V)6 κ.α. Το BL09 εισάγει τα πλοία στο περιβάλλον NIFC-CA (Naval Integrated Fire Control-Counter Air), που συνδυάζει το CEC με το E-2D Hawkeye και το SM-6 με σκοπό την αξιοποίηση της μέγιστης εμβέλειας του βλήματος στο πλαίσιο της διαλειτουργικότητας μεταξύ των πλοίων του US Navy.
Ο προβληματισμός για την υιοθέτηση Ticonderoga
Το μεγαλύτερο «αγκάθι» στην προοπτική απόκτησης καταδρομικών κατευθυνόμενων βλημάτων κλάσης Ticonderoga είναι το κόστος του «πακέτου» μετά την παραχώρηση των δύο πλοίων, τα υλικά υποστήριξης, η εκπαίδευση, ο απαραίτητος οπλισμός (συμπεριλαμβανομένων των βλημάτων ESSM και SM-2MR) και η υποδομή που απαιτείται για την αξιοποίησή τους.
- Τα Ticonderoga λόγω μεγέθους δεν μπορούν να ελλιμενιστούν στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας, όπου όμως δεν υπάρχει και δυνατότητα άμεσης επέκτασης. Σύμφωνα με τις πρωθυπουργικές εξαγγελίες, υφίσταται απόφαση για την αναβάθμιση του Ναυστάθμου Κρήτης για τον μόνιμο ελλιμενισμό πλοίων του ΠΝ, ώστε να βρίσκονται εγγύτερα στις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου, στις οποίες έχουν αναδυθεί τα τελευταία χρόνια ζωτικά εθνικά συμφέροντα. Ο Ναύσταθμος Κρήτης διαθέτει τον απαιτούμενο χώρο για τη δημιουργία υποδομών εξυπηρέτησης πλοίων του μεγέθους των καταδρομικών και ταυτόχρονα η γειτνίαση με τις εγκαταστάσεις που χρησιμοποιεί το Αμερικανικό Ναυτικό δημιουργεί πλαίσιο που εξασφαλίζει τις απαιτούμενες (και προσδοκώμενες) συνέργειες. Από την άλλη, η ανάγκη μετακίνησης μεγάλου αριθμού προσωπικού και των οικογενειών τους στην Κρήτη σε μικρό χρονικό διάστημα είναι κάτι που σαφώς πρέπει να απασχολήσει το ΠΝ.
- Ο παράγων κόστος κύκλου ζωής είναι επίσης άκρως σημαντικός. Σύμφωνα με στοιχεία του 2010 από το US Navy, το μέσο ετήσιο κόστος υποστήριξης της κλάσης για τα έτη 1987 έως 2010 (συμπεριλαμβανομένης της μισθοδοσίας αλλά χωρίς ενσωματωμένα κόστη R&D και απόκτησης) έφθανε τα $49,6 εκατ. ανά μονάδα ή €37,2 εκατ. με τις ισοτιμίες τής 31/12/2010. Ωστόσο, από το ανωτέρω ποσό τα $21,5 εκατ. αφορούν τη μισθοδοσία των πληρωμάτων και ποσό $9,6 εκατ. αφορούν καύσιμα, παράγων που είναι μεταβλητός και αφορά το προφίλ επιχειρήσεων του Αμερικανικού Ναυτικού. Στο ΠΝ η καταπόνηση των πλοίων του (χωρίς μεγάλους επιχειρησιακούς πλόες) και η κατανάλωση καυσίμου δεν είναι συγκρίσιμες με του US Navy, στο οποίο τα πλοία διασχίζουν σημαντικές αποστάσεις σε ωκεάνιες συνθήκες και είναι ελλιμενισμένα για μικρά χρονικά διαστήματα. Για λόγους σύγκρισης, το ετήσιο κόστος μιας Φ/Γ κλάσης Oliver H. Perry (FFG-7) στο Αμερικανικό Ναυτικό, που είναι αντίστοιχη με τις Φ/Γ κλάσης «S», το 2010 ήταν $27,87 εκατομμύρια. Σε σχέση με το κόστος παραχώρησης το όλο πλαίσιο της παρούσας ανάλυσης προϋποθέτει τη δωρεάν αποδέσμευση των δύο Ticonderoga μέσω EDA (Excess Defense Articles).
