Από την έντυπη ΠΤΗΣΗ, τεύχος 11, Απριλίου 2021
Η κλάση φρεγατών La Fayette, μια σχεδίαση των ναυπηγείων της DCNS (Direction des Constructions Navales, σήμερα Naval Group) στη Λοριάντ με χαρακτηριστικά χαμηλής παρατηρησιμότητας σε ευρύ φάσμα, τάραξε τα νερά όταν εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 90. Αποτελούσε το μεταψυχροπολεμικό όραμα του Γαλλικού Πολεμικού Ναυτικού, το οποίο όμως ποτέ δεν ολοκληρώθηκε, ακριβώς λόγω των περικοπών της περιόδου.
Κείμενο-φωτογραφίες: Henri-Pierre Grolleau. Επιπλέον στοιχεία «Πτήση»/Φαίδων Γ. Καραϊωσηφίδης
Για να κατανοήσει κάποιος το κλίμα μέσα στο οποίο σχεδιάστηκαν, κατασκευάστηκαν και τελικά εντάχθηκαν σε χρήση οι Φ/Γ κλάσης La Fayette, θα πρέπει να ανατρέξει στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 80, λίγο πριν από τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και στα πρώτα χρόνια του 90, όταν οι ένοπλες δυνάμεις των περισσότερων χωρών-μελών του ΝΑΤΟ βρέθηκαν στις συμπληγάδες ραγδαίων και μεγάλων περικοπών των αμυντικών προϋπολογισμών, κατακόρυφων μειώσεων οροφών κύριων οπλικών συστημάτων και σαρωτικών αλλαγών δογμάτων και αναγκών των πρώτων μεταψυχροπολεμικών ετών.
Η Γαλλία με την ειδική «ημιανεξάρτητη» σχέση που διατήρησε με τη Συμμαχία όλη την προηγούμενη περίοδο δεν επηρεάστηκε με τον ίδιο τρόπο από τις ΝΑΤΟϊκές επιταγές και προτεραιότητες. Έτσι η θέση της και αυτή των ενόπλων της δυνάμεων ήταν εντελώς διαφορετική από άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών στην αντιμετώπιση και διαχείριση των διπλωματικοπολιτικών και γεωστρατηγικών αλλαγών.
Ειδικά για το Marine Nationale οι γαλλικές εθνικές προτεραιότητες διαμόρφωσαν στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ικανότητες ευρέως φάσματος, από αεροπλανοφόρα και πυρηνοκίνητα υποβρύχια διηπειρωτικών πυραύλων και κρούσης έως ισχυρές μονάδες επιφανείας και δυνατότητες αποβατικών επιχειρήσεων και προβολής ισχύος σε μεγάλες αποστάσεις. Η γαλλική ναυτική ισχύς εισήλθε έτσι στην πρώτη δεκαετία μετά τον Ψυχρό Πόλεμο με αρκετά ισορροπημένες δυνάμεις που ήταν ευκολότερο να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά ναυτικά.
Η γαλλική φρεγάτα «Languedoc» στον Πειραιά για την 25η Μαρτίου
[Παράδειγμα στον αντίποδα του Marine Nationale αποτελεί το Βασιλικό Ναυτικό, το οποίο τις τρεις και περισσότερες προηγούμενες δεκαετίες είχε εστιάσει σχεδόν αποκλειστικά στον ανθυποβρυχιακό πόλεμο στον Ατλαντικό και για τον λόγο αυτό έγινε σχεδόν «μονοδιάστατο».]
Παρ’ όλα αυτά, η γαλλική Λευκή Χάρτα για την Άμυνα του 1994, την οποία υλοποίησε η κυβέρνηση Σιράκ, περιλάμβανε υποχρεωτικά σημαντικές αποσύρσεις μεγάλων μονάδων και περικοπές προγραμμάτων. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονταν η διακοπή εργασιών σχεδόν για πέντε χρόνια (1991-1995) της ναυπήγησης του αεροπλανοφόρου Charles de Gaulle, η ακύρωση της παραγγελίας των δυο τελευταίων SSN κλάσης Rubis και η συρρίκνωση της κλάσης La Fayette, όπως θα δούμε παρακάτω.
Fregate Legere Furtive
Οι καταβολές της FL-3000 (Fregate Legere de 3.000 tonnes, Ελαφρά Φρεγάτα των 3.000 τόνων) ή FLF (Fregate Legere Furtive, Ελαφρά Στελθ Φρεγάτα) πηγαίνουν πίσω στη δεκαετία του 80, όταν το Γαλλικό Ναυτικό διενεργούσε μελέτες για πλοία μεγέθους φρεγάτας προσαρμοσμένα όχι πλέον σε ψυχροπολεμικές ανάγκες, αλλά απαιτήσεις συρράξεων χαμηλής έντασης και αποστολών επιτήρησης ή υποστήριξης ειρηνευτικών επιχειρήσεων/παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας.
