Του Πάνου Ευαγγέλου
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το άρθρο είναι από το 1992, από την 1η παρουσίαση του πλοίου από το περιοδικό ΠΤΗΣΗ. Γιαυτό και η αναφορά σε RIM-7M κι όχι σε ESSM. O ESSM προστέθηκε μετά, με επιτυχία.
H αποτελεσματικότητα του πυροβόλου Mk45 Mod2A στην αντιμετώπιση σύγχρονων εναερίων απειλών είναι μάλλον περιορισμένη, καθώς η ανύψωση και ο ρυθμός βολής είναι
ανεπαρκείς. Για την εμπλοκή εναερίων στόχων, ο εξοπλισμός των φρεγατών κλάσης ΥΔΡΑ περιλαμβάνει Σύστημα Βλημάτων NATO Sea Sparrow (NSSMS) με Σύστημα Κατακόρυφης Εκτόξευσης Κατευθυνομένων Βλημάτων (GMVLS) Raytheon Mk48 Mod2 και δεκαέξι βλήματα Raytheon VL/RIM-7M έτοιμα προς πυροδότηση.
Το βλήμα δεν διαφέρει σημαντικά από την έκδοση συμβατικής εκτόξευσης, Ημι-Ενεργού Κατεύθυνσης Ραντάρ (SARH) και είναι βάρους 228,2kg. Εξαιτίας όμως της κατακόρυφης εκτόξευσης και της εξαιρετικά χαμηλής αρχικής ταχύτητας του βλήματος, οι αεροδυναμικές επιφάνειες ελέγχου είναι αναποτελεσματικές και δεν εξασφαλίζουν την άμεση περιστροφή και είσοδο σε τροχιά αναχαίτισης, όπως απαιτείται για την εμπλοκή απειλών υψηλής ταχύτητας και περιορισμένου ύψους πτήσης αλλά και για την άμεση πρόσκτηση της ανακλώμενης ακτινοβολίας ραντάρ του στόχου ώστε να αρχίσει η καθοδήγηση τύπου SARH.
‘Ετσι στο βλήμα VL/RIM-7M προστέθηκε μονάδα πτερυγίων ελέγχου του ρεύματος εξαγωγής (JVC) του πυραυλοκινητήρα εξασφαλίζοντας υψηλή ευελιξία αμέσως μετά την εκτόξευση. H μονάδα JVC βάρους 17,9 kg εξασφαλίζει την περιστροφή του βλήματος σε οριζόντια πτήση εντός 0,75 sec από την εκτόξευση, σε ύψος 55 m και απόσταση 75 m περίπου από τον εκτοξευτή: η μονάδα JVC απορρίπτεται όταν αναλάβουν τον έλεγχο οι αεροδυναμικές επιφάνειες.
Ελληνικές ΜΕΚΟ: Έχουν μέλλον, είναι απαραίτητες και μπορεί να γίνουν περισσότερες
H επιλογή του Mk48 Mod2 GMVLS αντί του συμβατικού περιστρεφόμενου φορέα εκτόξευσης Mk29 των φρεγατών κλάσεων KORTENAER και YAVUZ εξασφαλίζει στο Π.Ν. σημαντικότατα επιχειρησιακά και τεχνικά πλεονεκτήματα: ο μέγιστος ρυθμός βολής ενός βλήματος ανά 2 sec είναι κοινός, αλλά το σύστημα Mk48 διατηρεί το σύνολο των μεταφερομένων βλημάτων σε ετοιμότητα εκτόξευσης. Αντίθετα, μετά την εκτόξευση των 8 Sea Sparrow του Mk29, η δράση πρέπει να διακοπεί για την χειροκίνητη επαναγέμιση του εκτοξευτού.
Πρόκειται για επίπονη διαδικασία ειδικά εφόσον επικρατεί κακοκαιρία, ενώ η καθυστέρηση μπορεί να αποβεί μοιραία υπό συνθήκες μάχης. Επιπλέον οι υπερκατασκευές των πλοίων δημιουργούν τυφλά τόξα στο πεδίο βολής των συμβατικών συστημάτων εκτόξευσης, ενώ τα GMVLS παρέχουν πεδίο βολής αζιμουθίου 360ο και πλήρη ημισφαιρική κάλυψη: παράλληλα εξοικονομούν τον απαιτούμενο χρόνο περιστροφής σε αζιμούθιο και ανύψωση των συμβατικών φορέων εκτόξευσης.