- Το άλλο μεγάλο ερώτημα σχετικά με το αρχικό «πακέτο» είναι ο απαραίτητος οπλισμός με έμφαση φυσικά στα αντιαεροπορικά όπλα. Η απόκτηση των δύο πλοίων θα απαιτήσει την προμήθεια σημαντικών ποσοτήτων SM-2MR, αφού ένας πλήρης φόρτος των εκτοξευτών Mk41 απαιτεί 244 βλήματα (!), που μπορεί να είναι των εκδόσεωνBlock II/III/IIIA/IIIB. Η έκδοση Block II έχει αποσυρθεί από την ενεργό αμερικανική υπηρεσία και διατηρείται ένας αριθμός βλημάτων σε αποθήκευση, ενώ το Αμερικανικό Ναυτικό προχωρεί σταδιακά στην αναβάθμιση των παλαιότερων εκδόσεων ΙΙΙ και ΙΙΙΑ στο επίπεδο IIIB. Συνεπώς, θα μπορούσαμε θεωρητικά να επιδιώξουμε την παραχώρηση βλημάτων από το US Navy δωρεάν ή με μικρό τίμημα. Το κόστος ανά μονάδα για την έκδοση Block IIIB φθάνει τα $2,79 εκατ. (γνωστοποίηση της DSCA τον Ιούλιο του 2016 για την απόκτηση 246 SM-2R Block IIIB από την Ιαπωνία). Επομένως, τα ποσά που απαιτούνται για να φορτωθούν οι αποθήκες οπλισμού των Ticonderoga είναι πολύ υψηλά. Για το κόστος των Block IIIA δεν υπάρχουν πρόσφατα στοιχεία τιμών, αφού οι τελευταίες εξαγωγικές πωλήσεις έγιναν την περασμένη δεκαετία προς την Ολλανδία και την Αυστραλία με μέσο κόστος περίπου $1,5 εκατ. (γνωστοποίηση της DSCA τον Σεπτέμβριο του 2004 για την απόκτηση 55 Block IIIΑ από την Ολλανδία και τον Μάϊο του 2005 για την απόκτηση 175 βλημάτων από την Αυστραλία). Η Κορέα προχώρησε το 2009 σε αίτημα για 46 SM-2 Block IIIA και 35 SM-2 Block IIIB με συνολικό κόστος $170 εκατομμύρια. Το ΠΝ θα μπορούσε να ζητήσει σε πρώτη φάση την αγορά μεταχειρισμένων βλημάτων παλαιότερων εκδόσεων Block III ή Block II, εφόσον είναι διαθέσιμα από το US Navy, για την είσοδο των πλοίων σε υπηρεσία και να προχωρήσει σε δεύτερη φάση στην αγορά νέων βλημάτων. Η απόκτηση 244 πυραύλων Standard δεν είναι απαραίτητη για τις ελληνικές ανάγκες, με πιθανότερη την προμήθεια 80-100 βλημάτων.
