Θλιβερή μέρα και σήμερα, ανάμνησης του 1ου «Αττίλα», δηλαδή της πρώτης φάσης της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, στις 20 Ιουλίου 1974. Φάση που ολοκληρώθηκε στις 23, δηλαδή κράτησε μόλις 4 μέρες, με την τελευταία με πολύ λιγότερες μάχες. Κρίσιμη όμως φάση γιατί ενώ στις 25 του μήνα, με εκεχειρία σε ισχύ, ξεκίνησαν στη Γενεύη οι ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ Βρετανίας, Τουρκίας και Ελλάδος, η Άγκυρα συνέχισε να ενισχύει τα στρατεύματα της στο νησί, όπου είχε καταλάβει περίπου το 7% της έκτασης του. Ώστε λίγες μέρες μετά, στις 14 Αυγούστου, να επαναλάβει την επίθεση -ως «Αττίλας 2»- και να καταλήξουμε εκεί που βρισκόμαστε σήμερα, στην μεγάλη διχοτόμηση.
Κρίσιμο θέμα ιστορικό και επιχειρησιακό, παραμένει το εξής και διακινείται ως ερώτημα έως σήμερα: Γιατί τις λίγες ημέρες του 1ου Αττίλα, η τότε χουντική Ελληνική κυβέρνηση, με σκοτεινό επικεφαλής τον Δημήτριο Ιωαννίδη, δεν έστειλε σοβαρές ενισχύσεις στην Κύπρο; Γιατί δεν ξεκίνησε αντεπιθέσεις με το Πολεμικό Ναυτικό και ειδικά τα υποβρύχια του, τα οποία είχε αρχικά διατάξει να κινηθούν προς Κύπρο; Και αντίστοιχα γιατί δεν έγιναν βομβαρδισμοί κατά των εισβολέων από την Πολεμική Αεροπορία;
Ας δούμε ειδικά το θέμα των 2 ελληνικών υποβρυχίων, του «Γλαύκος» και του «Νηρεύς», νεότευκτα τότε, γερμανικής κατασκευής, κλάσης Type 209/1100, ουσιαστικά τα πρώτα σύγχρονα υποβρύχια που είχε παραλάβει το Πολεμικό μας Ναυτικό μεταπολεμικά. Αυτά είναι που στάλθηκαν προς Κύπρο στις 19 Ιουλίου, την παραμονή της εισβολής και έχει πολύ μεγάλη ιστορική αξία να δούμε τι ακριβώς έκαναν εκεί, υπό ποιες συνθήκες πήγαν, τι ικανότητες είχαν, αν μπορούσαν να προσφέρουν και ποιες οδηγίες πήραν.
Δεν θα κάνουμε υποθέσεις, αλλά θα παραθέσουμε τι ακριβώς κατέθεσε στην κοινοβουλευτική επιτροπή διερεύνησης για τον «Φάκελο της Κύπρου» το 1986, ο κυβερνήτης του «Νηρεύς» κατά τις κρίσιμες μέρες, τότε με το βαθμό του Πλωτάρχη, Ιωάννης Παναγιωτόπουλος. (Τα στοιχεία από το δημοσιευμένο “Φάκελο της Κύπρου” Τόμο Θ’, έκδοση Βουλή των Ελλήνων – Βουλή των Αντιπροσώπων, 2022). Ο άνθρωπος δηλαδή που είχε τότε την ευθύνη του σκάφους, και ήταν ο αποκλειστικά αρμόδιος και γνώστης των όσων συνέβησαν. Και θα δούμε πόσα αποκαλυπτικά και συγκλονιστικά καταθέτει.
Α. Η κατάσταση των υποβρυχίων το 1974
Η Ελλάδα είχε παραλάβει τα διάστημα 1970-72 προηγούμενα χρόνια τα 4 υποβρύχια κλάσης Type 209/1100, τα οποία ήταν την εποχή της εισβολής και τα πιο σύγχρονα στην περιοχή. Κι όμως αυτά τα σκάφη δεν ήταν τις ημέρες εκείνες στο μέγιστο της απόδοσης τους. Όπως περιγράφει ο Ι. Παναγιωτόπουλος: «Όταν παρελαμβάνοντο τα πλοία αυτά στο Κίελο της Γερμανίας, είχα την τιμή να είμαι ύπαρχος στο πρώτο υποβρύχιο, το «Γλαύκος», το οποίο ήταν και το πρώτο που υπέστη όλες τις συνέπειες των νέων κατασκευών. Παρουσιάσθηκαν πολλά προβλήματα, προβλήματα λειτουργίας του σκάφους σαν υποβρυχιακό σκάφος και προβλήματα στις συσκευές. Επίσης προβλήματα στις τορπίλες…. Και επειδή επιμέναμε στην αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών, εκεί στη Γερμανία, από τους κατασκευαστές, ο κυβερνήτης, ο ύπαρχος και ο Α΄ Μηχανικός του υποβρυχίου «Γλαύκος» ανεκλήθησαν εις την Ελλάδα το 1971, περάσαμε από πειθαρχικό συμβούλιο. Και προσωπικά υπέστην την ποινή 70 μέρες φυλάκισης στο «Έλλη». Ο κυβερνήτης απετάχθη. Τα προβλήματα αυτά ουσιαστικά ήταν, πρώτον, σοβαρότατα προβλήματα στις μπαταρίες και στα καλώδια. Πήρε φωτιά το υποβρύχιο από τα καλώδια. Σοβαρότατα προβλήματα στο σύστημα διευθύνσεως βολής τορπιλών και στις τορπίλες. Επανειλημμένες βολές στη Γερμανία, ήταν όλες ανεπιτυχείς. Βέβαια, συνέχισαν οι ανεπιτυχείς βολές και στην Ελλάδα».