Από τεχνική άποψη, η κατάργηση των μηχανισμών κίνησης των περιστρεφόμενων φορέων που είναι εκτεθειμένοι σε καταστροφές μάχης και στο διαβρωτικό θαλάσσιο περιβάλλον, περιορίζει τις απαιτήσεις και το κόστος συντήρησης και εξασφαλίζει υψηλότερη αξιοπιστία και ικανότητα επιβίωσης. Το σύστημα Mk48 παρουσιάζει MTBF τουλάχιστον 1.000 ωρών έναντι μόλις 75 ωρών του Mk29. Πάντως το κορυφαίο τεχνικό πλεονέκτημα των GMVLS είναι η εξοικονόμηση πολύτιμου χώρου και επιφάνειας καταστρώματος.
Τα συστατικά στοιχεία του συστήματος Mk48 είναι η μονάδα εκτόξευσης Mk164 με δύο κιβώτια βλημάτων και αγωγούς διοχέτευσης αερίων, το σύστημα Ελέγχου Εκτόξευσης Βλημάτων (MLC) και η Μονάδα Ηλεκτρικής Διασύνδεσης (EIU). Το MLC μεταβιβάζει στα βλήματα εντολές προετοιμασίας, διαδοχής εκτόξευσης και συντονισμού με το FCS: επίσης με βάση τα δεδομένα ιχνηλάτησης στόχου το MLC προγραμματίζει στα βλήματα εντολές περιστροφής, πρόσκτησης της ανακλόμενης ακτινοβολίας ραντάρ και αναχαίτισης.
Επειδή το βλήμα VL/RIM-7M επιτυγχάνει ταχύτατη περιστροφή σε οριζόντια πτήση για την εμπλοκή επερχομένων βλημάτων σε περιορισμένο ύψος πτήσης, το MLC υπολογίζει και μεταβιβάζει εντολές αποφυγής της υπερκατασκευής και των ιστών του πλοίου εκτόξευσης. H μονάδα EIU διασυνδέει το MLC με δύο έως τέσσερα βλήματα, ενώ κάθε MLC μπορεί να εξυπηρετήσει δύο FCS, δεκαέξι βλήματα και οκτώ EIU.
Το σύστημα Mk48 GMVLS προσφέρεται σε τρεις εναλλακτικές διαμορφώσεις: η έκδοση Mk48 Mod0 προορίζεται για εγκατάσταση στο κατάστρωμα, ενώ η έκδοση Mk48 Mod1 για ανάρτηση στα πλευρά της υπερκατασκευής. Για τις φρεγάτες τύπου MEKO 200HN του Π.Ν. προτιμήθηκε η εγκατάσταση διαμήκους άξονα Mk48 Mod2 με δεκαέξι βλήματα VL/RIM-7M σε τέσσερις σειρές ανάμεσα στις καπνοδόχους και το υπόστεγο του ελικοπτέρου του οποίου αποτελεί τμήμα. Το συνολικό βάρος φθάνει τα 15.600 kg περιλαμβανομένων των βλημάτων, ενός MLC και τέσσερα EIU. Το Mk48 Mod2 των φρεγατών κλάσης ΥΔΡΑ είναι εγκατεστημένο σε μονάδα IFE τύπου AA ύψους ενός και μισού καταστρωμάτων.
Το βλήμα VL/RIM-7M διαθέτει πυραυλοκινητήρα στερεών καυσίμων Mk58 επιτάχυνσης/διατήρησης ταχύτητας συνολικής ώσης 151kN (14.060kg). H μέγιστη ταχύτητα φθάνει τα Mach 2,5, ενώ οι μέγιστες επιδόσεις ύψους και ακτίνας αναχαίτισης εξαρτώνται προφανώς από την ταχύτητα και κατεύθυνση πτήσης του στόχου: συνήθως αναφέρονται όρια ύψους 20.000 ποδών (6.100m) και ακτίνας 14NM (26km), η τελευταία όμως αφορά πιθανότατα την εμπλοκή στόχων χαμηλής ταχύτητας όπως αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας.