Οι νέες σχεδιάσεις επρόκειτο να αντικαταστήσουν τις ελαφρές κορβέτες κλάσης D’Estienne d’Orves τύπου A69 Avisos, οι οποίες αρχικά είχαν ανθυποβρυχιακά καθήκοντα σε παράκτιο περιβάλλον, αλλά σταδιακά μετέπεσαν σε ρόλο μεγάλων περιπολικών, αν και ο περιορισμένος εξοπλισμός και οπλισμός τους δεν άφηνε περιθώρια για να υπηρετήσουν πολλαπλούς ρόλους. Αυτός ήταν και ο στόχος που οριοθέτησε τις απαιτήσεις του Γαλλικού Ναυτικού, δηλαδή η δημιουργία κλάσεων που θα μπορούσαν να υπηρετήσουν γενικά καθήκοντα με κόστος χαμηλότερων των μονάδων μάχης πρώτης γραμμής, η ισχύς και η δυνατότητα των οποίων όμως δεν ήταν απαραίτητη σε πολλά σενάρια της μεταψυχροπολεμικής πραγματικότητας.
Οι γαλλικές αυτές ανάγκες δεν ήταν μοναδικές ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες. H Ιταλία, για παράδειγμα, προχώρησε μέσα στη δεκαετία του 80 στην εξέλιξη δύο τύπων κορβετών για την ικανοποίηση αντίστοιχων αναγκών του Marina Militare: την καλύτερα εξοπλισμένη και οπλισμένη κλάση Minerva των 1.500 τόνων με 8 πλοία και την απλούστερη σε εξοπλισμό και οπλισμό (αν και έφερε ελικοδρόμιο και υπόστεγο) κλάση Cassiopea, η οποία επρόκειτο και αυτή να αριθμεί 8 πλοία, αλλά περικόπηκε αργότερα σε τέσσερα. [Σήμερα η κλάση Minerva έχει αποσυρθεί από την ιταλική υπηρεσία, αν και τέσσερις μονάδες πουλήθηκαν και υπηρετούν με το Ναυτικό του Μπαγκλαντές. Τα πλοία της κλάσης Cassiopea αντικαθίστανται από τα πολύ μεγάλα περιπολικά πλοία πολλαπλών ρόλων κλάσης Thaon di Revel class (γνωστά και ως PPA: Pattugliatore Polivalente d’Altura).]

Το Γαλλικό Ναυτικό με την εμπειρία που είχε ήδη από τα A69 Avisos και τις αυξημένες ανάγκες που δεν περιορίζονταν μόνο σε παράκτιο ή μεσογειακό περιβάλλον κοντά στο μητροπολιτικό έδαφος, αλλά επεκτείνονταν και σε επιχειρήσεις πέριξ υπερπόντιων κτήσεων στην Καραϊβική, την Πολυνησία και τη Νέα Καληδονία, χρειαζόταν μεγαλύτερα πλοία, σε μέγεθος μεγάλης κορβέτας ή ελαφράς φρεγάτας. To εκτόπισμα προσδιορίστηκε στους 2.500-3.000 τόνους και η πρώτη σχεδίαση που υιοθετήθηκε με όλες τις παραπάνω προδιαγραφές ήταν η κλάση Floreal.
Εκτόπιζε 2.950 τόνους με πλήρες φορτίο, είχε μέγιστη ταχύτητα 20 κόμβων, περιορισμένο πλήρωμα 90 ατόμων και μπορούσε να φιλοξενήσει για μεγάλα χρονικά διαστήματα 24 πεζοναύτες. Ο οπλισμός, εκτός του κυρίως και δευτερευόντων πυροβόλων, περιλάμβανε δύο Exocet ΜΜ30 (αργότερα αφαιρέθηκαν) και ελικοδρόμιο/υπόστεγο για τη φιλοξενία ενός Ε/Π Panther. Ναυπηγήθηκαν έξι μονάδες για το Γαλλικό Ναυτικό την περίοδο 1990-1993, οι οποίες υπηρετούν ακόμη με προοπτική αντικατάστασης από μεγάλα περιπολικά και δυο για το Βασιλικό Ναυτικό του Μαρόκου.

Για περισσότερο απαιτητικά καθήκοντα σε περιβάλλοντα με αυξημένες απειλές επιδιώχθηκε μια καλύτερα εξοπλισμένη και οπλισμένη σχεδίαση μεγέθους φρεγάτας, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε ένα ευρύ φάσμα αποστολών. Η οριοθέτηση των προδιαγραφών του πλοίου βασίστηκε σε πρότερη εμπειρία, αλλά έκανε και αρκετά βήματα περαιτέρω προς την κατεύθυνση δημιουργίας μιας πλατφόρμας που θα γεφύρωνε δυο κόσμους: θα εξυπηρετούσε ανάγκες ρουτίνας με οικονομικό τρόπο, όπως η προστασία των αποκλειστικών οικονομικών ζωνών που είχαν αρχίσει να αναδύονται αποδεσμεύοντας κύριες μονάδες για τα πρωτεύοντα καθήκοντά τους, ενώ παράλληλα θα διατηρούσε δυνατότητα να επιχειρεί με τις τελευταίες ως συνιστώσα ομάδων μάχης ή συνεπικουρώντας σε άλλα καθήκοντα όπως η συλλογή πληροφοριών.
