Το ναυτικό της Αυστρουγγρικής αυτοκρατορίας κερδίζει μια λαμπρή νίκη κατά του ιταλικού στόλου στην Αδριατική θάλασσα έξω από το κροατικό νησί της Lissa στις δαλματικές ακτές. Η σύγκρουση εντάσσεται στον Τρίτο Ιταλικό πόλεμο της Ανεξαρτησίας που έλαβε χώρα το καλοκαίρι του 1866. Ο πόλεμος δεν εξελισσόταν καλά για τους Ιταλούς, που παρόλο το πάθος και την αγωνιστικότητα που επιδείκνυαν, υπέστησαν και πάλι οδυνηρές ήττες από τον καλύτερα εξοπλισμένο και οργανωμένο στρατό της Αυστρουγγαρίας. Ωστόσο, η κατάσταση αυτή έδειξε να βελτιώνεται από ένα άλλο απρόσμενο γεγονός: στις 16 Ιουνίου 1866 το βασίλειο της Πρωσσίας επιτέθηκε κατά της Αυστρουγγαρίας υπό την καθοδήγηση του καγκελαρίου και πρωθυπουργού Μπίσμαρκ. Ο πόλεμος αυτός για την πρωτοκαθεδρία στη Γερμανική Ένωση, που μέχρι τότε κατείχε ο Αυστριακός αυτοκράτορας, απορρόφησε άμεσα μεγάλες δυνάμεις και πόρους για την αντιμετώπιση του πρωσσικού στρατού, αφήνοντας ισχνές δυνάμεις στο νότο έναντι της Ιταλίας.
Στη θάλασσα, ωστόσο, η κατάσταση ήταν διαφορετική. Ο αυστρουγγρικός στόλος ήταν μικρός αλλά καλά οργανωμένος και άρτια εκπαιδευμένος ενώ ο ιταλικός διακρινόταν μάλλον από τα μειονεκτήματα της ιταλικής φύσης, υπέρμετρη αυτοπεποίθηση, θυελλώδες πάθος και έλλειψη ψυχραιμίας. Μετά την νίκη των Πρώσσων στη μάχη του Καίνικσγκρετζ, το ιταλικό επιτελείο αποφάσισε πως μια χρυσή ευκαιρία παρουσιασζόταν, τώρα που οι Αυστριακοί απορροφούσαν τις δυνάμεις τους προς το Βορρά. Μια τριπλή επιθετική ενέργεια θα έσπαζε τη ράχη της αυστριακής άμυνας και θα έδινε σημαντικά ανταλλάγματα στην Ιταλία ενόψει των διαπραγματεύσεων. Μια ιταλική στρατιά θα απασχολούσε τους Αυστρο-Ούγγρους στο οχυρωματικό συγκρότημα του Quadrilatero, την ίδια στιγμή που μια ισχυρότερη κρούση θα εφορμούσε προς τη Βενετία. Ο “στρατηγός” Γκαριμπάλντι με τους εθελοντές του και την ενίσχυση μιας μεραρχίας τακτικού στρατού θα κινείτο προς το Τρέντο ενώ ο ιταλικός στόλος θα έπλεε για να βομβαρδίσει και να καταλάβει την Τεργέστη, στο μυχό της Αδριατικής.
Η συνεργασία Πρώσσων και Ιταλών κατά των Αυστριακών είχε ιστορικό προηγούμενο. Μόλις δυο χρόνια πριν, η Πρωσσία κινήθηκε δυναμικά για πρώτη φορά εδώ και 50 περίπου χρόνια για να διεκδικήσει τις επαρχίες του Σλέσβιχ και του Χόλσταϊν στη Νότια Δανία. Στη σύγκρουση αυτή, συμμετείχε και η Αυστρία με την υπόσχεση να έχει μερίδιο στα λιμάνια και τις σημεντικές εμπορικά περιοχές από κοινού με την Πρωσσία. Όταν τον Ιανουάριο του 1866, οι Πρώσσοι άρχισαν να εκτοπίζουν σταδιακά τους Αυστριακούς από τη διεύθυνση των επαρχιών, η Αυστρία θεώρησε πως καταπατούνταν τα δικαιώματά τους και κήρυξε τον πόλεμο στην Πρωσσία, μια κίνηση που είχε προβλέψει ο καγκελάριος Μπίσμαρκ. Ο τελευταίος συνέπηξε πανούργα μια νέα συμμαχία με τους Ιταλούς κατά των Αυστριακών. Αν και σίγουρα δεν πίστευε στην πολεμική αρτιότητα των Ιταλών, η είσοδός τους στον πόλεμο θα ήταν αρκετή να τραβήξει την προσοχή και τις εφεδρείες των Αυστριακών ενώ πολεμούσαν με τους Πρώσσους. Η συμμαχία Ιταλών και Πρώσσων ήταν ένα μακιαβελικός γάμος συμφέροντος με ημερομηνία λήξης, που κάθε μέρος υπολόγιζε στο άλλο για να τραβήξει τα πυρά και την προσοχή των Αυστριακών, επιτυγχάνοντας καλύτερη συγκέντρωση και αποτελέσματα στο πεδίο.