Εναντίον σύγχρονων τακτικών αεροσκαφών οι επιδόσεις είναι χαμηλότερες, με ακτίνα αναχαίτισης της τάξης των 8NM (15km), ενώ ακόμη βραχύτερη είναι η ακτίνα εμπλοκής βλημάτων εναντίον πλοίων: πάντως οι επιδόσεις αυτές επαρκούν για την παροχή προστασίας σε συνοδευόμενα πλοία εφόσον οι αποστάσεις είναι περιορισμένες.
Οι δυνατότητες εμπλοκής βλημάτων εναντίον πλοίων εξαιρετικά περιορισμένου ύψους πτήσης δεν φθάνουν εκείνες εξειδικευμένων συστημάτων όπως τα British Aerospace SEAWOLF και Rafael BARAK, αλλά είναι πολύ υψηλότερες των προγενεστέρων εκδόσεων του Sea Sparrow καθώς το βλήμα VL/RIM-7M διαθέτει εξεζητημένο, ψηφιακό μονοπαλμικό ερευνητή. Επιπλέον η εκρηκτική κεφαλή προηγμένου τύπου συνεχούς ράβδου Mk71 βάρους 40kg, διαθέτει βελτιωμένο πυροσωλήνα ώστε η προσέγγιση στην επιφάνεια της θάλασσας να μην προκαλεί πυροδότηση.
H ακτινοβολία ραντάρ συχνότητας Χ-μπάντας -8-12GHz- για την καθοδήγηση τύπου SARH των βλημάτων VL/RIM-7M των φρεγατών κλάσης ΥΔΡΑ παρέχεται από δύο πομπούς Συνεχούς Κύματος (CW) Raytheon Mk73 Mod1 που εκπέμπουν από τις κεραίες ισάριθμων μονοπαλμικών Ραντάρ Ιχνηλάτησης και Ακτινοβολίας Signaal STIR. Το Π.Ν. επέλεξε την έκδοση STIR 1.8 με κεραία τύπου Cassegrain διαμέτρου 1,8 m και πομπό τύπου Λυχνία Οδεύοντος Κύματος (TWT) που εξοπλίζει επίσης τις φρεγάτες κλάσης KORTENAER.
Το κύριο χαρακτηριστικό των FCR της ολλανδικής εταιρίας είναι η ευρεσιτεχνία λειτουργίας σε διπλή συχνότητα εναλλακτικά, για την υπέρβαση του φαινομένου ειδώλου (mirror image effect) κατά την ιχνηλάτηση χαμηλά ιπταμένων στόχων. Στα FCR τύπου STIR 1.8 η Signaal διατηρεί την τυπική συχνότητα Χ-μπάντας και ειδικότερα 8,5-10,68GHz αλλά προσθέτει και δυνατότητα εκπομπής ενός δεύτερου σήματος ραντάρ βραχύτερου μήκους κύματος, συχνότητας Κa-ζώνης -27-40GHz- από την οποία τα ραντάρ χρησιμοποιούν την περιοχή 33,4-36GHz. Το εύρος της εκπεμπόμενης δέσμης είναι 1,4ο στην Χ-ζώνη και μόλις 0,3ο στην Κa-ζώνη: η συχνότητα που παρέχει τα πλέον ακριβή και αξιόπιστα δεδομένα ιχνηλάτησης επιλέγεται συνεχώς από υπολογιστή. Πρόσθετα πλεονεκτήματα της τεχνικής διπλής συχνότητας είναι η υψηλή ακρίβεια ιχνηλάτησης και η εγγενής αντοχή σε ECM.
O πομπός Χ-ζώνης τύπου TWT του STIR 1.8 παρέχει μέση ισχύ 5kW: η εμβέλεια πρόσκτησης εναερίου στόχου επιφανείας 0,5mύ υπερβαίνει τα 100km με πιθανότητα εντοπισμού 90%. Δεν υπάρχουν στοιχεία επιδόσεων του συστήματος στην Κa-ζώνη, πάντως στην έκδοση με πομπό τύπου Magnetron η μέγιστη ισχύς εκπομπής είναι 30kW, η μέση ισχύς 40W και η μέγιστη εμβέλεια ιχνηλάτησης φθάνει τα 17km.