Ο Παναγιωτόπουλος εξηγεί έτσι πως το διάστημα 1971-1973 έγινε μεγάλη προσπάθεια να αποκατασταθούν τα προβλήματα των υποβρυχίων, τα οποία επέμενε η Χούντα να παραλάβει έτσι. Τις ημέρες της εισβολής η κατάσταση είχε καλυτερεύσει αρκετά οπότε λέει ο ίδιος πως «υπάρχει ένα ερωτηματικό εδώ, όσον αφορά την ανάπτυξη των δυνατοτήτων του υποβρυχίου, διότι ήταν μια εξαιρετική σχεδίαση, πλην όμως στην υλοποίηση της σχεδιάσεως αυτής είχαν δημιουργηθεί προβλήματα…» έχοντας πει νωρίτερα πως «ήταν σε κάποια κατάσταση, όπου υπήρχε ένας έλεγχος και μια βεβαιότητα στο τι μπορούσε να αποδώσει ως προς τις δυνατότητες του», χαρακτηρίζοντας το επίπεδο εκπαίδευσης του πληρώματος «ικανοποιητικό». Πρώτο στοιχείο λοιπόν, τα υποβρύχια, αν και σύγχρονα και ικανά, το 1974 ήταν ακόμη σε φάση ενσωμάτωσης και βελτίωσης τους, και με σαφή, αλλά διπλωματική διατύπωση ο τότε κυβερνήτης, επισημαίνει πως δεν ήταν σε πλήρη απόδοση.
Β. Το μεγάλο πρόβλημα των τορπιλών
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στο τι οπλικό φορτίο έφεραν τα 2 υποβρύχια τις ημέρες της κρίσης. Καθώς εκεί παρουσιάστηκαν δύο μεγάλα προβλήματα: Περιορισμένος φόρτος τορπιλών και προβληματικές τορπίλες! Όπως λέει ο Παναγιωτόπουλος ενώ το σκάφος είχε μέγιστο φόρτο 15 τορπίλες, στις 16 Ιουλίου, δηλαδή μια μέρα μετά αφότου έχει ξεσπάσει το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου στην Κύπρο -το οποίο οργάνωσε η Χούντα- πήραν εντολή να αυξήσουν τον φόρτο τους. Οπότε τα σκάφη που ήταν φορτωμένα με μόλις 6 τορπίλες πήραν άλλες 4. Σύνολο 10! Και έτσι απέπλευσαν για Κύπρο στις 19 του μήνα.
Τι ήταν όμως αυτές οι τορπίλες; Δύο τύπων, η αμερικανική Mark 37 και η πολύ πιο νέα που είχε παραληφθεί πρόσφατα, η γερμανική SST-4. Πότε έγινε όμως η πρώτη επιτυχημένη δοκιμαστική βολή της SST4; Στις 18 Ιουλίου, δηλαδή μόλις μια ημέρα πριν αποπλεύσουν τα σκάφη! Όπως λέει ο κυβερνήτης «Οι προηγούμενες απόπειρες βολών τορπιλών ήταν όλες αποτυχημένες λόγω των ατελειών, που είχε το σύστημα διευθύνσεως βολής και η ίδια η τορπίλη». Στην πράξη λοιπόν τα σκάφη φεύγουν για Κύπρο με μειωμένο φόρτο 10 τορπιλών, όπου μόλις 3 είναι οι καινούργιες SST-4, και 7 οι παλαιές Mark 37. Οι πρώτες είχαν πολλές αποτυχημένες δοκιμαστικές βολές, και μόλις την παραμονή είχε επιτευχθεί από το Ναυτικό μια επιτυχημένη, οι δεύτερες επίσης είχαν πολλές αποτυχημένες βολές και στην πράξη ήταν οριακά κατάλληλες για την αποστολή.
Αναφέρει ο Παναγιωτόπουλος: «Αντιτορπιλικό που κινείται με ταχύτητα είκοσι πέντε κόμβων, δεν κινδυνεύει από τορπίλες υποβρυχίων τύπου «37», τις οποίες είχαν οι Τούρκοι και τα δικά μας αμερικάνικα υποβρύχια. Εμείς, λοιπόν, που πήγαμε στην Κύπρο είχαμε μόνο τρεις SST-4 και επτά αμερικάνικες. Μόνο με αιφνιδιασμό μπορούσαμε να πετύχουμε το αντιτορπιλικό με αυτές τις τορπίλες». Μάλιστα όπως εξηγεί υπάρχει και σοβαρή ποιοτική διαφορά στις δύο τορπίλες, καθώς η SST4 έχει εκρηκτική κεφαλή 250 κιλά και επιτρέπει βολή έως 20.000 γυάρδες μακριά. Ενώ η Mark 37 έχει μικρότερη εκρηκτική κεφαλή, προορίζεται κυρίως για επίθεση σε άλλα υποβρύχια, ενώ πρέπει να βληθεί από τις 4.000 γυάρδες κατά στόχων επιφανείας, δηλαδή κοντά στα τουρκικά πλοία και με μεγάλο κίνδυνο.