Η Γαλλία θα μπορούσε να πουλήσει στην Ελλάδα δύο φρεγάτες La Fayette, σύμφωνα με τη “La Tribune”
Το εγχείρημα δεν ήταν εύκολο και θα μπορούσε να καταλήξει σε αποτυχία με ένα πλοίο που θα προσπαθούσε να κάνει τα πάντα και… τίποτε. Το ρίσκο αυξήθηκε ακόμη περισσότερο μετά την απόφαση η σχεδίαση να ενσωματώσει καινοτόμες τεχνολογίες «Furtivite», (στελθ) τις οποίες η (τότε) DCN είχε εξελίξει τη δεκαετία του 80. Θα χρειάζονταν όμως τελικά αρκετά χρόνια για τη δύσκολη προσαρμογή της θεωρίας στην πράξη που επηρέασε το πρόγραμμα.
Πολυφασματικό πλοίο στελθ
Αν και η εφαρμογή της τεχνικής «Surface Faceting» (εδροποίηση των επιφανειών) του πλοίου, δηλαδή η διαμόρφωση επίπεδων ανακλαστικών επιφανειών που απομακρύνουν τις προσπίπτουσες δέσμες ακτινοβολίας μακριά από τον πομποδέκτη του ραντάρ, είναι το χαρακτηριστικό που κυριαρχεί στη σχεδίαση της κλάσης La Fayette, δεν είναι και η μοναδική προσπάθεια που καταβλήθηκε για τη μείωση της διατομής-RCS (Radar Cross Section).
Οτιδήποτε από τον εξοπλισμό του πλοίου μπορούσε να διαχύσει ανεξέλεγκτα την προσπίπτουσα ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία αναδιατάχθηκε ή «κρύφτηκε», διαμορφώνοντας έτσι χαρακτηριστικά τη σιλουέτα των La Fayette. Οι ιστοί και οι καπνοδόχοι, για παράδειγμα, ομογενοποιήθηκαν σε ένα πυραμιδοειδές προφίλ μειωμένου RCS συγκριτικά με τους κλασικούς προγόνους τους. Η υπερκατασκευή είναι μονοκόμματη (δεν υπάρχει δηλαδή μεσόστεγο και επίστεγο), ενώ είναι πλήρως ολοκληρωμένη με το σκάφος, ακολουθώντας τις σχεδιαστικές γραμμές του και συνεχίζοντας την κλήση (των -10 μοιρών) που έχει το τελευταίο στο άνω ένα-τρίτο των εξάλων (ύψος από την ίσαλο γραμμή), χωρίς «ορατά» δρύφρακτα (παραπέτα) καταστρωμάτων.
Οι δομές είναι κατασκευασμένες από ελαφρά κράματα και σύνθετα υλικά (περιλαμβανομένων πλαστικών και ξύλου), πρακτική που εκτός της μείωσης του ίχνους σε διάφορους αισθητήρες συνεισέφερε και στο μικρότερο βάρος. Από την άλλη, οι La Fayette είχαν κατακριθεί στον τομέα αυτό για τη χρήση τέτοιων υλικών σε σχέση με την αντοχή τους σε φωτιά και την ικανότητα να σταματήσουν τη διάδοσή της. «Σήμα κατατεθέν» των La Fayette έγιναν επίσης τα προπετάσματα που καλύπτουν τους πλευρικούς χώρους της μέσης υπερκατασκευής και φιλοξενούν τις επωτίδες καθαίρεσης και ανακρέμασης των δυο RHIB για τα αγήματα των πεζοναυτών που μεταφέρουν συνήθως οι φρεγάτες.

Ο ναυτικός εξοπλισμός του πλοίου όπως τα βαρούλκα των κάβων τοποθετήθηκαν μέσα σε κρύπτες, ενώ η μοναδική άγκυρα βρίσκεται βυθισμένη σε ειδική εσοχή της στείρας της πλώρης, η οποία με τη σειρά της δημιουργεί ένα πλήρως κλειστό πρόστεγο έως και την υπερκατασκευή της γέφυρας. Ακόμη και το πυροβόλο Modele 100 TR είναι μια στελθ έκδοση του Modele 68, με πυργίσκο στον οποίο οι καμπύλες όπου συναντώνται οι πλευρές του έχουν γίνει οξείες.
Στον τομέα της καταστολής του θερμικού/υπέρυθρου ίχνους τα καυσαέρια χαμηλής θερμοκρασίας από τους ντιζελοκινητήρες διέρχονται από ειδικές διατάξεις στη μορφή συγκροτήματος πολλαπλών σωλήνων απαγωγής, στη θέση του ενός κλασικού… φουγάρου, για την επιπλέον μείωση του θερμικού φορτίου.

Για την καταστολή του ακουστικού ίχνους κάτω από το νερό οι κινητήρες είναι τοποθετημένοι πάνω σε ελαστομερή υποστηρικτικά έδρανα που τους απομονώνουν από τη δομή του πλοίου και αποτρέπουν τη μετάδοση κραδασμών, ενώ αντίστοιχες προβλέψεις υπάρχουν για τα συγκροτήματα κιβωτίων μετάδοσης κίνησης και τους άξονες. Κάποιες πηγές αναφέρουν ότι οι Φ/Γ La Fayette είναι τόσο αθόρυβες, που κατά τη διάρκεια ασκήσεων με άλλα πλοία του Γαλλικού Ναυτικού ή ΝΑΤΟϊκών χωρών τοποθετούνται κρόταλα και άλλες διατάξεις παραγωγής θορύβου για να είναι περισσότερο «ακουστές» (κάτι αντίστοιχο δηλαδή με τους ανακλαστήρες Luneberg που φορούν τα F-35 προκειμένου να πολλαπλασιάσουν το RCS, όταν δεν πετούν επιχειρησιακά).