- Ένα ακόμη ζήτημα είναι αυτό της απόκτησης ESSM, την οποία θεωρούμε απαραίτητη για τη δημιουργία πολλαπλών ζωνών άμυνας, καθώς τα δύο πλοία θα αποτελούν κύριο στόχο της εχθρικής αεροπορίας. Ο ESSM δεν είναι ένα φθηνό όπλο, μιας και το κόστος ανά μονάδα υπολογίζεται σε $1,1 εκατ. (γνωστοποίηση της DSCA τον Οκτώβριο του 2015 για την απόκτηση 16 βλημάτων από την Ταϊλάνδη). Ο ESSM με μέγιστη εμβέλεια 40+ km καλύπτει ένα σημαντικό κενό μεταξύ του SM-2MR και του Phalanx. Η προσθήκη σε μεταγενέστερο στάδιο του ESSM Block 2, με σημαντική επέκταση του φακέλου εμπλοκής και καθοδήγηση ενεργού ραντάρ ζώνης συχνοτήτων «X» (8-12 GHz), οδηγεί σε αποδέσμευση των περιορισμών τερματικής εμπλοκής λόγω του αριθμού των ραντάρ καταύγασης και ισχυροποιεί την κλάση ακόμη περισσότερο. Η απόκτηση βλημάτων ESSM θα μπορούσε να μετριάσει τις ανάγκες για βλήματα SM-2. Επιπλέον, η προμήθειά τους αποτελεί επένδυση για το ΠΝ, καθώς τα βλήματα μπορούν να αξιοποιηθούν και σε άλλα ελληνικά πλοία (MEKO 200HN) ή μελλοντικά στις MMSC. Το ίδιο ισχύει και για τους SM-2MR που μελλοντικά μπορούν να αξιοποιηθούν σε νέα πλοία άμυνας περιοχής, για παράδειγμα σε FFG(X) ή σε μεταχειρισμένα Arleigh Burke. Ενδεχομένως, σε πρώτη φάση, το ΠΝ να μπορεί να καλυφθεί με το υπάρχον απόθεμα δεδομένου ότι οι ΜΕΚΟ θα υποβληθούν σε πρόγραμμα εκσυγχρονισμού, άρα θα μείνουν για σημαντικό διάστημα εκτός υπηρεσίας.
- Το θέμα της εξασφάλισης επάρκειας κρίσιμων ανταλλακτικών, ειδικά για συστήματα που είναι σήμερα εκτός παραγωγής, είναι κρίσιμη απαίτηση. Καθώς το US Navy θα αποσύρει και τα έξι πλοία στο διάστημα 2021-2022, πρέπει να εξασφαλιστεί ικανοποιητικό στοκ ανταλλακτικών ειδικά για συστήματα όπως το AN/SPY-1A. Τα CFA που χρησιμοποιούνται στο εν λόγω ραντάρ είναι τα SFD261MT της εταιρείας CPI και η παραγωγή τους έχει σταματήσει από το 1987. Αντίθετα τα SFD262/L4808 και SFD268/L4909 που χρησιμοποιούνται στα AN/SPY-1B/D και AN/SPY-1D(V) αντίστοιχα, κατασκευάζονται μέχρι και σήμερα από την L3Harris. Το πρόβλημα στην παραπάνω επιδίωξη είναι ότι οι μονάδες που θα αποσυρθούν, θα παραμείνουν σε καθεστώς OCIR και δεν θα κανιβαλιστούν (ώστε να υπάρχει πηγή προσπορισμού ανταλλακτικών). Το ζήτημα της υποστήριξης του AN/SPY-1A είναι κρίσιμο και θα μπορούσε να διασφαλιστεί και μέσω σύμβασης FOS (Follow On Support) με τη Lockheed Martin. Να σημειωθεί ότι το CG-58 που χρησιμοποιεί το ραντάρ AN/SPY-1A, θα παραμείνει σε υπηρεσία τουλάχιστον έως το οικονομικό έτος 2024. Επιπλέον, στην ίδια συμφωνία ή μέσω FMS θα πρέπει να διασφαλιστεί η δυνατότητα να ακολουθούν τα (δυνητικά) πλοία του ΠΝ τις αναβαθμίσεις (Baseline) τού AEGIS που θα υλοποιεί το Αμερικάνικο Ναυτικό και θα αφορούν τις αποστολές AAW. Σε σχέση με τα ζητήματα της υποστήριξης και διαλειτουργικότητας να σημειωθεί ότι το CMS της MMSC και πιθανόν μελλοντικά της MEKO 200HN θα είναι το COMBATSS-21 που κτίστηκε πάνω στις βιβλιοθήκες λογισμικού του AEGIS.