Γιατί όμως τα ελληνικά σκάφη δεν είχαν λάβει πλήρη φόρτο τορπιλών; Ο Παναγιωτόπουλος ξεκαθαρίζει: «Για να μπορέσουν να παραδοθούν σε όλα τα υποβρύχια αυτές οι τορπίλες, χρειαζόταν χρόνος πέραν της μιας ημέρας. Επομένως, δεν υπήρξε καμία πρόβλεψη από την Υπηρεσία παρόλο που η κρίση έβαινε συνεχώς αυξανόμενη. Δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη, πριν από τις 19 του μηνός, να πάρουμε το φόρτο. Γνωρίζω ότι υπήρχε κάποιο σήμα από τη Διοίκηση Υποβρυχίων να παραλάβουμε πλήρη φόρτο μάχης από τις 16 Ιουλίου, από την επομένη του πραξικοπήματος, αλλά το ΓΕΝ δεν ενέκρινε. Επομένως, ενώ η διοίκηση υποβρυχίων ήθελε να παραλάβει τορπίλες, το ΓΕΝ δεν επέτρεψε».
Συνοψίζουμε και εδώ: Τα 2 υποβρύχια φεύγουν για Κύπρο, με μικρότερο φόρτο του πολεμικού, και στην ουσία με μόλις 3 τορπίλες υψηλών επιδόσεων, για τις οποίες μόλις μια μέρα πριν έχουν καταφέρει την πρώτη επιτυχημένη δοκιμαστική βολή. Ενώ όλη η κλάση υποβρυχίων έχει πολλές αποτυχημένες δοκιμαστικές βολές και με τους δύο τύπους, καθώς υπάρχουν ακόμη τεχνικά προβλήματα. Έτσι τα σκάφη μας διατάσσονται να φύγουν για Κύπρο με δραματικά μειωμένη επιθετική ικανότητα.
Γ. Η βιαστική αναχώρηση χωρίς προγραμματισμό
Να θυμίσουμε το χρονολόγιο: 15 Ιουλίου του 1974, η Χούντα των Αθηνών οργανώνει πραξικόπημα στην Κύπρο για να ρίξει τον Μακάριο και ξεσπούν στο νησί εμφύλιες συγκρούσεις. Στις 16 δίνεται σήμα τα ελληνικά υποβρύχια να πάρουν περισσότερες τορπίλες, αλλά δεν επιτρέπεται αυτές να είναι όλος ο φόρτος, είτε από ραθυμία, είτε από κακό σχεδιασμό, είτε από αδυναμία πρόβλεψης ότι η κρίση θα κλιμακώσει και θα εμπλακεί η Τουρκία, ή τέλος από καθαρή προδοσία. Άλλες ερμηνείες δεν μπορούμε να σκεφθούμε. Συνολικά όμως οι Ένοπλές Δυνάμεις τότε εμφανίζονται σε καθεστώς ημιαδιάλυσης, με υπαιτιότητα των Χουντικών.
Φθάνουμε στις 19 λοιπόν, παραμονή της εισβολής, όπου επιτέλους η Χούντα κάτι αντιλαμβάνεται πως εξελίσσεται στην Τουρκία (η οποία από τις 15 του μήνα, που έχει ξεκινήσει το πραξικόπημα ετοιμάζεται για εισβολή, έχοντας ήδη έτοιμα σχετικά σχέδια και προετοιμασία).
Λέει ο κυβερνήτης: «Το πρωί – στις 19 Ιουλίου – κατά τις 11.00΄ η ώρα μας κάλεσε ο διοικητής πλοίαρχος Βαφειάδης όλους τους κυβερνήτες των υποβρυχίων και μας ανακοίνωσε ότι έπρεπε να αποπλεύσουμε το ταχύτερο δυνατόν. Εδημιούργησε απορία αυτή η εντολή, διότι δεν είχε προηγηθεί κανείς προϊδεασμός για κάποια ανάγκη πλου ή αναπτύξεως ναυτικών δυνάμεων λόγω κρισιμότητας. Αναμφισβήτητα έγινε κάποιο κομφούζιο, διότι η συσσώρευση απαιτήσεων στο σύστημα εφοδιασμού του ναυτικού, ποικίλων απαιτήσεων, δεν μπόρεσε το σύστημα να τις εξυπηρετήσει. Τρέχαμε έξω στην Σαλαμίνα, στην κωμόπολη Παλούκια, μπαίναμε μέσα στο σούπερ μάρκετ, με απλές χειρόγραφες αποδείξεις παίρναμε ό,τι μπορούσαμε και μέσα σε ένα τετράωρο περίπου τα υποβρύχια μπόρεσαν να αποκτήσουν τρόφιμα, νερό, να ανακαλέσουμε κόσμο, ο οποίος ήταν είτε σε κανονικές άδειες είτε σε προσωρινές άδειες απουσίας. Αρκετός κόσμος δεν ήλθε. Παίρναμε από διπλανά υποβρύχια, τα οποία δεν είχαν ακόμα ετοιμασθεί και φύγαμε κατά τις 3.00΄ με 3.15΄ περίπου, αν θυμάμαι καλά, με το υποβρύχιο «Νηρεύς». Πρώτα απέπλευσε το υποβρύχιο «Γλαύκος» και εν συνεχεία το «Νηρεύς»».
