Σχεδόν τρεις εβδομάδες μετά τη Στάση στην ελληνική ναυτική μοίρα στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, οργανωμένη επιχείρηση αφοπλισμού και καταστολής πραγματοποιείται στα καταληφθέντα από επιτροπές στασιαστών πλοία του Ναυτικού επαναφέροντας τον στόλο στην κυριαρχία της ελληνικής εξόριστης κυβέρνησης.
Τα φαινόμενα απειθαρχίας προς την κυβέρνηση του Καΐρου και την φυσική ηγεσία του ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού είχαν αρχίσει να παρατηρούνται ήδη από τα τέλη Μαρτίου με χαλάρωση της πειθαρχίας, αναγραφή συνθημάτων υπέρ της ΠΕΑΝ και τη συγκρότηση επιτροπών ναυτών που ανέπτυσσαν μεγάλη κατηχητική δράση στα πληρώματα.
Στις 5 Απριλίου η στάση καθίσταται φανερή με πυροβολισμούς κατά αξιωματικών και καταλήψεις πλοίων που απαιτούσαν την παραίτηση της κυβέρνησης Τσουδερού. Η ηγεσία του Ναυτικού ταλαντεύτηκε αρκετά για την αντιμετώπιση του φαινομένου μεταξύ των πολιτικών που δεν ήθελαν να εξωθήσουν τα πράγματα στα άκρα και της αγγλικής διοίκησης που απαιτούσε πιο άμεσες και δυναμικές λύσεις.

Τελικά, στις 19 Απριλίου, με την ανάληψη της ηγεσίας του στόλου από τον υποναύαρχο Π. Βούλγαρη τίθεται σε εφαρμογή σχέδιο ανακατάληψης των πολεμικών από ομάδες αξιωματικών, ναυτικών δοκίμων και υπαξιωματικών και ναυτών πιστών στην κυβέρνηση (νέος πρωθυπουργός, Σοφ. Βενιζέλος). Το σχέδιο κινητοποιείται στις 02:30 (ώρα Η) της νύχτας της 22ας προς 23η Απριλίου, πρώτα στα αντιτορπιλικό «Ιέραξ», στις κορβέτες «Σαχτούρης» και «Αποστόλης», όπου επέβαινε η ηγεσία των στασιαστών και κατόπιν στα μεγαλύτερα πλοία «Ιωνία», «Κρήτη», «Ήφαιστος» κλπ.
Η επέμβαση ήταν επιτυχής αλλά όχι αναίμακτη: 6 σκοτώθηκαν (μεταξύ τους ο υποπλοίαρχος Ν. Ρουσσέν, ο ανθυποπλοίαρχος Δ. Ρέππας και ο ανθυπολοχαγός Δ. Καββαδίας, ανηψιός του ναυάρχου) και 40 τραυματίστηκαν. Οι συλληφθέντες και παραδοθέντες οδηγήθηκαν σε περιφραγμένα στρατόπεδα αιχμαλώτων όπου παρέμειναν μέχρι το τέλος του πολέμου ενώ η επιλογή «μετανοούντων» γινόταν με μεγάλη προσοχή και καχυποψία στο εξής. Ανάλογη ήταν και η κατάσταση στο Στρατό και στην Αεροπορία.