Σύμφωνα με τις υποσχέσεις τής (τότε) DCN Lorient και το όραμα του Marine Nationale, η διατομή ραντάρ που θα παρουσίαζε η 3.800 τόνων φρεγάτα θα ήταν στο μέγεθος ενός μεγάλου αλιευτικού ή μιας κορβέτας 1.200 τόνων, προσφέροντας έτσι σημαντικά επιχειρησιακά πλεονεκτήματα. Με τακτικές «ηλεκτρονικής σιγής» στις εκπομπές ενεργών αισθητήρων, για παράδειγμα, θα μπορούσε να επιχειρεί απαρατήρητη μέσα στις ρότες εμπορικών πλοίων συλλέγοντας πληροφορίες, ενώ ακόμη και σε εχθρική περιοχή θα είχε αυξημένη πιθανότητα να εξαπατά τον αντίπαλο για την «ταυτότητά» της παρουσιάζοντας προφίλ υποδεέστερου πολεμικού πλοίου.
Πέραν όλων των παραπάνω μέτρων για την αποφυγή επισήμανσης από τους εχθρικούς αισθητήρες σε όλο το φάσμα οι La Fayette φέρουν ικανό εξοπλισμό ηλεκτρονικού πολέμου και αντιμέτρων, ενώ κατά την πάγια γαλλική τακτική δεν εξοπλίστηκαν με κάποιο σύστημα εγγύς προστασίας CIWS (Close-In Weapon System) και παρέμειναν έτσι μέχρι και την προγραμματισμένη αναβάθμιση των τριών εξ αυτών, όπως θα δούμε παρακάτω και σε άλλες σελίδες.
Σπονδυλωτή κατασκευή
Αν υπάρχει κάτι ευρύτερα παραδεκτό για τις La Fayette, αυτό δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι έγιναν το πρότυπο που ακολούθησαν πολλοί άλλοι κατασκευαστές και σχεδιαστές στη συνέχεια, δηλαδή το γεγονός της ενσωμάτωσης τεχνολογιών και λύσεων στελθ σε μια μεγάλη ναυτική μονάδα επιφανείας. Η γαλλική φρεγάτα όμως ήταν καινοτόμος και σε άλλες πτυχές της, που επίσης αποτέλεσαν έκτοτε πρότυπο. Κάθε πλοίο ναυπηγήθηκε με αρθρωτή φιλοσοφία από 11 κομμάτια, τα οποία προκατασκευάστηκαν και συναρμολογήθηκαν σε ναυπηγική κλίνη. Αυτό μπορεί σήμερα να αποτελεί τον κανόνα στη ναυπηγική βιομηχανία, αλλά ήταν εξαιρετικά σπάνιο στα τέλη της δεκαετίας του 80 και τις αρχές του 90.
Αρχικά, το 1988 το Γαλλικό Ναυτικό παρήγγειλε έξι φρεγάτες: La Fayette (F710), Surcouf (F711), Courbet (F712), Aconit (F713), Guepratte (F714) και Ronarc’h (F715). Η τελευταία όμως ακυρώθηκε λόγω περικοπών και ο Γάλλος ναύαρχος θα τιμηθεί με την καθέλκυση της πρώτης FDI που θα φέρει το όνομά του. Επιπλέον, λόγω συρρίκνωσης του προϋπολογισμού αρκετά χαρακτηριστικά του προγράμματος υποβαθμίστηκαν. Τα προβλήματα εφαρμογής των τεχνολογιών στελθ, η χρονική σύμπτωση του προγράμματος με την αναθεώρηση των προτεραιοτήτων Άμυνας μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου και άλλοι παράγοντες δημιούργησαν ασφυκτικό περιβάλλον επιμηκύνοντας τους χρόνους υλοποίησής του. Η αρχική Φ/Γ La Fayette καθελκύστηκε το 1992, ενώ χρειάστηκαν σχεδόν τέσσερα χρόνια δοκιμών με το μεγαλύτερο μέρος τους εστιασμένο στη συμπεριφορά των χαρακτηριστικών στελθ και των επεμβάσεών τους στη σχεδίαση-κατασκευή σε ευρύ φάσμα συνθηκών. Ο χρόνος αυτός συρρικνώθηκε σημαντικά στη συνέχεια, με το πέμπτο και τελευταίο πλοίο να ολοκληρώνει τη διαδικασία μέσα σε διάστημα 30 μηνών.
Βελτιστοποίηση για ASuW
Η σχεδίαση των La Fayette βελτιστοποιήθηκε για επιχειρήσεις κατά πλοίων και ο οπλισμός και εξοπλισμός τους αντανακλά αυτή την επιλογή, μια σημαντική αλλαγή δόγματος από τις αρχικές προθέσεις για ναυπήγηση πλοίων πολλαπλών αποστολών. Οι φρεγάτες, με πληροφορίες από τους παθητικούς αισθητήρες τους και με σιγή εκπομπών, προορίζονταν να «χτίσουν» την εικόνα της τακτικής κατάστασης επιλέγοντας στόχους για να τους πλήξουν με πυραύλους Exocet. Από την πλευρά τους οι ίδιες, με το πολύ μικρό ίχνος, θα προσπαθούσαν να παραμείνουν αθέατες και να αποφύγουν ανταποδοτικό ή εκδικητικό πυρ.