Είναι λοιπόν φανερό και από αυτή τη περιγραφή, πως η Χούντα έχει πιαστεί απροετοίμαστη για το τι συμβαίνει και ακόμη και όταν προσπαθεί να κάνει κινητοποίηση, αυτή γίνεται πρόχειρα, με πληρώματα που έχουν συγκροτηθεί την τελευταία στιγμή, με αιφνιδιασμένο προσωπικό και στελέχη, χωρίς ουσιαστική ενημέρωση. Μια συνταγή πολύ πικρή.
Δ. Τα υποβρύχια φεύγουν και ενημερώνεται επίσημα η Τουρκία!
Σαν να μην έφθαναν όλα τα παραπάνω, η εντολή απόπλου που δίνεται στα ελληνικά υποβρύχια, δεν αφορά την Κύπρο. Το σήμα που παίρνουν (νο 1913 της 19ης Ιουλίου) είναι, τα «Νηρεύς», «Γλαύκος» και «Τρίτων» να «πλεύσουν περιοχήν νοτιοανατολικώς της Ρόδου». Το τέταρτο υποβρύχιο της ίδιας κλάσης, το «Πρωτεύς», παίρνει εντολή να κάνει περιπολία στο Βόρειο Αιγαίο, μεταξύ Λέσβου-Χίου. Αυτά είναι όλα και όλα τα ενεργά υποβρύχια της χώρας μας εκείνες τις μέρες, καθώς στις 19, τυχαία, έχει φθάσει από τις ΗΠΑ, το «Κατσώνης», που μας έχει παραχωρηθεί, κατασκευής του 1945, κλάσης Guppy III. Το οποίο όμως ακριβώς επειδή είναι από μεγάλο ταξίδι, χρειάστηκε κάπου 4 μέρες για να ετοιμαστεί και να αναχωρήσει.
Τι κάνει όμως η Χούντα; Στις 19, παραμονή της εισβολής, ανακοινώνει μέσω ΝΑΤΟ, άρα το μαθαίνει επίσημα και η Τουρκία, τον απόπλου των υποβρυχίων, ως «άσκηση»! Δηλαδή ενώ επιτέλους έχουν καταλάβει την κλιμάκωση της κρίσης, ανακοινώνουν ότι ελληνικά υποβρύχια θα κινηθούν νότια της Ρόδου «γιατί θέλουμε να δείξουμε παρουσία»… Μάλιστα στους κυβερνήτες δίνεται η εντολή «αν βλέπετε και τίποτα αεροσκάφη τουρκικά ναυτικής συνεργασίας, τα οποία πετούσαν στην περιοχή, να είναι εμφανής η παρουσία σας». Η αφέλεια περί “επίδειξης ισχύος” ή η εξόφθαλμη ανικανότητα στο μεγαλείο της.
Ε. Οι αντιφατικές διαταγές που κανείς δεν καταλαβαίνει
Στο σημείο αυτό θα εστιάσουμε στο τι εντολές λαμβάνουν οι κυβερνήτες κατά τη διάρκεια τη κρίσης. Και έχει σημασία να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη αυτών των εντολών, μέρα τη μέρα:
Σάββατο 20 Ιουλίου: Τα 3 υποβρύχια όπως έχουμε πει, τα «Νηρεύς», «Γλαύκος», «Τρίτων» πλέουν προς Ρόδο. Στις 7.30 το πρωί είναι νότια της Σαντορίνης, οπότε τότε μαθαίνουν από τις επικοινωνίες τους πως έχει ξεκινήσει η τουρκική εισβολή. Καταθέτει ο Παναγιωτόπουλος: «Μας εξέπληξε όλους, διότι δεν είχαμε την πληροφόρηση μιας κρισιμότητος τέτοιας. Αμέσως σημάναμε συναγερμό, προετοιμασθήκαμε για άμεσον κατάδυσιν και ήλθε μετά από λίγο ένα σήμα κατά τις 8.00΄ από το Αρχηγείο Ναυτικού, το οποίο μας έλεγε «Άμεσος κατάδυσις, πλεύσατε όπως πηγαίνατε. Ακολουθούν εντολές».
