Σύντομα τα ρωσικά υποβρύχια στον βόρειο Ατλαντικό μπορεί να μην βρίσκουν μέρος να κρυφτούν. Το Βασιλικό Ναυτικό δοκιμάζει μη επανδρωμένα ‘gliders’ τα οποία καταδυόμενα σε βάθος 1.000 με ελεγχόμενη πλευστότητα και αναδυόμενα με τον ίδιο τρόπο θα επιχειρούν από μόνα τους για μήνες αποκαλύπτοντας τις φυσικές «κρυψώνες» που χρησιμοποιούν οι Ρώσοι κυβερνήτες.
Τα Slocum Gliders θα μπορούν να μεταδίδουν ζωτικής σημασίας πληροφορίες για μια περιοχή ενδιαφέροντος σε μερικές ώρες, κάτι που σήμερα απαιτεί μήνες. Σύμφωνα με το βρετανικό Ναυτικό, η μετάδοση πληροφοριών σχετικά με τα ρεύματα, την θερμοκρασία, το βάθος, τα επίπεδα οξυγόνου και η περιεκτικότητα σε αλάτι των νερών θα γίνεται «σχεδόν σε πραγματικό χρόνο».
Τα στοιχεία αυτά παίζουν σημαντικό ρόλο στις ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις αφού επηρεάζουν την απόδοση των σόναρ αεροσκαφών P-8 Poseidon, ελικοπτέρων Merlin και φρεγατών Type 23 που προσπαθούν να εντοπίσουν ένα υποβρύχιο. Η γνώση του υποθαλάσσιου περιβάλλοντος παρέχει επιχειρησιακό πλεονέκτημα σε αυτόν που την κατέχει, υπενθυμίζουν αξιωματικοί του Βασιλικού Ναυτικού.
Ο μεγαλύτερος ίσως σύμμαχος ενός υποβρυχίου είναι το περιβάλλον που επιχειρεί και δη οι θερμογραφικές συνθήκες της θάλασσας καθώς από αυτές εξαρτάται η απόσταση μετάδοσης του ήχου στο νερό. Όμως οι αλλαγές στο ωκεάνιο περιβάλλον αυξάνουν τον βαθμό δυσκολίας του κυνηγιού. «Αυτά που ξέραμε 20 ή 30 χρόνια νωρίτερα, τώρα δεν ισχύουν σε πολλές περιοχές, ειδικά στον βόρειο Ατλαντικό που είναι η «πίσω αυλή» μας για επιχειρήσεις υποβρυχίων και πιθανώς ένας από τους πιο πολύπλοκους, γεμάτος προκλήσεις, ωκεανούς» υπογραμμίζει ο Πλοίαρχος Πατ Μόουετ.
Υπενθυμίζεται ότι η δραστηριότητα του ρωσικού Ναυτικού και δη των υποβρυχίων του στον βόρειο Ατλαντικό χαρακτηρίζεται από το ΝΑΤΟ «έντονη», προκαλώντας προβληματισμό στην Συμμαχία. Γι’ αυτό και η τεχνολογία που ενσωματώνουν τα ‘gliders’ δοκιμάζεται ήδη ανοικτά των βορειοδυτικών ακτών των Εβρίδων (Outer Hebrides) με σκοπό να αναπτυχθούν επιχειρησιακά σε περιοχές «υψηλής απειλής».
Τα πρώτα τεστ επρόκειτο να διαρκέσουν τέσσερεις εβδομάδες όμως η διάρκειά τους επεκτάθηκε στους πέντε μήνες προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο η συγκεκριμένη τεχνολογία μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας μακρόχρονης αποστολής. Τα δε στοιχεία που θα συγκεντρωθούν κατά τις δοκιμές θα ενσωματωθούν σε ωκεανογραφικά προγνωστικά μοντέλα.
Αλέξανδρος Θεολόγου