Εκτός του πυροβόλου των 100 mm ο οπλισμός περιέλαβε οκτώ MM40 Block 2, έναν εκτοξευτή Crotale CN2 με οκτώ έτοιμα για βολή βλήματα VT1 και δεκαοκτώ επιπλέον στην αποθήκη αναχορηγίας (χωρίς όμως κάποιο αυτόματο σύστημα φόρτωσης), δύο πυροβόλα F2 των 20 mm και τέσσερα πολυβόλα M2 των 12,7 mm.
Καθώς η σχεδίαση των φρεγατών οριστικοποιήθηκε στα τέλη του 80 και τις αρχές του 90, με βάση το γαλλο-ιταλικό MOU του Μαΐου του 1989 για την από κοινού εξέλιξη της οικογένειας SAM Aster, η κλάση έγινε υποψήφια ως πρώτη εφαρμογή της. Προβλέφθηκε έτσι χώρος για την εγκατάσταση δυο εκτοξευτών VLS A43 Sylver για 16 συνολικά Aster 15. Ο τελευταίος όμως θα ήταν διαθέσιμος στο τέλος της δεκαετίας του 90 και τελικά η προοπτική αυτή δεν ενεργοποιήθηκε. Επιπλέον, λόγω τον «σφικτών» προϋπολογισμών της περιόδου περικόπηκε και ο εξοπλισμός ASW, με τα πλοία να διαθέτουν μόνο πρόβλεψη για σόναρ επί γάστρας και καθόλου ανθυποβρυχιακά όπλα, δημιουργώντας ένα μεγάλο επιχειρησιακό κενό. [Η υποδομή αυτή όμως διευκολύνει πλέον το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού, περισσότερα από 25 χρόνια αργότερα.]
Οι φρεγάτες της κλάσης μεταφέρουν συνήθως ένα Panther της Flottille 36F. Το ελικόπτερο (σήμερα στην έκδοση Standard 2) χρησιμοποιείται για ποικιλία αποστολών, ανάμεσά τους επιτήρηση σε ναυτικό και παράκτιο περιβάλλον, οπτική επιβεβαίωση στόχων, αντιμετώπιση ασύμμετρων απειλών, έρευνα-διάσωση και υποστήριξη με ελαφρύ πολυβόλο των 7,62 mm επί έστορα ή με την επιβίβαση ομάδας ελεύθερου σκοπευτή. Δεν φέρει όμως ποντιζόμενο σόναρ ούτε μπορεί να φορτώσει τορπίλες. Παραδόξως το ελικοδρόμιο των La Fayette είναι αρκετά μεγάλο και ισχυρό (ακόμη και στην περίπτωση συντριβής πάνω του) για την προσνήωση NH90 NFH (ή Caiman, όπως είναι γνωστό σε γαλλική υπηρεσία), αλλά δεν μπορεί να φιλοξενηθεί στο υπόστεγο. Έτσι η αδυναμία διεξαγωγής ASW παραμένει και μετά την είσοδο των νέων και ικανότατων αυτών ελικοπτέρων σε γαλλική υπηρεσία!
Πλατφόρμα πολλαπλών αποστολών
Από τότε που μπήκαν σε χρήση οι Φ/Γ κλάσης La Fayette έχουν αποδείξει τις αρετές και την αξία τους ως πλατφόρμες πολλαπλών ρόλων πολλές φορές, ανάμεσα σε άλλες και ως τα «μάτια και τα αυτιά» του Γαλλικού Ναυτικού σε περιοχές ενδιαφέροντος είτε για τη συλλογή πληροφοριών είτε για να υπογραμμίσουν εκεί την παρουσία τού Παρισιού. Είναι αξιοσημείωτο ότι στη διάρκεια της κρίσης στη Λιβύη, στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, και οι πέντε φρεγάτες είχαν άμεση συμμετοχή στην ευρωπαϊκή επέμβαση και αποδείχθηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικές σε πολλές διαφορετικές αποστολές: από τον βομβαρδισμό παράκτιων εγκαταστάσεων και παρακώληση εχθρικών επικοινωνιών κατά μήκος παραθαλάσσιων οδών έως την αναχαίτιση σκαφών που επιχειρούσαν επιδρομές και την επιβολή του αποκλεισμού των λιβυκών λιμένων.
Διαχρονικά, ένα τουλάχιστον από τα πλοία αυτά μετέχει πάντα στους επιχειρησιακές πλόες του Charles de Gaulle είτε ως άμεσο συνοδό είτε ως προπομπός στη ρότα που πρόκειται να ακολουθήσει, ελέγχοντας και διασφαλίζοντας τη διέλευση της ομάδας μάχης από περιοχές αυξημένων απειλών ή όταν το αεροπλανοφόρο διέρχεται από στενά, όπως η Ερυθρά Θάλασσα. Το ίδιο ισχύει και για τα αποβατικά και πλοία προβολής ισχύος κλάσης Mistral.