Κάπου 12 ώρες μετά, στις 8 το βράδυ τα υποβρύχια φθάνουν στη Ρόδο, σε κατάδυση, έχοντας πλέον εντολές να πάνε προς Κύπρο. Η εντολή όμως αφορά μόνο τα 2 υποβρύχια, τα «Νηρεύς» και «Γλαύκος» καθώς το «Τρίτων» διατάσσεται να παραμείνει σε περιπολία στο στενό Ρόδου-Καρπάθου. Βλέπουμε δηλαδή εδώ -εκ των υστέρων- τη λανθασμένη τακτική της Χούντας τότε: όπου από τα 4 νέα υποβρύχια (έστω με τα όποια προβλήματα τους), αντί να σταλούν όλα στην περιοχή που υπάρχει κρίση, το ένα πηγαίνει στο Βόρειο Αιγαίο, το άλλο μένει στη Ρόδο και μόνο δύο κατευθύνονται στην Κύπρο.
Το κρίσιμο: Οι εντολές που έχουν είναι αντιφατικές και παράδοξες. Καταθέτει ο κυβερνήτης:
“Το έργο το οποίο είχε ανατεθεί στα δύο υποβρύχια, ήταν να εγκαταστήσουν περιπολία υπό πολεμικάς συνθήκας, πολεμική περιπολία εις τους τομείς αυτούς. Δεύτερον, να αποφύγουμε εμπλοκή και εντοπισμό στους τομείς. Τρίτον, να μην κάνουμε έναρξη εχθροπραξιών στους τομείς. Όλα αυτά δημιουργούν μία σύγχυση, πρώτον, διότι η πολεμική περιπολία σε ένα τομέα προϋποθέτει πόλεμο. Δεύτερον, αποφυγή εμπλοκής και εχθροπραξιών σε ένα τομέα που βρίσκονται διώκτες υποβρυχίων, δεν είναι δυνατόν να μη γίνει. Επομένως εκ των πραγμάτων οι οδηγίες αυτές δεν μπορούσαν να υλοποιηθούν”.
Κυριακή 21 Ιουλίου: Τα σκάφη ενώ πλέουν προς Κύπρο, με ελάχιστη πληροφόρηση, την οποία λαμβάνουν από το ραδιόφωνο, ακούγοντας μέχρι και σταθμούς από τη Γαλλία, λαμβάνουν εντολή από το ΓΕΝ, να επιστρέψουν. Το σήμα έρχεται στις 14:10 το μεσημέρι ενώ είναι ακόμη 180 μίλια μακριά από τη μεγαλόνησο. Όπου όμως όπως λέει ο κυβερνήτης ήθελαν ακόμη «26-28 ώρες» για να φθάσουν. Κι αυτό γιατί υποχρεωτικά πήγαιναν σε κατάδυση, κάνοντας «αναπνευστήρα» (δηλαδή ανάδυση για να φορτίσουν τις μπαταρίες), μια διαδικασία που δεν επιτρέπει μεγάλες ταχύτητες. Κρατάμε και αυτό το στοιχείο, ότι δηλαδή στην καλύτερη περίπτωση τα πλοία να έφθαναν στην Κύπρο το απόγευμα της 22ας Ιουλίου, όταν πλέον δηλαδή όλα είχαν κριθεί στον «Αττίλα 1».
Δευτέρα 22 Ιουλίου: Στις 3 το απόγευμα τα δύο υποβρύχια είναι μεταξύ Κρήτης και Κάσου. Έχουν χρειαστεί 29 ώρες για να επιστρέψουν, καθώς όπως αναφέρει ο Παναγιωτόπουλος, κινούνται με μικρή ταχύτητα, ώστε να μην ξεφορτίσουν τις μπαταρίες τους, που μπορεί να τις χρειαστούν. Πάντως κοντά στην Κρήτη παίρνουν νέο σήμα, να… επιστρέψουν στην Κύπρο!
Τρίτη 23 Ιουλίου: Ενώ πλέουν ξανά προς Κύπρο, στις 2 το μεσημέρι λαμβάνουν πάλι σήμα «Γυρίστε πίσω»! Οπότε καθώς εκείνη τη στιγμή είναι νότια του Καστελορίζου, αναστρέφουν και παραμένουν σε περιπολία μεταξύ Καρπάθου-Ρόδου έως τις 29 του μήνα. Ώστε τελικά στις 30 Ιουλίου να μπουν στο Ναύσταθμο της Σαλαμίνας.
Να τονίσουμε κάτι εδώ από την κατάθεση Παναγιωτόπουλου: Πως τα υποβρύχια έχουν σοβαρό πρόβλημα τηλεπικοινωνιών, καθώς όσο απομακρύνονται τόσο δυσκολεύει η λήψη σημάτων. Όπως λέει ο ίδιος, το πρώτο σήμα να «επιστρέψουν», το κατάλαβαν συσχετίζοντας 4 διαφορετικές λήψεις που έλαβαν, για να καταφέρουν να το διαβάσουν. Λέει χαρακτηριστικά: «Είμαι βέβαιος ότι στην περιοχή της Κύπρου αν βρισκόμασταν, για να πάρουμε αυτό το σήμα, έπρεπε για πολλή ώρα να αφήσουμε την κεραία πάνω από το νερό, που σημαίνει αυτό με αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας τούρκικα να υπερίπτανται για να ελέγχουν την περιοχή, και με αντιτορπιλικά τούρκικα που κυκλοφορούσαν στην περιοχή, θα μας είχαν εντοπίσει οπωσδήποτε και η θέση μας θα ήταν δυσχερής. Επομένως, το να ακολουθήσουμε την εντολή «Θα αρχίσετε εχθροπραξίες, μόνο κατόπιν λήψεως νεωτέρας διαταγής» ήταν αδύνατον, και έθετε σε υψηλό κίνδυνο το υποβρύχιο να βουλιάξει αμαχητί χωρίς να βάλλει ούτε μία τορπίλη».