Κι ενώ ο πόλεμος μαινόταν στο Βορρά, στο Νότο οι Ιταλοί κήρυξαν τον πόλεμο στην Αυστρία στις 20 Ιουνίου και ένα μήνα αργότερα, ο αντιναύαρχος Tegetthoff κινήθηκε κατά του ιταλικού στόλου που ξεπερνούσε την ισχύ του ναυτικού του κατά πολύ. Ο ιταλικός στόλος, όμως, ήταν χωρισμένος σε τμήματα που οι επικεφαλείς τους δεν συμφωνούσαν ως προς τον τρόπο δράσης. Αν και υστερούσαν σημαντικά σε αριθμούς, η τολμηρή ενέργεια και η καλύτερη και πιο συντονισμένη διοίκηση χάρισαν τη νίκη στους Αυστριακούς σε μια από τις τελευταίες συγκρούσεις μεταξύ ατμοκίνητων ξύλινων ιστιοφόρων στην ιστορία.
Στις 20 Ιουλίου, οι δύο στόλοι συναντήθηκαν και συγκρούστηκαν έξω από το νησί Lissa με τους Αυστριακούς να πετυχαίνουν τον ιταλικό στόλο να προσπαθεί να οργανωθεί χωρισμένος σε τρία τμήματα. Ο τολμηρός Tegetthoff οδήγησε τα πλοία του σαν σφήνα σε ένα κενό μεταξύ των ιταλικών πλοίων. Ακολούθησε τμηματική απομόνωση και καταστροφή των ιταλικών πλοίων που παρά τους αριθμούς τους νικήθηκαν από την καλύτερη οργάνωση και τις τολμηρές τακτικές των Αυστριακών. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή. 1.450 οβίδες εκτόξευσαν οι Ιταλοί κατά των αυστριακών πλοίων αλλά δεν κατόρθωσαν να βυθίσουν ούτε ένα πλοίο τους. Αντίθετα, τα ιταλικά πλοία καθηλώθηκαν από τα πυρά των αυστριακών, υπέστησαν μεγάλες ζημιές και πάνω από 650 νεκρούς και τραυματίες έναντι 180 περίπου Αυστριακών ενώ είδαν και δύο θωρακοβάριδες (ironclad), πλοία με ξύλινο σκελετό και ενίσχυση από μεταλλικό θώρακα εξωτερικά για αντοχή σε πλήγματα πυροβολικού να βυθίζονται κατεστραμμένες.
Ήταν η μεγαλύτερη σύγκρουση μεταξύ θωρακοβάριδων και μια από τις τελευταίες που έγινε χρήση του επίτηδες εμβολισμού πλοίων. Αυτή η επιτυχία θα κάνει τη ναυπηγική να ενσωματώνει πλώρες εμβόλων στα μεγάλα πολεμικά άνω του καταδρομικού για τα επόμενα 50 χρόνια. Ως προς τη ναυμαχία, ο Ιταλός ναύαρχος Persano επέστρεψε στην Ιταλία με 660 περίπου άνδρες λιγότερους, δύο πλοία του να έχουν απωλεστεί ενώ πολλά άλλα πλοία του είχαν ζημιές και είχε το θράσσος να ανακοινώσει πως νίκησε ο ίδιος. Ο ιταλικός λαός πανηγύριζε τη μεγάλη “νίκη” μέχρι που έμαθε την αλήθεια. Ο Persano δικάστηκε και καταδικάστηκε εξαιτίας της ανικανότητάς του με αποτέλεσμα να καθαιρεθεί. Ο Tegetthoff, αντιθέτως, επέστρεψε ως ήρωας και προήχθη σε υποναύαρχο. Η νίκη των Αυστριακών ήταν σημαντική αλλά ακυρώθηκε από την ήττα του αυστριακού στρατού από τους Πρώσους στο Καίνιγκσγκτρετζ.