Ένα από τα λιγότερο προβεβλημένα καθήκοντα των φρεγατών είναι η διαρκής και σχεδόν αποκλειστική συνεργασία με ειδικές δυνάμεις του Γαλλικού Ναυτικού σε εθνικές γαλλικές ή διεθνείς αποστολές κατά της πειρατείας, της παράνομης διακίνησης μεταναστών, του λαθρεμπορίου και της τρομοκρατίας. Οι La Fayette από το 2015 μεταφέρουν πλέον τις νέες RHIB ECUME (Embarcations Commando a Usages Multiples et Embarquables), οι οποίες με την ικανότητα μεταφοράς έως και 12 εξοπλισμένων θαλάσσιων καταδρομέων διπλασιάζουν τις δυνατότητες των παλαιότερων ETRACO (Embarcation de Transport RApide pour COmmandos) και μπορούν να καλύπτουν αποστάσεις 200 ναυτικών μιλίων.
Περιορισμένες αναβαθμίσεις
Οι πέντε φρεγάτες της κλάσης αποδείχθηκαν πολύ καλά σχεδιασμένες και ιδιαίτερα αξιόπιστες, επιδεικνύοντας από τις υψηλότερες διαθεσιμότητες ανάμεσα στις μείζονες μονάδες μάχης του Marine Nationale. Αν και οι αρχικές περικοπές εξοπλισμού και η υπαναχώρηση στις προβλέψεις οπλισμού δεν αποκαταστάθηκαν ποτέ, τα πλοία δέχθηκαν κάποιες περιορισμένες αναβαθμίσεις και εκσυγχρονισμούς στη διάρκεια της καριέρας τους.
Το 2009, ως ικανοποίηση επείγουσας επιχειρησιακής ανάγκης, τοποθετήθηκε σε όλες τις μονάδες ένας πανοραμικός αισθητήρας υπέρυθρων HGH Vigiscan που πρόσφερε επιπλέον ικανότητες παθητικής αποκάλυψης στόχων επιφανείας και αέρος. Η περιστρεφόμενη κεφαλή του Vigiscan είναι εγκατεστημένη στον πρόσθιο ιστό και προσφέρει κάλυψη τόξου σχεδόν 360 μοιρών, ενώ μπορεί να ιχνηλατεί ταυτόχρονα πολλούς στόχους μέρα και νύκτα.
Οι ικανότητες ASuW των φρεγατών ενισχύθηκαν σημαντικά με την υιοθέτηση των Exocet MM40 στην έκδοση Block 3, γεγονός που επεκτείνει την εμβέλεια εμπλοκής από τα 72 στα 180 km.
Για τη βελτίωση της ικανότητας αντιμετώπισης ασύμμετρων απειλών, και ειδικά λέμβων ή drone, υιοθετήθηκαν δύο Minigun M134, που το καθένα καλύπτει από μια πλευρά του πλοίου με εναλλακτικούς σταθμούς εγκατάστασης.
Η Φ/Γ Surcouf επιλέχθηκε στα μέσα της περασμένης δεκαετίας για ένα πρόγραμμα δοκιμών του TUS (Thales Underwater Systems) BlueWatcher, ένα σόναρ επί γάστρας που προέρχεται από το ποντιζόμενο σύστημα FLASH (Folding Light Acoustic System for Helicopter), εγκατεστημένο σε πολλές εναέριες πλατφόρμες, ανάμεσά τους τα Ε/Π ASW EH101 Merlin, NH90 NFH και MH-60R Seahawk (ως AQS-22, το οποίο κατασκευάζεται κατόπιν αδείας από τη Raytheon). Οι δοκιμές ξεκίνησαν στο τέλος του 2017 και εξελίχθηκαν μέσα σε χρονικό διάστημα δύο ετών. Τελικά όμως πάρθηκε η απόφαση το πρόγραμμα να μην επεκταθεί περαιτέρω, και έτσι η Φ/Γ Surcouf παρέμεινε το μοναδικό πλοίο της κλάσης με τέτοιο εξοπλισμό.
Εκσυγχρονισμός Μέσου Ζωής
Αν και η παραπάνω και άλλες επεμβάσεις επέτρεψαν στις Φ/Γ La Fayette να αντιμετωπίσουν κάποιες από τις εξελισσόμενες επιχειρησιακές ανάγκες, σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά την ένταξή τους σε υπηρεσία η απαίτηση για την εφαρμογή Εκσυγχρονισμού Μέσου Ζωής (ΕΜΖ) έγινε πλέον επιβεβλημένη. H σχετική συζήτηση ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 2010 και αρχικά αφορούσε το σύνολο των πέντε φρεγατών, αλλά αργότερα περιορίστηκε σε τρεις από αυτές: την Courbet (που μπήκε ήδη για τις σχετικές εργασίες στο στρατιωτικό ναυπηγείο του Ναυστάθμου της Τουλόν στις αρχές Οκτωβρίου 2020), τη La Fayette και την Aconit. Οι λεπτομέρειες της αναβάθμισης (που εκτός των ηλεκτρονικών και των όπλων περιλαμβάνει επίσης και δομικές και άλλες τροποποιήσεις) αναφέρονται σε άλλες σελίδες. Να υπογραμμίσουμε εδώ ότι μια από τις σημαντικότερες αλλαγές αφορά στην αφαίρεση του εκτοξευτή Crotale CN2, αφού το απόθεμα των πυραύλων που χρησιμοποιεί το σύστημα έχει φτάσει στο όριο ζωής του και δεν υπάρχει δυνατότητα περαιτέρω ανακατασκευών σε επαρκείς αριθμούς, ενώ το όπλο είναι και εκτός παραγωγής.