ΣΤ. Η χαοτική δράση της Χούντας
Όπως είπαμε η Χούντα με το που ξεσπά η εισβολή είναι σε πλήρη διάλυση και πανικό. Όπως αναφέρει ο Μακάριος Δρουσιώτης, στο βιβλίο του «1974, Το άγνωστο παρασκήνιο της τουρκικής εισβολής» (εκδόσεις Αλφάδι), το πρωί της 21ης γίνεται σύσκεψη στην Αθήνα με πρωτοβουλία του Ιωαννίδη για να στείλουν δυνάμεις στην Κύπρο. Ο τότε Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων Στρατηγός Γ. Μπονάνος λέει πως πρέπει να συμφωνήσουν οι αρχηγοί των Κλάδων, οι οποίοι όμως αρνούνται, καθώς υπάρχει πληροφορία από την ΚΥΠ πως υπάρχει «κομμουνιστικός κίνδυνος από το Βορρά, τη Βουλγαρία»! Μια ψευδής πληροφορία που διακινούσε η ΚΥΠ (στο γενικό κλίμα συνωμοσίας και προδοσίας) ώστε να δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερο χάος. Έτσι ο Μπονάνος δίνει εντολή στον αρχηγό του Ναυτικού, Αντιναύαρχο Πέτρο Αραπάκη να ανακαλέσει τα 2 υποβρύχια. Και παρότι τελικά στέλνονται κάποιες ενισχύσεις στην Κύπρο αυτό γίνεται σε ελάχιστους αριθμούς. Μεταπολιτευτικά ο Μπονάνος αναφέρει πως αναλαμβάνει την ευθύνη για την μη μαζική εμπλοκή της Ελλάδας γιατί αυτό θα κατέληγε σε ελληνοτουρκικό πόλεμο. Ενώ ο ίδιος από τις 14 του Ιουλίου (δηλαδή παραμονή πραξικοπήματος) έχει στείλει σήμα στους Αρχηγούς Επιτελείων να «αποφευχθεί η πρόκληση των Τούρκων»!
Ο Αντιστράτηγος Ιωάννης Μπήτος, στο δικό του βιβλίο «Από την Πράσινη Γραμμή στους δύο Αττίλες», επιβεβαιώνει το στρατιωτικό και πολιτικό χάος στην Αθήνα, όπου δεν τηρούνταν οι κανόνες ασφαλείας στις τηλεπικοινωνίες, στην αίθουσα επιχειρήσεων «επικράτησε κατά διαστήματα σύγχυση και αταξία», και «ουσιαστική διεύθυνση των επιχειρήσεων στην Κύπρο από το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων δεν έγινε», καθώς αυτό είχε εναποτεθεί στο Γενικό Επιτελείο της Εθνικής Φρουράς, όπου και εκεί επικρατούσε σύγχυση.
Πως κρίνει όλο αυτό το χάος ο Παναγιωτόπουλος; Λέει τα εξής: «Η ανάκληση (σ.σ. εννοεί η πρώτη) έγινε την Κυριακή το μεσημέρι στις 2.00΄ η ώρα, στις 21 του μηνός, και μας δημιουργήθηκε το ερώτημα, γιατί, ποιος ο λόγος. Έχοντας υπ’ όψιν μου τώρα το αποτέλεσμα της κρίσεως εκείνης, προσπάθησα να εκτιμήσω επιχειρησιακούς λόγους, για τους οποίους έγινε αυτή η ανάκληση. Ένας λόγος μπορώ να πω ότι ήταν: H ηγεσία τότε αντιμετώπιζε απειλή στο Αιγαίο. Εφόσον υπήρχε τέτοια απειλή, τα υποβρύχια εκτιμήθηκε ότι έπρεπε να πραστατεύσουν τον ελλαδικό χώρο, τα νησιά πρωτευόντως. Και έτσι ανακλήθηκαν. Αν αυτός ο λόγος όμως ίσχυε, κατά τη γνώμη μου, δεν ευσταθεί. Διότι η ανάκληση και η εν συνεχεία τοποθέτηση των υποβρυχίων στο στενό Κρήτης-Κάσου, στο νότιο μέρος της Ελλάδος, δεν εξυπηρετούσε καμία επιχειρησιακή απαίτηση σε θέση κάποιας διατάξεως μάχης, για να αντιμετωπίσουμε κάποια εχθρική ενέργεια ενδεχόμενη των Τούρκων, είτε στη Λέσβο, είτε στη Χίο, είτε στη Λήμνο, ή ακόμα και Ρόδο. Ήμασταν μακριά. Άρα δεν αποσύρθηκαν τα υποβρύχια διότι υπήρχε απειλή στο Αιγαίο. Πλέον αυτού, μία εκδήλωση απειλής στο Αιγαίο, νομίζω, για τους Τούρκους θα ήταν ένα δεύτερο μέτωπο, όπου όμως στο δεύτερο μέτωπο θα υπήρχε η αεροπορία ζωντανή, η δική μας, θα υπήρχαν ναυτικές δυνάμεις εξ ίσου αριθμού και επομένως δεν είχαν εξασφαλισμένο κανένα θετικό αποτέλεσμα.