Στις φρεγάτες τύπου MEKO 200HN το σύνολο των εσωτερικών υποσυστημάτων κάθε STIR 1.8 και ο πομπός CW τύπου Mk73 Mod1, τοποθετούνται σε μονάδα IFE ηλεκτρονικών. Οι θέσεις των δύο συστημάτων εξασφαλίζουν εκτεταμένα και επικαλυπτόμενα τόξα περιστροφής με συνολικά ημισφαιρική κάλυψη 360ψ. H κεραία περιλαμβάνει μονάδα TV
παρέχοντας δυνατότητα παθητικής ινηλάτησης στόχου υπό συνθήκες επαρκούς ορατότητας, ενώ το σύστημα συνοδεύεται από ανεξάρτητα εγκατεστημένο σκοπευτικό σήμανσης στόχων.
Το STIR 1.8 παρέχει ικανότητα ταυτόχρονης ιχνηλάτησης και εκπομπής ακτινοβολίας CW επιτρέποντας την εμπλοκή ενός εναερίου στόχου από βλήματα SARH και πυροβόλα ταυτόχρονα: φυσικά το σύστημα αναλαμβάνει τον έλεγχο πυροβόλων για την εμπλοκή στόχων επιφανείας. H εξεζητημένη επεξεργασία δεδομένων στόχου επιτρέπει στο STIR 1.8 να απορρίπτει τις ψευδείς επιστροφές και να διακρίνει μεταξύ ενός εισερχόμενου στόχου και ενός εξερχόμενου βλήματος.
Το σύστημα διαθέτει εκτεταμένα χαρακτηριστικά ECCM και εκτελεί αυτόματη εκτίμηση καταστροφής στόχου. H λειτουργία του είναι εντελώς αυτόματη, διατηρείται όμως η δυνατότητα ελέγχου από τους χειριστές: η πρόσκτηση και ιχνηλάτηση εκτελείται αυτόματα μετά την ένδειξη στόχου από τα ραντάρ επιτήρησης μέσω του συστήματος Cύ του πλοίου.
Τα δύο συστήματα STIR 1.8 των φρεγατών κλάσης ΥΔΡΑ συγκροτούν το Σύστημα Ελέγχου Όπλων Διπλής μονάδας Διεύθυνσης (DDWCS) της Signaal, το οποίο περιλαμβάνει επίσης δύο Κονσόλες Ελέγχου STIR (SCC) και την εγκατεστημένη μεταξύ τους Κονσόλα Ελέγχου Όπλων στο CIC του πλοίου. Το DDWCS αναλαμβάνει τον έλεγχο βολής του Συστήματος Βλημάτων NATO Sea Sparrow και του πυροβόλου Mk45 Mod2A.
H λειτουργία του DDWCS κατά την έναρξη και διεξαγωγή εμπλοκών εναερίων και θαλασσίων στόχων ελέγχεται πλήρως από το σύστημα μάχης χωρίς να απαιτείται η
παρέμβαση των χειριστών των SCC: οι τελευταίοι επιτηρούν την εξέλιξη των εμπλοκών και διατηρούν δικαίωμα ακύρωσης ή διακοπής τους. Με βάση τις αρχικές παραμέτρους στόχων που μεταβιβάζει το σύστημα Cύ του πλοίου, το DDWCS καθορίζει αυτόματα την προτεραιότητα ανάθεσης εμπλοκών στα FCR και στα οπλικά συστήματα: η εκτόξευση βλημάτων και η βολή πυροβόλου εκτελείται αυτόματα ή κατόπιν εντολής των χειριστών των SCC.
Το DDWCS μπορεί να επεξεργασθεί ταυτόχρονα δεδομένα εμπλοκής έξι στόχων. Τέλος το DDWCS εκτελεί υπολογισμούς αναχαίτισης στόχων που εισάγονται στο σύστημα μάχης υποστηρίζοντας τις λειτουργίες Αξιολόγησης Απειλών και Ανάθεσης Όπλων (TEWA) του τελευταίου.
