[Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος] – Έχοντας περάσει σχεδόν όλον τον πόλεμο χωρίς ενεργό ρόλο, το Γερμανικό ναυτικό οργάνωσε ένα σχέδιο εξόδου του από τα στενά της Βαλτικής και καταναυμάχισης του Βρετανικού στόλου.
Το σχέδιο των Γερμανών βασιζόταν στη λεπτομέρεια που θα οδηγούσε τον Βρετανικό στόλο σε μια σταδιακή φθορά πριν συναντήσει τον Στόλο Ανοιχτών Θαλασσών τους κάνοντας τους Βρετανούς να απωλέσουν το αριθμητικό πλεονέκτημα. Ο στόλος των γερμανικών υποβρυχίων θα απέπλεε πρώτος λαμβάνοντας θέσεις ενέδρας έξω από τις διόδους των βρετανικών ναυστάθμων επιφέροντας έτσι το πρώτο πλήγμα. Στη συνέχεια οι Βρετανοί θα έπεφταν σε μια σειρά νέων ναρκοπεδίων που οι Γερμανοί θα είχαν στήσει και τέλος θα συναντούσαν τον Γερμανικό στόλο που θα είχε πλεόν βγεί από τη Βαλτική και αναπτυχθεί κατάλληλα.
Οι Βρετανοί πληροφορήθηκαν από υποκλοπές τις εντολές κινητοποίησης του γερμανικού στόλου και ο ναύαρχος Τζέλικο, διοικητής του Μεγάλου Στόλου, αποφάσισε να κινηθεί πρώτος. Τα βρετανικά πλοία κινήθηκαν γρήγορα περνώντας τα γερμανικά υποβρύχια πριν αυτά προλάβουν να οργανωθούν στους χώρους ενέδρας τους. Τα ναρκοπέδια επίσης δεν είχαν στρωθεί ακόμα.
Έτσι, στο απόγευμα της 31ης Μαΐου τα καταδρομικά των δύο στόλων, που προηγούντο πάντα των κύριων μονάδων, συναντήθηκαν ανοιχτά της ΒΔ Δανίας στα στενά της Γιουτλάνδης (για τους Γερμανούς, Στενά Σκάγκερακ) και η ναυμαχία ξεκίνησε. Σύντομα πλαισιώθηκαν και από τα θωρηκτά, ένα σύνολο 250 βαρέων πολεμικών πλοίων (151 βρετανικών και 99 Γερμανικών), η μεγαλύτερη ναυμαχία μεταξύ χαλύβδινων πλοίων της ιστορίας.
Μετά από ώρες ελιγμών, καταδίωξης και εκατέρωθεν κανονιοβολισμούς που οδήγησαν στη βύθιση 14 βρετανικών και 11 γερμανικών πλοίων, οι δύο στόλοι αποσύρθηκαν στις βάσεις τους διεκδικώντας και οι δύο τη νίκη. Οι Βρετανοί γιατί πέτυχαν την απόσυρση και σφράγισμα του εχθρικού στόλου στους ναυστάθμους του και οι Γερμανοί γιατί βύθισαν περισσότερα πλοία (113.300 τόνους έναντι 63.300).
(To άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στις 31 Μαΐου 2020 στην Πτήση)