Επομένως, εκτιμώ ότι η ανάκληση των υποβρυχίων για να καλύψει ανάγκες αμύνης στο Αιγαίο, δεν πρέπει να υπήρξε. Άλλος λόγος που μπορεί να έκανε τους αρμοδίους να ανακαλέσουν τα υποβρύχια, είναι ότι δεν ήθελαν να εμπλέξουν ελληνικές πολεμικές μονάδες και να γενικεύσουν έναν πόλεμο μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Ίσως υπήρχε κάποιος δισταγμός. Στο σημείο, όμως, αυτό μπορώ να αναφέρω ότι οι Τούρκοι πέτυχαν να δημιουργήσουν μια εστία πολέμου με τοπικό χαρακτήρα. Δηλαδή, γινόταν πόλεμος στην Κύπρο μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων, αλλά δεν γινόταν πόλεμος στο Αιγαίο μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων. Ο πόλεμος ήταν τοπικός. Είχαν εγκαθιδρύσει μια αποκλειστική ζώνη, «exclusive zone», όπως λέγεται στην τακτική. Νομίζω, δεν είμαι βέβαιος, η ζώνη αυτή ήταν περίπου 100 μιλίων γύρω από την Κύπρο, όπου είχαν προειδοποιήσει ότι κάθε μονάδα που θα έμπαινε εκεί, θα προσεβάλετο. Επομένως, για μας ήταν ευκαιρία να εκμεταλλευθούμε τον τοπικό χαρακτήρα του πολέμου, να στείλουμε μονάδες μας εκεί, «Φάντομς» ή υποβρύχια, να εμπλακούν χωρίς να υπάρχει η ανάγκη γενικεύσεως. Ένας τρίτος λόγος, ο οποίος θα μπορούσα να πω ότι επέβαλε την ανάκληση των υποβρυχίων, είναι ότι ήταν ανεπιθύμητη η δράση των υποβρυχίων στην Κύπρο, για λόγους τους οποίους πρέπει να ξέρουν οι αποφασίσαντες. Μόνο για αυτούς τους λόγους εκτιμώ ότι ήταν πιθανή η ανάκληση».
Συνοψίζοντας
Πενήντα χρόνια μετά την εισβολή στην Κύπρο πολλά σημεία της παραμένουν αδιευκρίνιστα, αλλά και πάρα πολλά έχουν έρθει στην επιφάνεια και υπάρχει πλέον μια πολύ στιβαρή βιβλιογραφία, ντοκουμέντα και πηγές που παρουσιάζουν με σημαντική σαφήνεια την όλη εικόνα. Στο παραπάνω άρθρο θίξαμε μόνο μια πτυχή, αυτή της δράσης των υποβρυχίων μας, (πιο σωστά της αδράνειας τους που επέβαλλε η Χούντα), στον 1ο Αττίλα με πηγή τον “Φάκελο της Κύπρου”, όπως προέκυψε από τις έρευνες της Ελληνικής και της Κυπριακής Βουλής.
Πρέπει όμως να δώσουμε περιληπτικά και τη γενικότερη εικόνα. Μια Χούντα αξιωματικών, η οποία είναι σε εσωτερική σύγκρουση, καθώς από το 1973 ο Γεώργιος Παπαδόπουλος έχει αντικατασταθεί από τον Δημήτριο Ιωαννίδη, και οι δύο φιγούρες και με μεγάλη εξάρτηση από αμερικανικά κλιμάκια, εγωμανείς, με μικρή επαφή με την πραγματικότητα, εμμονικοί και χαμένοι μέσα στις πολύπλοκες ενδοχουντικές συνωμοσίες που δεν σταμάτησαν ποτέ. Ο Ιωαννίδης έχει μάλιστα ένα υπερφίαλο «εθνικό όραμα» όπως το νομίζει, να εκθρονίσει τον «κομμουνιστή Μακάριο» από την κυπριακή εξουσία και να μεταλαμπαδεύσει στο νησί μια ανάλογη Χούντα. Τα αφελή και καταστροφικά αυτά σχέδια, εν γνώση αμερικανικών υπηρεσιών, απλώς χρησιμεύουν στην Τουρκία η οποία από την δεκαετία του ‘60 προετοιμάζει σχέδια εισβολής στην Κύπρο, προτιμώντας τη διχοτόμηση του από τον διαμοιρασμό της εξουσίας με τους Ελληνοκυπρίους, όπως δηλαδή είχε συσταθεί το νέο εκεί κράτος.Μια διχοτόμηση που αμερικανικά αρχεία φέρουν να προωθείται και από την πλευρά της Ουάσιγκτον, ή κάποιων από τους εκεί πολλούς κύκλους εξουσίας, ως “λύση που θα τερματίσει την αναταραχή του Κυπριακού”.