- Το ΠΝ θα πρέπει να αποκτήσει πλοία που έχουν λάβει την αναβάθμιση BL09 (πιθανολογούμε ότι όλες οι υπό απόσυρση μονάδες έχουν υποστεί την εν λόγω αναβάθμιση) και ενδεχομένως να επιδιώξει την παραχώρηση των CG-56 και CG-57, τα οποία διαθέτουν το συρόμενο σόναρ SQR-19B και είναι ηλικίας 32 ετών (αν και αναμένεται να αποσυρθούν το 2022).
- Ένα ακόμη στοιχείο που θα απασχολήσει το ΠΝ είναι το ζήτημα των υψηλών απαιτήσεων στελέχωσης σε σχέση με τις Φ/Γ «S» και MEKO 200HN (202 και 189 στελέχη αντίστοιχα). Ο απαιτούμενος αριθμός για τα δύο Ticonderoga (660 στελέχη) ωστόσο μπορεί να καλυφθεί άμεσα από την απόσυρση των τριών «S» που δεν έχουν αναβαθμιστεί. Επιπλέον, πρέπει να συνυπολογιστούν και οι χαμηλές απαιτήσεις στελέχωσης της κλάσης MMSC που κυμαίνονται σε 110-130 στελέχη.
Συμπεράσματα
Στο ερώτημα εάν η κλάση Ticonderoga είναι η ιδανική ενδιάμεση λύση για την κάλυψη των αναγκών AAW του ΠΝ, η απάντηση είναι αβίαστα: ΟΧΙ. Στο ερώτημα εάν η κλάση Ticonderoga είναι η μοναδική εφικτή βραχυπρόθεσμη λύση, εφόσον δεν είναι διαθέσιμα τα πλοία κλάσης Arleigh Burke για την κάλυψη των αναγκών AAW του ΠΝ, η απάντηση είναι -και πάλι- αβίαστα: ΝΑΙ. Στο ερώτημα εάν τα πλοία θα προσδώσουν σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα υπεροπλία στο ΠΝ, η απάντηση είναι επίσης θετική.
Υπό προϋποθέσεις και με τις σωστές πρόνοιες (βλ. FOS για το ραντάρ κ.ά.), η λύση μπορεί να είναι ρεαλιστική και αποδοτική. Χάρη στις πρόνοιες του US Navy τα καταδρομικά αυτά κατευθυνόμενων βλημάτων διαθέτουν σύγχρονο εξοπλισμό με πιθανή εξαίρεση τη χρήση του AN/SPY-1A. Στην πορεία του χρόνου το Αμερικανικό Ναυτικό φρόντισε για τη σταδιακή αναβάθμιση των αισθητήρων και όπλων της κλάσης και εκτιμούμε ότι τα πλοία έχουν τουλάχιστον μια 10ετία αξιόμαχης επιχειρησιακής ζωής, που είναι το κρίσιμο διάστημα για τη χώρα και ένας «πρόδρομος» για την πιθανή μελλοντική απόκτηση αντιτορπιλικών κατευθυνομένων βλημάτων Arleigh Burke, που θα είναι σίγουρα διαθέσιμα στο μεσοδιάστημα, ή Φ/Γ FFG(X) ή επιδίωξη οποιονδήποτε άλλων λύσεων.
Αναφορικά με την υλοποίηση του παραπάνω σεναρίου υπάρχουν πολλές μεταβλητές για να εκτιμηθούν οι πιθανότητες υλοποίησής του, περιλαμβανομένης της κατάληξης του προγράμματος ναυπήγησης νέων φρεγατών και φυσικά της διαθεσιμότητας πλοίων κλάσης Ticonderoga (λόγος που επέτρεψε την υλοποίηση αντίστοιχου σεναρίου για Arleigh Burke) και της διάθεσης των ΗΠΑ (προεδρίας και Κογκρέσου) να τα παραχωρήσουν.