Η ανάγκη αντικατάστασής τους καλύπτεται με τη χρήση εξαπλών εκτοξευτών Sadral με πυραύλους Mistral 3, δυο από τους οποίους θα τοποθετηθούν στις γωνίες του υποστέγου ελικοπτέρων κάθε πλοίου. Οι εκτοξευτές προέρχονται από τον οπλισμό τριών F70 (Dupleix, Montcalm και Jean de Vienne), που παροπλίστηκαν τα τελευταία χρόνια και μετά από ανακατασκευή θα αξιοποιηθούν και πάλι. Οι Mistral μπορεί να έχουν μικρότερο βεληνεκές από τους VT-1 των Crotale, αλλά τα αυτοκατευθυνόμενα βλήματα (fire-and-forget) μπορούν να εμπλέξουν περισσότερους στόχους ταυτόχρονα. Επιπλέον, δεν περιορίζονται μόνο σε αντιαεροπορική άμυνα, αφού μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν και εναντίον στόχων επιφανείας, αντιμετωπίζοντας τον αυξανόμενο κίνδυνο ασύμμετρων απειλών.
Οι δυο υπόλοιπες φρεγάτες, Guepratte και Surcouf, που δεν θα υποστούν ΕΜΖ προορίζονται, σύμφωνα με τον τρέχοντα προγραμματισμό, να περάσουν από γενική επισκευή, ενώ σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπάρχουν, θα τους αφαιρεθεί ο πυραυλικός οπλισμός και θα χρησιμοποιηθούν σε απλά περιπολικά καθήκοντα και εκπαίδευση.
Νέο σόναρ και νέες δυνατότητες
Μια από τις σημαντικές προσθήκες στα πλοία στο πλαίσιο του ΕΜΖ αποτελεί το παθητικό/ενεργητικό σόναρ γάστρας TUS KingKlip Mk2, που είναι σημαντικά μεγαλύτερο και ικανότερο του BlueWatcher που δοκιμάστηκε στη Surcouf. Το ίδιο σύστημα έχει επιλεγεί και για τις νέες FDI κλάσης Ronarc’h, οι οποίες αναμένεται να μπουν σε υπηρεσία την περίοδο 2023-2030. Παράλληλα με το KingKlip Mk2 οι εκσυγχρονισμένες La Fayette θα χρησιμοποιήσουν και μια νέα γενιά αντιμέτρων για την κατανίκηση επιθέσεων υποβρυχίων με τορπίλες.
Οι τρεις φρεγάτες όμως δεν θα αποκτήσουν οι ίδιες τορπιλοσωλήνες, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, τα οργανικά ελικόπτερα Panther δεν μεταφέρουν ανθυποβρυχιακά όπλα, αν και, όπως έχει ανακοινωθεί, θα εξοπλιστούν με τα νέα γαλλοβρετανικής σχεδίασης ελαφρά βλήματα κατά πλοίων ANL (Anti-Navire Leger) Sea Venom. Μια σκέψη, που δεν φαίνεται να ενσωματώθηκε τελικά στον ΕΜΖ, ήταν η διεύρυνση του υποστέγου για τη φιλοξενία Caiman, που ίσως ήταν δυνατή μετά την αφαίρεση των αποθηκών των πυραύλων του συστήματος Crotale.
Η κλάση φρεγατών La Fayette, η οποία πολύ συχνά αναφέρεται ως ο «ελβετικός σουγιάς» του Γαλλικού Ναυτικού, έθεσε νέα πρότυπα στη ναυπηγική βιομηχανία πολεμικών πλοίων και τα δόγματα σχεδίασής τους, ενώ στη μακρά υπηρεσία της μέχρι σήμερα δικαίωσε τις επιλογές που έγιναν. Επιπλέον, άνοιξε τον δρόμο για περισσότερο ικανά γαλλικά πλοία, όπως τα Α/Τ AAW κλάσης Forbin, οι FREMM κλάσης Aquitaine και οι μελλοντικές FDI κλάσης Ronarc’h.
Εξαγωγικές επιτυχίες
H σχεδίαση FL-3000 με την υλοποίησή της ως κλάση Φ/Γ La Fayette για το Γαλλικό Ναυτικό προκάλεσε σημαντικό ενδιαφέρον από πολλές χώρες σε έναν δύσκολο τομέα της αγοράς, όπως αυτός της εξαγωγής πολεμικών πλοίων που εξαρτάται από πολλές παραμέτρους, περιλαμβανομένης και της παράδοσης που έχουν τα διάφορα ναυτικά στις προμήθειές τους.
Η σπονδυλωτή σχεδίαση όμως της FL-3000 (ή F3000, όπως αναφέρεται για την αρχική εξαγωγική πρόταση) επέτρεψε στην DCNS να την προσαρμόσει σε ναυπηγήσεις που θα ικανοποιούσαν τελικά μια σειρά εξαγωγικών πελατών, με σημαντικές διαφοροποιήσεις, αν και διατηρούσαν τα κύρια χαρακτηριστικά στελθ των αρχικών γαλλικών πλοίων.