Έτσι το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου επιφέρει διπλή καταστροφή. Από τη μια αποδυναμώνει σε τεράστιο βαθμό την κυπριακή άμυνα καθώς για λίγες μέρες ξεσπούν εμφύλιες ταραχές με νεκρούς και τραυματίες, εξαντλεί την Κυπριακή Εθνοφρουρά και την ΕΛΔΥΚ, διαλύει το τοπικό αίσθημα συνοχής (όσο υπήρχε) και δημιουργεί χάος ασφαλείας, διοίκησης και εξουσίας. Και από την άλλη δίνει την αφορμή στην τουρκική ηγεσία να κάνει μια «νομιμοφανή» εισβολή, υποτίθεται για την «αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Κύπρο», ως εγγυήτρια δύναμη.
Μπροστά σε αυτό τον ορυμαγδό εξελίξεων, η Αθήνα σαστίζει αλλά και αυτουπονομεύεται από σκοτεινά παρασκήνια. Δεν μπορεί να αξιολογήσει την κατάσταση, δεν τολμά ούτε την μαζική ενίσχυση της Κύπρου, ούτε την διεξαγωγή επιχειρήσεων στο ελληνοτουρκικό πεδίο αντιπαράθεσης ως ριζικό αντιπερισπασμό. Ενώ η γενική επιστράτευση που κηρύσσεται, παράγει ακόμη μεγαλύτερη αποσύνθεση καθώς δεκάδες χιλιάδες επίστρατοι συρρέουν ξαφνικά σε μια υποδομή εφεδρείας που αδυνατεί να τους εξοπλίσει και εφοδιάσει άμεσα, ενώ δεν υπάρχουν διαταγές για τι πρέπει να κάνουν.
Ακόμη, το χουντικό καθεστώς δεν εφαρμόζει υπαρκτά σχέδια, αλλά και αποκαλύπτεται πως ενώ η εξουσία για επτά χρόνια ανήκε στους στρατιωτικούς, η δική τους «πολιτική δράση», η στροφή τους στην εσωτερική καταδίωξη «αντιφρονούντων», η πολυδιάσπαση των Ενόπλων Δυνάμεων σε «φανατικούς της Χούντας» και σε «απέχοντες-παρατηρούντες», ο νεποτισμός, το ρουσφέτι, η μεταξύ τους καχυποψία, η απόλυτη άγνοια τους σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, έχουν αποδιοργανώσει το στράτευμα, ή τουλάχιστον τα ανώτατα κλιμάκια. Που αδυνατούν -και με πλήρη έλλειψη ηθικού- να διαχειριστούν μια κρίση που οι ίδιοι εγκληματικά έχουν παράγει. Έτσι μέσα σε ελάχιστες μέρες του “1ου Αττίλα”, (αλλά ουσιαστικά και λίγες μέρες μετά, στον “2ο Αττίλα”, όπου ναι μεν έχουν παραλάβει την εξουσία πολιτικά πρόσωπα, αλλά η γενική διάλυση παραμένει και έχει ενταθεί λόγω γεγονότων), η καταστροφή είναι αναπόφευκτη.
Στη θάλασσα, δύο μοναχικά υποβρύχια, υψηλής τεχνολογίας για την εποχή, αλλά ακόμη «άστρωτα», με λίγες τορπίλες, με πλήρωμα που είχε τη θέληση αλλά ποτέ τις εντολές, με προβληματικές τηλεπικοινωνίες, με επιχειρησιακή αδυναμία να φθάσουν κιόλας έγκαιρα, στάλθηκαν στην κυριολεξία στο «πουθενά». Και ποτέ δεν έφθασαν. Στην εθνική μνήμη ας μείνει, ανάμεσα σε πολλά της περιόδου, η φράση του κυβερνήτη του «Νηρεύς»:
«Δύο υποβρύχια με τέτοια όπλα στην περιοχή, με έναν αριθμό τορπιλών έξι έως οκτώ, με τορπίλες τέτοιες, μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τα τρία αντιτορπιλικά τα τουρκικά και να τα βυθίσουν. Η εξουδετέρωση αυτών των αντιτορπιλικών σήμαινε για τους Τούρκους ότι έχαναν τον έλεγχο της θάλασσας και δεν θα μπορούσαν πλέον να κάνουν ουδεμία μεταφορά, είτε στρατευμάτων, είτε πυρομαχικών, είτε καυσίμων, είτε αρμάτων, στο νησί και επομένως, ουσιαστικά, επεβάλετο ένας ναυτικός αποκλεισμός των βορείων ακτών της νήσου Κύπρου. Αυτή θα ήταν η συμβολή των υποβρυχίων, αν επετυγχάνετο η άφιξη και η δράση τους». Αν.