Για τις φρεγάτες κλάσης ΥΔΡΑ το Π.Ν. επέλεξε το ραντάρ μέσης εμβέλειας επιτήρησης αέρος/επιφανείας και ένδειξης στόχων Signaal DA 08 FFT συχνότητας S-ζώνης -2-4GHz- και ειδικότερα 3-3,7GHz με εκτεταμένα χαρακτηριστικά ECCM, συμπίεση παλμών και δυνατότητα ευελιξίας συχνοτήτων σε ευρεία ζώνη. O πομπός τύπου TWT παρέχει μέγιστη ισχύ εκπομπής 145kW και μέση ισχύ 4,5kW, ενώ ο δέκτης χρησιμοποιεί ψηφιακή επεξεργασία Doppler, Ταχέως Μετασχηματισμού Fourier (FFT) παρέχοντας εξαίρετες επιδόσεις Ένδειξης Κινουμένου Στόχου (MTI) και καταστολής clutter.
H κεραία τύπου παραβολικού ανακλαστήρα παράγει δέσμη ανύψωσης 40ο και οριζοντίου εύρους 1,55ο με χαμηλό επίπεδο πλευρικών λοβών: η σταθεροποίηση σε διατοίχιση και πρόνευση εξασφαλίζεται από ελαφρό υδραυλικό μηχανισμό, ενώ υπάρχει ενσωματωμένη κεραία τύπου SRA 01 για το σύστημα Αναγνώρισης Φίλου ή Εχθρού (IFF) Mk12 Mod4. H μέγιστη εμβέλεια εντοπισμού εναερίου στόχου επιφανείας 0,1mύ είναι 65km, 105km για στόχο 1mύ και 125km για στόχο 2mύ: οι επιδόσεις αυτές αναφέρονται σε 80% πιθανότητα εντοπισμού με μοναδική σάρωση και σε ελεύθερο χώρο, ενώ το όριο ταχύτητας στόχων είναι Mach 5.
H ελάχιστη εμβέλεια είναι 2km, ενώ η εμβέλεια εντοπισμού στόχων επιφανείας εκτείνεται στον ορίζοντα ραντάρ του πλοίου. H διακριτική ικανότητα του DA 08 FFT είναι 1,55ο σε αζιμούθιο και 90m σε ακτίνα, επιτρέποντας την ένδειξη και μεταβίβαση στόχων στο FCS του πλοίου: ωστόσο το ραντάρ αυτό είναι δύο διαστάσεων (2D) και παρέχει δεδομένα αζιμουθίου και ακτίνας στόχου μόνον. Αυτό σημαίνει πως το FCR υποχρεώνεται να ερευνήσει σε ανύψωση για να εκτελέσει πρόσκτηση στόχου με αποτέλεσμα την επιβράδυνση της αντίδρασης του FCS που μπορεί να αποβεί μοιραία για το πλοίο.
Για την επιτάχυνση της μεταβίβασης στόχων στα 2 STIR 1.8 των φρεγατών κλάσης ΥΔΡΑ, το Π.Ν. επέλεξε το τρισδιάστατο (3D) ραντάρ βραχείας εμβέλειας, ένδειξης εναερίων και θαλασσίων στόχων Signal MW 08 συχνότητας C-μπάντας -4-8GHz- και συγκεκριμένα 5,25-5,925GHz. Πρόκειται για ραντάρ συμπίεσης παλμών με επαρκή εμβέλεια εντοπισμού αεροσκαφών και χαμηλά ιπτάμενων βλημάτων υψηλής ταχύτητας, ώστε να εξασφαλίζεται ο απαιτούμενος χρόνος αντίδρασης στα οπλικά συστήματα
Παράλληλα τα δεδομένα 3D συμπληρώνουν τις αρχικές πληροφορίες στόχου του ραντάρ DA 08 FFT για ακριβέστερη αξιολόγηση απειλών, ειδικά υπό συνθήκες πολλαπλών επιθέσεων. O πομπός είναι τύπου TWT μέγιστης ισχύος εκπομπής 50kW και μέσης ισχύος 1kW, με δυνατότητα ευελιξίας συχνοτήτων μεταξύ διαδοχικών σειρών παλμών. H κεραία του MW 08 αποτελείται από διάταξη οκτώ οριζόντιων κεραιών σχήματος ταινίας: η λαμβανόμενη ενέργεια ραντάρ υφίσταται επεξεργασία από οκτώ διαύλους δέκτη, σχηματίζοντας ουσιαστικά οκτώ δέσμες λήψης μέσω ψηφιακής επεξεργασίας FFT. Από αυτές, έξι κωνικές δέσμες εύρους ανύψωσης 12ο καλύπτουν συνολικά ανύψωση 0ο έως +70ο με οριζόντιο εύρος 2ο.
ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ: Εκσυγχρονισμός MEKO200HN, νέες φρεγάτες/κορβέτες, και μερικές “αποκλειστικότητες”
Επίσης χρησιμοποιείται επεξεργασία Doppler FFT για εξαγωγή πληροφοριών ταχύτητας στόχων, απόρριψη clutter και καταστολή παρεμβολών, ενώ ο εντοπισμός στόχων, η έναρξη ιχνών και η ιχνηλάτηση εκτελούνται αυτόματα. Σε ελεύθερο χώρο και με μοναδική σάρωση το MW 08 επιτυγχάνει 80% πιθανότητα εντοπισμού εναερίου στόχου επιφανείας 0,1mύ σε εμβέλεια 17km, ενώ για στόχο 1mύ η εμβέλεια φθάνει τα 27km και για στόχο 2mύ τα 32km.
Το όριο ταχύτητας στόχου είναι Mach 4, ενώ η διακριτική ικανότητα του ραντάρ είναι 2ο
αζιμούθιο και 90m σε ακτίνα. H βασική διαμόρφωση του MW 08 παρέχει ικανότητα ιχνηλάτησης είκοσι εναερίων στόχων και οκτώ στόχων επιφανείας, ενώ για δύο ακόμη στόχους επιφανείας η ιχνηλάτηση είναι τόσο ακριβής ώστε επιτρέπει τον έλεγχο βολής πυροβόλων!
H ακρίβεια ιχνηλάτησης είναι 0,25ο σε αζιμούθιο, 40m σε ακτίνα και 1,2ψ σε ανύψωση εξασφαλίζοντας ταχύτατη μεταβίβαση δεδομένων εναερίου στόχου σε δεσμευμένα FCR. H κεραία του MW 08 είναι εγκατεστημένη στην υψηλότερη διαθέσιμη θέση της φρεγάτας τύπου MEKO 200HN, στον πρωραίο ιστό με μηχανισμό σταθεροποίησης όμοιο του DA 08 FFT, ενώ τα εσωτερικά του υποσυστήματα περιέχονται σε μονάδα IFE ηλεκτρονικών.
H τελική ζώνη εμπλοκής επερχομένων βλημάτων εναντίον πλοίων σχηματίζεται από δύο Οπλικά Συστήματα Εγγύς ακτίνας (CIWS) General Dynamics Mk15 Block 1 Phalanx. Το σύστημα χρησιμοποιεί το πυροβόλο General Electric M61A1 τύπου Gatling με έξι κάννες των 20mm. Τα όρια ανύψωσης είναι -25 έως +80ο και οι ταχύτητες ανύψωσης 86ψ/sec και περιστροφής 100ο/sec: στα συστήματα του Block 1 ο ρυθμός βολής του πυροβόλου φθάνει τις 4.500 βολές ανά λεπτό αντί των 3.000 της αρχικής έκδοσης Mk15 Block 0, ενώ το απόθεμα πυρομαχικών αυξήθηκε από 1.000 σε 1.550 επιτρέποντας την εμπλοκή οκτώ αντί πέντε στόχων διαδοχικά.
Τα πυρομαχικά είναι τύπου Διάτρησης Θωράκισης Απορριπτομένου Κελύφους (APDS) ώστε να εγγυώνται υψηλή πιθανότητα καταστροφής στόχου με μοναδικό πλήγμα. Αρχικά χρησιμοποιούνταν πυρομαχικά τύπου Mk149 με διατρητικό πυρήνα από Εξασθενημένο Ουράνιο (DU) τα οποία όμως θα αντικατασταθούν σύντομα από πυρομαχικά με πυρήνα Βολφραμίου και αρχική ταχύτητα 1.130m/sec.