Η πλήρης ανάλυση των εξαγωγικών φρεγατών του τύπου ξεφεύγει από τους στόχους του παρόντος άρθρου. Να σημειώσουμε όμως επιγραμματικά ότι η πρώτη διεθνής πώληση στην Ταϊβάν αφορούσε σε έξι πλοία κλάσης Kang Ding στις αρχές της δεκαετίας του 90, την εποχή που το Παρίσι είχε προσεγγίσει την Ταϊπέι με μια σειρά μεγάλων συμφωνιών εξοπλισμών. Αν και διατηρούσαν περίπου το μέγεθος και το εκτόπισμα των La Fayette, τα κινεζικά πλοία διαφοροποιούνταν σημαντικά στον οπλισμό με εγχώριας σχεδίασης Hsiung Feng II αντί των Exocet και Sea Chaparral αντί του Crotale, πυροβόλο Mk75 Oto Melara 76 mm/62, προσθήκη δυο L70 Bofors των 40 mm και CIWS Phalanx. Επιπλέον, τα πλοία διαθέτουν σόναρ, τορπιλοβλητικούς σωλήνες Mk32 και οργανικό ελικόπτερο Sikorsky S-70C(M)-1/2. Το σύνολο των έξι φρεγατών κλάσης Kang Ding κατασκευάστηκε στη Γαλλία, αλλά μεταφέρθηκαν στην Ταϊβάν για την εγκατάσταση των όπλων και άλλων μεγάλων συγκροτημάτων.
H ολοκλήρωση των κινεζικής προέλευσης συστημάτων φαίνεται ότι υπήρξε προβληματική και η απόκτηση πλήρους επιχειρησιακής ικανότητας από τις φρεγάτες καθυστέρησε σημαντικά. Η προμήθεια αυτή για το RoCN (Republic of China Navy) υπήρξε η πηγή ενός τεράστιου σκανδάλου τόσο στην Ταϊβάν όσο και στη Γαλλία με κατηγορίες για δωροδοκίες μεγάλων ποσών από την Thomson-CSF (σήμερα Thales) μέσω λογαριασμών σε ελβετικές τράπεζες. Η υπόθεση εξελίχθηκε δικαστικά για περισσότερα από 15 χρόνια και σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα του τοπικού κινεζικού Τύπου, τον Φεβρουάριο του 2021, οι ελβετικές αρχές είχαν αρχίσει τη διαδικασία επιστροφής δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων στην Ταϊβάν από λογαριασμούς που είχαν «παγώσει» την περίοδο 2007-2008.
Επόμενος πελάτης ήταν η Σαουδική Αραβία με τρεις Φ/Γ κλάσης Al Riyadh, που ναυπηγήθηκαν όλες στη Γαλλία την περίοδο 2002-2004, βασισμένες στη σχεδίαση F3000 αλλά με μεγαλύτερο μήκος, στα 133 μέτρα, οκτώ περισσότερα των γαλλικών πλοίων και εκτόπισμα που έφτανε πλέον τους 4.850 τόνους. Είναι εξοπλισμένες με το CMS Armaris (της κοινοπραξίας DCN/Thales), διαθέτουν πυροβόλο Oto Melara 76 mm/62, αντί του γαλλικού των 100 mm, διατηρούν τους Exocet και με την ενσωμάτωση δυο 8πλών Sylver με Aster 15 έχουν σαφώς ικανότερη αντιαεροπορική άμυνα. Ας σημειωθεί επίσης ότι τα πλοία του Βασιλικού Ναυτικού της Σαουδικής Αραβίας έχουν και αυτά σόναρ, όπως και τέσσερις τορπιλοσωλήνες.
Η τελευταία παραγγελία του τύπου αφορά στα έξι πλοία της κλάσης Formidable του Ναυτικού της Σιγκαπούρης, από τα οποία το πρώτο μόνο κατασκευάστηκε στη Γαλλία. Αν και μικρότερες (114 m) και ελαφρύτερες (3.260 τόνους) από τις La Fayette, οι φρεγάτες αυτές είναι πολύ καλύτερα εξοπλισμένες και οπλισμένες από οποιοδήποτε πλοίο του τύπου με 32 κελιά VLS Sylver για Aster 15/30 συνδυασμένους με το ραντάρ Heracles των γαλλικών FREMM, Harpoon, Oto Melara 76 mm/62, τριπλούς τορπιλοσωλήνες 2B515 με A244/S Mod3 και ελικόπτερο Seahawk. Χρησιμοποιούν επίσης ένα μίγμα γαλλικής, αμερικανικής και ισραηλινής προέλευσης ηλεκτρονικών. Αν και η Σιγκαπούρη -κατά παράδοση- έχει αποδεσμεύσει ελάχιστα στοιχεία, οι Φ/Γ κλάσης Formidable αναφέρεται επίσης ότι έχουν πρωτόγνωρα υψηλή αυτοματοποίηση μειώνοντας το πλήρωμα των 141 στελεχών στα γαλλικά πλοία σε μόλις 90 (περιλαμβανομένου του κλιμακίου του ελικοπτέρου)!