ΑΠΟΨΗ: Γιατί κάνουμε τελικά εκσυγχρονισμό των 4 ΜΕΚΟ200ΗΝ (Reload); (του Ναυάρχου ε.α Σπ.Κονιδάρη)
Το σύστημα Mk15 Phalanx ελέγχεται από το Παλμικό Doppler (PD) ραντάρ VPS-2 της Lockheed Electronics Κu-ζώνης, από την οποία τα ραντάρ χρησιμοποιούν συχνότητες 13,4-14GHz και 15,7-17,7GHz. Το ραντάρ χρησιμοποιεί δύο διαφορετικές κεραίες για έρευνα και ιχνηλάτηση, οι οποίες στεγάζονται σε διηλεκτρικό θόλο. Τα συστήματα του Block 0 διέθεταν παραβολική κεραία έρευνας με δέσμη ραντάρ εύρους 5ο σε ανύψωση και ρυθμό σάρωσης 90 περιστροφών ανά λεπτό, η οποία στην έκδοση Mk15 Block μια αντικαταστάθηκε από δύο ζεύγη επίπεδων κεραιών που σχηματίζουν γωνία 180ο μεταξύ τους: κάθε ζεύγος εκπέμπει δέσμη εύρους 70ψ σε ανύψωση.
O ψηφιακός υπολογιστής του συστήματος εκτελεί αυτόματα αξιολόγηση απειλών και καθορίζει την προτεραιότητα εμπλοκής στόχων. Βεβαίως είναι δυνατή η μεταβίβαση στόχων μέσω του συστήματος μάχης από τα ραντάρ επιτήρησης του πλοίου, τα οποία διαθέτουν ευρύτερο ορίζοντα ραντάρ λόγω του ύψους εγκατάστασης.
O έλεγχος βολής στηρίζεται σε επεξεργασία ανακύκλωσης (closed loop) με το ραντάρ να ιχνηλατεί ταυτόχρονα το επερχόμενο βλήμα και τις εξερχόμενες βολίδες του πυροβόλου M61A1: το γωνιακό σφάλμα υπολογίζεται πριν από την άφιξη της ριπής στην περιοχή του στόχου και χρησιμοποιείται για να διορθωθεί η σκόπευση της επόμενης ριπής.
Στις βελτιώσεις του Block 1 περιλαμβάνεται η προσαρμογή της διάρκειας ριπών στα χαρακτηριστικά κάθε στόχου ώστε να εξοικονομούνται πυρομαχικά. Το μέγιστο βεληνεκές εμπλοκής βλημάτων του Mk15 Phalanx είναι 1.370m αλλά η ακρίβεια βολής κορυφώνεται σε ακτίνα 460m. H λειτουργία του είναι εντελώς αυτόματη περιλαμβανομένης της εκτίμησης καταστροφής στόχου, ενώ ο χειριστής διατηρεί δυνατότητα ακύρωσης ή διακοπής της εμπλοκής.
Στις φρεγάτες τύπου MEKO 200HN του Π.Ν., καθένα από τα δύο συστήματα Mk15 Block, ένα Phalanx CIWS τοποθετείται πάνω σε μονάδα IFE. Το υπόστεγο ελικοπτέρου εκτοπίζει το πρυμναίο σύστημα Mk15 στα αριστερά του διαμήκους άξονα του πλοίου, με αποτέλεσμα την ασυμμετρία του τόξου βολής: αντίστροφα το πρωραίο σύστημα είναι ελαφρά μετατοπισμένο προς τα δεξιά του διαμήκους άξονα, πιθανότατα για να αντισταθμισθεί η ασυμμετρία και να εξισωθούν τα επικαλυπτόμενα τόξα βολής των συστημάτων. Πάντως οι θέσεις εγκατάστασης εξασφαλίζουν εξαιρετικά εκτεταμένα τόξα βολής σε κάθε σύστημα και συνολική κάλυψη αζιμουθίου 360ο.